του Γιώργου Παπανικολάου
Όσοι υποστηρίζουν εδώ και χρόνια ότι η διαπραγμάτευση με τους δανειστές στηρίζεται σε αριθμούς και οικονομική λογική, μάλλον θα πρέπει επιτέλους να αναθεωρήσουν. Αυτό δεν ισχύει ούτε για την κυβέρνηση, αλλά ούτε και για τους δανειστές.
Εάν ίσχυαν, ήδη θα είχαμε φτάσει σε μια συμφωνία, έστω για τη δεύτερη αξιολόγηση, και δεν θα είχε αφεθεί να ανοίξει και πάλι η φιλολογία περί Grexit.
Δυστυχώς, όμως, όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές δρουν με τρόπο ακραιφνώς πολιτικό, περιλαμβανομένου και του δήθεν «τεχνοκρατικού» ΔΝΤ. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο υποτιμούν, Έλληνες και ξένοι πολιτικοί, τις επιπτώσεις που έχει για την οικονομική κατάσταση της χώρας η νέα καθυστέρηση.
Γνωρίζουν οι δανειστές, υποθέτουμε, ότι το τελευταίο που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία και οι τράπεζες είναι μια νέα περίοδος αβεβαιότητας και αναταραχής. Ατυχώς, όμως, οι αριθμοί της ελληνικής οικονομίας επηρεάζουν απειροελάχιστα τους αριθμούς της Ευρώπης και του κόσμου (μετά τη θωράκιση της Ευρώπης από το ενδεχόμενο ενός ντόμινο χρεών), που σημαίνει ότι η όποια περαιτέρω επίπτωση της ελληνικής «κρίσης» θα έχει κυρίως πολιτικές συνέπειες.
Για το ΔΝΤ, η προσπάθεια αφορά στον περιορισμό της ζημίας που υπέστη από τα προηγούμενα λάθη στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και τη διάθεση πολλών στους κόλπους του να απαγκιστρωθούν όσο γίνεται από μια μάλλον «τοξική» για το Ταμείο υπόθεση. Για τους Ευρωπαίους, με επίκεντρο τη Γερμανία, βασικό μέλημα πλέον είναι να μην αποκαλυφθεί επίσημα στους ψηφοφόρους, ενόψει εκλογών, η απώλεια που θα έχουν από τα δάνεια στην Ελλάδα, όπως κι αν εξελιχθεί η κατάσταση. Για την ελληνική πλευρά, πάλι, η προσπάθεια είναι να κλείσει τη συμφωνία με τρόπο που να της επιτρέψει να περιορίσει τις πολιτικές απώλειες και με βασικό γνώμονα τη διατήρησή της στην εξουσία.
Όλα αυτά είναι εύλογα, στον κόσμο που ζούμε, αν σκεφτούμε ότι σε μεγάλο βαθμό αντίστοιχα φαινόμενα συμβαίνουν και μεταξύ τραπεζών και χρεωμένων επιχειρήσεων, στον υποτίθεται ακραιφνώς «λογικό» χώρο της ιδιωτικής χρηματο-οικονομίας.
Σε πολυάριθμες περιπτώσεις, ο χρόνος που χάνεται είναι εις βάρος και των τραπεζών και των επιχειρήσεων. Η ψυχρή οικονομική λογική θα έλεγε «κλείστε τις ρυθμίσεις τώρα». Πλην όμως, αυτό σπανίως συμβαίνει και ο χρόνος κυλά μεγαλώνοντας τη ζημία! Κι έτσι οι επιχειρήσεις χάνουν διαρκώς αξία, μειώνοντας και τις προσδοκίες ανάκτησης αυτής της αξίας εκ μέρους των τραπεζών.
Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν ευρύτερα στην οικονομία, εξαιτίας των πολιτικών ελατηρίων της διαπραγμάτευσης. Ήδη η ψυχολογία κινείται στο ναδίρ καθώς συγκεκριμένα «ορόσημα», όπως η ένταξη στο QE, απομακρύνονται, ενώ μήνα με τον μήνα, μειώνεται και το όποιο «λίπος» έχει μείνει προς ανάλωση (δηλαδή πληρωμή υπέρογκων φόρων και εισφορών) στο εσωτερικό της χώρας.
Ταυτόχρονα οι τράπεζες βλέπουν τη θετική τάση κάποιων προηγούμενων μηνών να αντιστρέφεται το 2017 και τα επιχειρηματικά τους σχέδια (ώστε να μη χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση) να τίθενται σε κίνδυνο.
Ίσως το χειρότερο όλων είναι ότι στην παρούσα φάση, όχι απλώς δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο για τη χώρα (αυτό έτσι κι αλλιώς ουδέποτε υπήρξε, δυστυχώς, όλα αυτά τα χρόνια), αλλά ούτε και κάποιο οργανωμένο σχέδιο των δανειστών, έστω για τους τύπους.
Σχεδόν όλα εμφανίζονται να είναι στον αέρα και «υπό συζήτηση», με βάση όχι την οικονομική λογική αλλά τη διαπραγματευτική ισχύ των εμπλεκόμενων μερών, προκειμένου να βρεθεί ένας… ελάχιστος κοινός παρονομαστής!
Οι εξελίξεις αυτές συνδυαζόμενες με την ευρύτερη πολιτική -αλλά και γεωπολιτική- αβεβαιότητα διεθνώς αυξάνουν, όπως είναι λογικό και επόμενο, τον λεγόμενο κίνδυνο «ατυχήματος».
Τον κίνδυνο δηλαδή να ξεφύγουν οι εξελίξεις από μια «προβλέψιμη» και ελέγξιμη τροχιά, εις βάρος τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ευρώπης. Πρόκειται για κίνδυνο που δεν αφορά μόνον σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, αλλά και σε μεσοχρόνιο, καθώς υπό διαμόρφωση είναι ουσιαστικά το πλαίσιο των προϋποθέσεων/απαιτήσεων για μετά το 2018.
Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι τα βασικά θέματα έχουν ήδη ρυθμιστεί με τρόπο κοινά αποδεκτό. Μακάρι, εδώ που έχουμε φτάσει να είναι έτσι και να κλείσει η διαπραγμάτευση σε αυτό τον χρόνο. Διότι η μη λύση είναι μάλλον χειρότερη από μια κακή λύση, στην περίπτωση της χώρας μας. Ωστόσο, το κατά πόσον αυτές οι ρυθμίσεις θα αποδειχτούν προς όφελος της χώρας και δεν θα οδηγήσουν σε ένα νέο αδιέξοδο προσεχώς, ιδίως όταν έχουν συμφωνηθεί με αυτούς τους όρους, μένει να… αποδειχτεί.
www.euro2day.gr 20/2/2017