Γιάννης Βούλγαρης, 23/06/2007
Φέτος συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από τον θάνατο του ιταλού κομμουνιστή ηγέτη και στοχαστή Αντόνιο Γκράμσι που πέθανε ως κρατούμενος του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Είχε προλάβει να γεμίσει με σημειώσεις τα περίφημα «τετράδια της φυλακής», που έκτοτε έκαναν και κάνουν τον γύρο του κόσμου(πρόσφατα εκδόθηκαν στα ρώσικα, στα γιαπωνέζικα και φέτος στα κινέζικα).
Τα «Τετράδια» ήταν μια εντυπωσιακή στη μορφή και στο περιεχόμενο προσπάθεια αναθεώρησης του μαρξισμού υπό το πρίσμα της ήττας της Αριστεράς στη Δύση, και με τη διαίσθηση (πεποίθηση μάλλον, όπως δείχνει το σημερινό αρχειακό υλικό) ότι ο σοβιετικός κομμουνισμός είχε πάρει λάθος δρόμο (γεγονός που του κόστισε την απομόνωση από τους συντρόφους του μέσα στη φυλακή). Η μεταθανάτια τύχη του έργου του Γκράμσι έφτασε στο απόγειό της στη δεκαετία του ΄70, όταν ουσιαστικά αναγνωρίστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως θεμέλιος λίθος του ακμάζοντος τότε «δυτικού μαρξισμού». Ως γνωστόν, η μετέπειτα υποχώρηση της ευρωπαϊκής Αριστεράς και η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού συμπαρέσυραν μαζί και τις μαρξιστικές θεωρητικές αναζητήσεις. Ιδίως αυτές που συνδέονταν με τη διαμόρφωση της πολιτικής στρατηγικής των διαφόρων ρευμάτων της Αριστεράς. Επειδή το έργο του Γκράμσι ήταν πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο, συνέχισε να καλλιεργείται στα πανεπιστήμια και να τροφοδοτεί την επιστημονική έρευνα σε διάφορα και απόμακρα μεταξύ τους πεδία όπως οι πολιτισμικές σπουδές, η πολιτική του φύλου, η αισθητική, η παιδαγωγική, κ.ά. Γι΄ αυτό, τα 70 χρόνια από τον θάνατο του Γκράμσι έδωσαν την ευκαιρία να οργανωθούν πλήθος συνέδρια ανά τον Κόσμο (στην Ελλάδα το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου οργανώνει συνέδριο με θέμα « Ο Γκράμσι στις κοινωνικές επιστήμες και τη θεωρία σήμερα » στις αρχές Δεκεμβρίου 2007). Η επανεπίσκεψη των κλασικών στοχαστών ξεφεύγει από την επιστημονική- πολιτική ρουτίνα όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι το έργο τους να έχει αποτελέσει οργανικό στοιχείο των αντιλήψεων και του τρόπου που κατανόησαν την «πραγματικότητα» σημαντικά ιστορικά συλλογικά υποκείμενα. Η δεύτερη είναι το έργο τους να κεντρίζει τις σημερινές αναζητήσεις και τις αγωνίες. Σε αυτή την περίπτωση, η επανεπίσκεψη γίνεται αναστοχασμός μιας συλλογικής εμπειρίας, εξέταση των «αποσκευών» με τις οποίες ταξιδεύουμε. Εξάλλου, οι «κλασικοί» είναι κλασικοί γιατί έχουν ταυτιστεί με κάποια μεγάλα και διαρκή ερωτήματα, με κάποιους τρόπους σκέψης για τα πράγματα, που έχουν γίνει σχεδόν ασύνειδα κεκτημένα της κουλτούρας μας. Κεκτημένα που ενεργοποιούνται, δηλαδή γίνονται εργαλεία ανάλυσης και αντικείμενα αναστοχασμού, σε περιόδους ριζικών μετασχηματισμών.
Για την πάσης φύσεως Αριστερά, τα προηγούμενα έχουν αποκτήσει πλέον υπαρξιακού χαρακτήρα δραματικότητα. Οι γαλλικές εκλογές απλώς μάς το υπογράμμισαν, καλώντας μας να αφήσουμε τις ευκολίες. Η ναρκισσευόμενη «ριζοσπαστική» Αριστερά πρέπει να εξηγήσει την εξαφάνισή της, πριν τουλάχιστον καταφύγει στον όψιμο εθνικισμό και τον συντηρητισμό όπως κάνει όλο και πιο ανοιχτά. Η κυβερνητική Αριστερά θα πρέπει να εξηγήσει την αδυναμία της να ενσαρκώσει μια στιβαρή πρόταση διακυβέρνησης και να υποδείξει σαφείς προγραμματικές κατευθύνσεις. Τα παιδιά της πλούσιας Δύσης που στρατεύονται στην κινηματική Αριστερά της «αντιπαγκοσμιοποίησης» θα πρέπει να εξηγήσουν γιατί η παγκοσμιοποίηση που καταγγέλλουν αποτελεί την ελπίδα ευημερίας (ακόμα και ελευθερίας) των πολυπληθών συνομήλικών τους στην Κίνα, στην Ινδία και αλλού.
