Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Κλειδί η αύξηση της παραγωγικότητας χωρίς μείωση μισθών

του Κώστα Μελά

Το 2018 έκλεισε με την ελληνική οικονομία να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης. Όμως, το νέο έτος, που σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις θα είναι το τρίτο κατά σειρά έτος μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, ξεκινά με εντεινόμενους κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο. Με βάση όλες τις εκτιμήσεις το 2019 θα είναι μια δύσκολη χρονιά. Στη διεθνή οικονομία, επικρατούν συνθήκες ήπιας επιβράδυνσης που ανά πάσα στιγμή μπορεί να χειροτερεύσουν. Οι αγορές κεφαλαίων έχουν εισέλθει σε αμυντική φάση και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή από μια πιθανή εντατικοποίηση των εμπορικών πολέμων παγκοσμίως, σε συνδυασμό με ένα ασύντακτο Brexit.
Οι τάσεις προστατευτισμού που διαμορφώνονται κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές ροές που πυροδοτούν ολοένα και περισσότερες εθνικιστικές τοποθετήσεις αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία το 2019. Στα προαναφερθέντα χρειάζεται να προστεθούν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, η αυξητική τάση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της διεθνούς επενδυτικής δραστηριότητας.
Οι προκλήσεις αυτές αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να αναζητήσει κεφάλαια στις αγορές για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από εννέα χρόνια θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς την οικονομική στήριξη που παρείχαν τα μνημόνια με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ.
Στην Ελλάδα, στο πολιτικό επίπεδο, θα υπάρξουν συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις που αυξάνουν την αβεβαιότητα. Ενώ τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη εξελίσσονται ικανοποιητικά, η ανάπτυξη παραμένει εγκλωβισμένη σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, με ορατό τον κίνδυνο υποτροπής.

Ενίσχυση της παραγωγικότητας

Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις και για να καλυφθεί η αποεπένδυση και η απώλεια των εισοδημάτων που προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση, απαιτείται το εξής. Συγκεκριμένα, χρειάζεται η περαιτέρω ενίσχυση της παραγωγικότητας της χώρας, ώστε η ελληνική οικονομία να θωρακιστεί έναντι της διαφαινόμενης κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας και να επιτευχθούν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης στο μέλλον.
Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, αν ληφθεί υπόψη ότι η μεγέθυνση της οικονομίας εξακολουθεί να στηρίζεται σήμερα πρωτίστως στην εγχώρια ζήτηση, η οποία σε σημαντικό βαθμό τροφοδοτείται από τις εξαγωγές και τον τουρισμό. Οι δυο συγκεκριμένοι τομείς πρώτοι από όλους θα κινδυνεύσουν από έναν διεθνή κύκλο οικονομικής επιβράδυνσης. Απαιτείται επομένως η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας η οποία πρωτίστως επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης των επενδύσεων και δη των ιδιωτικών.
Μέχρι σήμερα και σε όλα τα χρόνια της μνημονιακής πραγματικότητας, οι όποιες προσπάθειες αύξησης της παραγωγικότητας στον ιδιωτικό τομέα πραγματοποιούνται κυρίως μέσω της διεύρυνσης των ευέλικτων μορφών εργασίας. Πραγματοποιούνται, όμως, και μέσω της απειλής απόλυσης και αντικατάστασης των υφιστάμενων εργαζομένων από τη μεγάλη δεξαμενή ανέργων. Όμως, η άνοδος της παραγωγικότητας μέσω της εντατικοποίησης της εργασίας έχει περιορισμένα όρια που καθορίζονται από τις φυσικές αντοχές των εργαζομένων.

Ανάπτυξη της τεχνολογίας

Ιστορικά η διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων προέκυψε περισσότερο από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, από την αποτελεσματικότερη διοικητική λειτουργία των επιχειρήσεων καθώς και από τον εμπλουτισμό του εργατικού δυναμικού. Ειδικά για το τελευταίο, η αύξηση του ποσοστού των μακροχρόνια ανέργων έχει συμβάλει στην απώλεια ή στασιμότητα των δεξιοτήτων, με επίσης αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα.
Επιπλέον, μια μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, περισσότερο μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας παρά μέσω της μείωσης των μισθών, είναι πιο αποτελεσματική. Κι αυτό, επειδή δεν πραγματοποιείται τόσο σε βάρος των καταναλωτικών δαπανών με τις επακόλουθες (πολλαπλασιαστικές) επιπτώσεις στη ζήτηση και τελικά στο παραγόμενο προϊόν. Επίσης, συμβάλλει πιο αποφασιστικά στην απομείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης.
Ασφαλώς, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτεί έναν πιο μακροχρόνιο σχεδιασμό, που στη βάση του υπάρχει η αύξηση των επενδύσεων και η ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού. Με απλά λόγια οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν σημαντική ευθύνη για την παρατηρούμενη  στασιμότητα της παραγωγικότητας. Η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας που επιτεύχθηκε την περίοδο των μνημονίων είναι προφανώς αποτέλεσμα της μείωσης των ονομαστικών μισθών και όχι της αύξησης της παραγωγικότητας. Σήμερα, που πλέον η πολιτική των μειώσεων των ονομαστικών μισθών δεν τίθεται στο τραπέζι, εμφανίζεται ο κίνδυνος στασιμότητας της παραγωγικότητας.
www.slpress.gr 11/2/2019

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

«Προδότες» και «ξεπουλημένοι» θα στέψουν τον επερχόμενο ακροδεξιό Δημαγωγό!

του Γιώργου Παπανικολάου


Εδώ και πολύ καιρό είναι προφανές ότι υπάρχει εξαιρετικά έντονη όξυνση στο πολιτικό σκηνικό, που ας με συγχωρήσουν οι οπαδοί της, αλλά περισσότερο οφείλεται σε παρασκηνιακούς παράγοντες της πολιτικής και λιγότερο στις «ιδεολογικές» ή «ποιοτικές» διαφορές των πολιτικών αντιπάλων.
Ωστόσο, αρχής γενομένης με την υπόθεση της συμφωνίας των Πρεσπών, κι ενώ πλησιάζουμε προς τις τριπλές εκλογές, η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Τα περί «προδοσίας» και «ξεπουλήματος» δίνουν και παίρνουν, σε βαθμό που θα έκανε κάθε ανυποψίαστο παρατηρητή που δεν γνωρίζει τι ακριβώς λέει η συμφωνία, να πιστέψει ότι μια ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε εδάφη σε κάποια άλλη χώρα.
Δεν είναι επίσης λίγοι εκείνοι που -ατιμώρητα καθώς εξακολουθούμε να ζούμε σε μια χώρα που σέβεται το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου -αρθρογραφούν πλέον καθημερινά, σε μέσα καθόλου περιθωριακά κατά τα άλλα, κάνοντας λόγο για «πραξικοπηματίες», που απειλούν να καταλύσουν (αν δεν το έχουν ήδη πράξει) τη Δημοκρατία. Αναφερόμενοι όμως, στην εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας, η οποία καλώς ή κακώς, λαμβάνει κάθε τόσο, τα συγχαρητήρια της κατά τεκμήριο δημοκρατικής Ευρωζώνης.
Πρόκειται για συνέχεια της παλαιόθεν γνωστής νεοελληνικής υπερβολής, που μεγεθύνθηκε τα χρόνια της κρίσης, αρχής γενομένης πολύ πριν το 2015, με τα περί «δοσίλογων» και «γερμανοτσολιάδων». Τώρα, θα πουν κάποιοι σκωπτικά, η σημερινή αντιπολίτευση τους πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. Ναι, θα ήταν ίσως γραφικό, αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο.
Γιατί την ώρα που οι «ξύπνιοι» των μεγάλων πολιτικών επιτελείων αγαλλιάζουν για την επιτυχία τέτοιου είδους ταπεινών τεχνασμάτων, την ίδια ώρα που όσοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και γνωρίζουν λίγο πολύ τι συμβαίνει ανθυπομειδιούν ή απλώς χλευάζουν, για τα τερτίπια των πολιτικών, κάποιοι άλλοι, δυστυχώς πολύ περισσότεροι, πείθονται ότι το πολιτικό σκηνικό είναι ξεπουλημένο, ότι οι βουλευτές είναι προδότες, κι ότι η χώρα, αφού πρώτα «σκλαβώθηκε» από τους μεν, τώρα «ξεπουλιέται» από τους δε!
Θα τολμήσω μάλιστα να παρατηρήσω ότι στην παρούσα φάση τα πράγματα είναι ακόμη πιο επικίνδυνα, διότι καλώς ή κακώς, η κοινή γνώμη δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τα οικονομικά και τα «πατριωτικά» θέματα. Στα πρώτα φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός στωικότητας και ανοχής, ίσως διότι δεν συσχετίζονται άμεσα με το συναίσθημα, την «ταυτότητα», την παράδοση, αλλά και την «υπαρξιακή» απειλή.
Ακόμη χειρότερο δε, είναι όταν τα πλήγματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Όταν ένας πολίτης π.χ. της Μακεδονίας, που υπέστη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων του, τα προηγούμενα χρόνια, που ένοιωσε ότι η οικονομική (τουλάχιστον) διακυβέρνηση του, γίνεται από το εξωτερικό, «μαθαίνει» τώρα ότι απειλείται και η καταγωγή του, η αίσθηση της συνέχειας, με έναν τρόπο και το ίδιο το έδαφος στο οποίο κατοικεί, αφού η Μακεδονία «ξεπουλήθηκε», από ξενοκίνητους προδότες.