Αριστερά και παγκοσμιοποίηση
Από χιλιάδες μεριές πλέον μάς έχει γίνει σαφές ότι ο πολιτισμός της Αριστεράς του 20ού αιώνα έχει παρέλθει. Ήταν ο πολιτισμός που διαμορφώθηκε στη βάση της ταύτισης του σοσιαλισμού με το εργατικό κίνημα, ταύτιση που έγινε δυνατή μέσα στις συνθήκες της βιομηχανικής κοινωνίας. Εδώ και δεκαετίες πια το εργατικό κίνημα ως ιστορικό υποκείμενο (όχι οι εργάτες ως κοινωνική τάξη) έχει εκλείψει. Η ίδια η έννοια του Σοσιαλισμού, ελλείψει καταλληλότερης, συμβολίζει ένα διαχρονικό αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και υποστήριξης των αδύναμων, χωρίς όμως πλέον να συνδηλώνει κυβερνητική πρόταση, προγραμματικό σχέδιο μετασχηματισμού της πραγματικότητας, πόσω μάλλον όραμα του μέλλοντος. Ουσιαστικά, στη δική μας τουλάχιστον γειτονιά του Κόσμου, έχει ξεπεραστεί ο βιομηχανικός πολιτισμός του 20ού αιώνα. Το μεγάλο βιομηχανικό εργοστάσιο ως πρότυπο της παραγωγής του παρόντος και του μέλλοντος. Η ταξική πάλη στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης διπολικής κοινωνικής δομής (αστοί- προλετάριοι) ως κινητήρια δύναμη της νεωτερικότητας. Οι μεγάλες πολιτικέςσυνδικαλιστικές οργανώσεις της μαζικής μεταπολεμικής δημοκρατίας. Ο «έντυπος καπιταλισμός» (print capitalism). Ο εθνικός κεϋνσιανός μεταρρυθμισμός συμπληρωμένος με την αύξουσα απελευθέρωση των διεθνών ανταλλαγών, και απέναντι, η περιχαρακωμένη κρατική οικονομία του σοβιετικού κομμουνισμού.
Όλα αυτά συμπαρασύρθηκαν από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα. Εξαιτίας ενός συνδυασμού εξελίξεων: της «ψηφιακής» τεχνολογικής επανάστασης (digital capitalism), των στρατηγικών αναδιάρθρωσης και διεθνοποίησης των εθνικών καπιταλισμών, της επίτασης του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, της ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων- συντηρητικών ιδεών (Ρέιγκαν, Θάτσερ, κ.λπ.). Μέχρι την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού στη δεκαετία του 1990.
Η Αριστερά του 20ού αιώνα είδε τον «κόσμο» της να φεύγει. Ο νέος κόσμος του παγκόσμιου ψηφιακού καπιταλισμού και της προηγμένης νεωτερικότητας ξεπερνούσε τις ιστορικές βιομηχανικές της «προσλαμβάνουσες». Γι΄ αυτό βρίσκεται διπλά εκτεθειμένη. Η άκριτη και παθητική προσαρμογή στον νέο κόσμο την κάνει δυσδιάκριτη. Από την άλλη, η οπισθοχώρηση στον αριστερό συντηρητισμό και τον όψιμο εθνικισμό προσφέρει απλώς την ψευδαίσθηση αριστερής ιδεολογικής «αντίστασης». Γιατί όπως είχε δείξει παλαιότερα η εποχή Ρέιγκαν - Θάτσερ, και όπως δείχνει τώρα ο Σαρκοζί, στην ανεπτυγμένη Δύση η επίκληση του Έθνους και της Συντήρησης αναδεικνύεται πολιτικά- ιδεολογικά αποτελεσματική μόνο στα χέρια της Δεξιάς, ως βοηθητική συνιστώσα μιας δυναμικής στρατηγικής ενσωμάτωσης στη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» (προφανώς της Ακροδεξιάς, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ). Η Αριστερά ελάχιστα έχει να κερδίσει σε αυτό το πεδίο. Ούτε ήταν ούτε είναι αυτός ο ιστορικός της ρόλος.