Από τη στήλη αυτή είχαμε έγκαιρα καταγράψει ότι με την αλόγιστη προ-κρίσης πολιτική, τα τότε «συστημικά» κόμματα, έκαναν ότι μπορούσαν για να πυροβολήσουν τα πόδια τους. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι το ένα εκ των δύο, εκείνο που κυβέρνησε τον περισσότερο χρόνο τις τελευταίες δεκαετίες, απέμεινε μια σκιά του εαυτού του, λαμβάνοντας ποσοστά αντίστοιχα και μικρότερα της… Χρυσής Αυγής. Όσα συμβαίνουν όμως γύρω μας το τελευταίο διάστημα, δείχνουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, αν και σε άλλο επίπεδο.
Το νέο «σύστημα» που έχει αναδυθεί, απαρτίζεται κατά βάση από ένα παλαιότερο κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, κι ένα νεότερο, το ΣΥΡΙΖΑ, που μπορεί να ξεκίνησε με «αντισυστημική» κι ενίοτε ακραία ρητορική,( θα σκίσουμε τα μνημόνια κλπ), αλλά εξελίχθηκε, (διαθέτοντας μια χαρισματική ηγετική φυσιογνωμία), σε «συστημικό» παράγοντα, εκτονώνοντας έτσι ακίνδυνα ένα μέρος από την οργή της κοινωνίας.
Τα ίδια κόλπα όμως, δεν πετυχαίνουν πολλές φορές στο ίδιο κοινό.
Ολοένα και περισσότερο, τμήμα της κοινής γνώμης πείθεται πως οτιδήποτε προέρχεται από την «κατεστημένη» πολιτική εξουσία είναι για κακό. Ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, φαίνεται να πιστεύει ότι τα δύο μεγάλα κόμματα αλλά και μικρότερα της σημερινής Βουλής, είναι ανάξια ψήφου, στην καλύτερη περίπτωση, ή άξια της «κρεμάλας», στη χειρότερη. Τα γράφουν άλλωστε και στο Facebook.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω το ακριβές ποσοστό των πολιτών που για διάφορους λόγους, εμφανίζονται σήμερα λιγότερο ή περισσότερο έτοιμοι να «προσκυνήσουν» έναν πραγματικά γνήσιο «δημαγωγό» της άκρας δεξιάς. Το βέβαιο είναι ότι τα ποσοστά που αποτυπώνονται -όχι πλήρως- μέσω Χρυσής Αυγής, μόνο καθησυχαστικά δεν είναι.
Όπως είναι βέβαιο ότι αν και όταν εμφανιστεί, αυτός ο δημαγωγός, (όχι απαραίτητα ως νέο και άγνωστο σήμερα πρόσωπο), το πολιτικό σκηνικό θα ταρακουνηθεί συθέμελα. Κι όχι χωρίς ευθύνη του σημερινού συστήματος, που εξακολουθεί να πυροβολεί τα πόδια του!

ΥΓ: Από την πορεία των εξελίξεων στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι εμφανές ότι τα συστατικά της τρέχουσας συγκυρίας, ευνοούν την εμφάνιση ακροδεξιών σχηματισμών, κυρίως λόγω της ανασφάλειας για την παγκοσμιοποίηση και τη μετανάστευση, αλλά και του χρόνου που πέρασε από την εποχή που η Ευρώπη βίωσε για τελευταία φορά τις συνέπειες τέτοιου είδους «διακυβερνήσεων» .

Θα ήταν παράδοξο να μην συμβεί το ίδιο και στη χώρα μας, ιδίως μετά τα όσα συνέβησαν με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό που λείπει-ευτυχώς-σήμερα στην ελληνική ακροδεξιά, είναι η ηγετική φυσιογνωμία. Ως γνωστόν όμως τόσο η φύση όσο και η πολιτική, απεχθάνονται το κενό και το καλύπτουν. Μάλλον όχι σε αυτές τις εκλογές, πολύ πιθανό όμως, πριν τις επόμενες.

www.euro2day.gr 4/2/2019