Η ΕΠΑΝΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ
Σε αυτό το «νεκρό σημείο» βοηθά η επανεπίσκεψη των κλασικών. Ειδικά για ένα ιστορικό κίνημα, όπως η Αριστερά που ωσμώθηκε με την ιδεολογία και την ανάγκη θεωρητικής νομιμοποίησης των πολιτικών επιλογών της. Και από τη στιγμή που στο επίκεντρο του προβλήματος βρίσκεται η σχέση με την παγκοσμιοποίηση, τότε ο αναστοχασμός των ζητημάτων που διατρέχουν τη γενεαλογία Μαρξ- ΠολάνυιΓκράμσι είναι αφετηριακός, ιδίως στις χώρες εκείνες στις οποίες ο μαρξισμός αποτέλεσε ισχυρό πνευματικό- πολιτικό ρεύμα. Ο Μαρξ που είδε με εκπληκτική διορατικότητα την ακατάβλητη δυναμική του καπιταλισμού, την εγγενή τάση γεωγραφικής παγκοσμιοποίησης και εμπορευματοποίησης των πάντων ως τρόπους υπέρβασης των ίδιων των αντιφάσεών του. Που υποτίμησε τις ιδεολογικές- πολιτικές «υπερδομές». Που εναπόθεσε τις επαναστατικές του προσδοκίες στο προλεταριάτο και την κοινωνική πόλωση, η οποία όμως δεν επήλθε, καθόσον ο καπιταλισμός ανέπτυξε μια πολύπλοκη κοινωνική διαστρωμάτωση και αντιστάθμισε την αλλοτρίωση με τον ξέφρενο καταναλωτισμό.
Ο Πολάνυι που μας προφυλάσσει από τις «υπερπαγκοσμιοποιητικές» αναλύσεις ακόμα και του «Μανιφέστου» του Μαρξ.
Που μας θυμίζει ότι η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπορεί να ανακοπεί (όπως συνέβη με εκείνη του 19ου αιώνα) και να καταλήξει σε διεθνή κρίση και στον γενικευμένο προστατευτισμό (όπως συνέβη στον Μεσοπόλεμο). Γιατί οι οικονομίες (ακόμα και οι πιο «απελευθερωμένες»)
είναι πάντα εμπεδωμένες σε ένα πλέγμα κοινωνικών, θεσμικών και ιδεολογικών σχέσεων και όταν αυτό κινδυνεύσει γεννιέται μια αντίρροπη κοινωνική δυναμική «κολεκτιβιστικού» τύπου.
Ο Γκράμσι που αναδεικνύει τη σημασία του κράτους και των πνευματικών- ιδεολογικών δομών και υποδεικνύει μια ιστορικοπολιτική μέθοδο προσέγγισής τους έτσι ώστε να προστατευτούμε από τις απλοϊκότητες της «ταξικής ανάλυσης». Που επισημαίνει ότι πέρα από τον καπιταλισμό, η Νεωτερικότητα διαμορφώθηκε από τις αυτόνομες δυναμικές του πολέμου, του μοντέρνου κράτους, του έθνους, των μορφών λόγου και των ιδεολογιών, και ότι πρέπει να κατανοήσουμε αυτές τις δυναμικές στην αλληλεξάρτησή τους και στην προσωρινή αποτύπωσή τους σε «ιστορικές δομές». Που επεξεργάστηκε ένα πλέγμα επιστημονικών - πολιτικών εννοιών οι οποίες μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε αυτές τις «ιστορικές δομές» ως κατασκευές της συλλογικής ανθρώπινης δράσης υποκείμενες σε συνεχή μετασχηματισμό από αυτή την ίδια.
Είναι μια γενεαλογία που διατρέχεται από μια κόκκινη κλωστή. Η Πολιτική αναγορεύεται σε ύψιστη μορφή δραστηριότητας μέσω της οποίας οι άνθρωποι φτιάχνουν την Ιστορία τους- δηλαδή, τον εαυτό τους.
Σημείωση από anestios:
Σήμερα αναδημοσιεύουμε αρθρογραφία του 2007. Ασφαλώς δεν είναι από νοσταλγία για τους καλούς καιρούς, ούτε στο πλαίσιο μιας ιστοριογραφίας. Αλλά , διότι γραμμένο εκτός του ιστορικού πλαισίου της κρίσης, άρα απαλλαγμένο από την αγωνιώδη αναζήτηση του "τι να κάνουμε εδώ και τώρα", μας προσφέρει μια ψύχραιμη οπτική στα πράγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η παγκόσμια κρίση, τροποποιεί ,καταστρέφει, αναδημιουργεί και επανατοποθετεί τα ζητήματα.Πλην όμως έχει σημασία να δούμε τις παρατηρήσεις του άρθρου αυτού και στο τότε ιστορικό πλαίσιο και στο σημερινό, πιο ταραχώδες αλλά και πιο σύνθετο και ευμετάβλητο.
Το να στοχαζόμαστε , έξω από τις τρέχουσες καθημερινές ανάγκες , ποτέ δεν έβλαψε κανέναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου