Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Οι αμηχανίες της πολιτικής


του Νικόλα Σεβαστάκη

Ζούμε έναν νέο ιστορικό κύκλο. Στη διεθνική, πολύμορφη αγανάκτηση που άλλοτε κατορθώνει να ενσαρκωθεί πολιτικά κι άλλοτε διασπείρεται στο κοινωνικό σώμα σαν μια μάζα από δυσαρέσκεια και ανημπόρια.

Η δυναμική του Τραμπ ήταν μια ιδιαίτερη, αμερικανική παραλλαγή αυτού του κύματος. Η νίκη του προξένησε κατάπληξη στους περισσότερους, αν και όλοι είχαν μια ιδέα για το ρεύμα που τον έφερε στην Προεδρία.

Υπάρχει όμως καιρό τώρα ένα πρόβλημα στους παρατηρητές των δημόσιων πραγμάτων, ειδικά σ' όσους προέρχονται από τους παραδοσιακούς χώρους της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς: βλέπουν ένα φαινόμενο, αναλύουν, κάποτε εύστοχα, τον χαρακτήρα του αλλά την ίδια στιγμή υποτιμούν το βεληνεκές του. Γιατί; Ισως επειδή μοιράζονται μια συγκεκριμένη αντίληψη για το βάρος της κοινής λογικής στις αποφάσεις των ανθρώπων, για τη συναίνεση και την απόρριψη των έντονων παθών στην πολιτική. Γι' αυτό δεν μπορούν να διανοηθούν πως οι πολλοί μπορεί να προτιμήσουν έναν «τσαρλατάνο», έναν «ρατσιστή» κ.λπ. Αντιλαμβάνονται τις ανορθόδοξες τάσεις ως δομικά μειοψηφικές, αν όχι περιθωριακές.

Αλλά ο κύκλος στον οποίο έχουμε μπει μοιάζει να διαψεύδει τις ορθολογικές και συνετές συντεταγμένες της σκέψης μας. Περιμένουμε ας πούμε κάτι κακό εδώ κι εκεί αλλά κατά βάθος δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να συμβεί το χειρότερο διότι διατηρούμε την πεποίθηση πως το κατάλληλο επιχείρημα νικάει στο τέλος τους σκοταδιστικούς λόγους και πως η ψύχραιμη διάγνωση των πραγμάτων θα στείλει στον αγύριστο τους «ακραίους».

Πρέπει πια να αφήσουμε πίσω μας αυτές τις μεταφυσικές σιγουριές της ανάλυσης. Οχι εγκαταλείποντας το αίτημα για μια πιο ορθολογική και δίκαιη κοινωνία αλλά διαβάζοντας πιο σωστά τις αντιθέσεις και τους μετασχηματισμούς της εποχής.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε βεβαίως Πρόεδρος από την εκλεκτορική και όχι από τη λαϊκή ψήφο (οι ιδιαιτερότητες του αμερικανικού συστήματος). Θα μπορούσε - λένε πολλοί - να έχει βγει η Χίλαρι Κλίντον, αν, ας πούμε, πήγαιναν στην κάλπη περισσότεροι Αφροαμερικανοί ή αν η ίδια ήταν μια πιο συμπαθής και κοντά στον απλό άνθρωπο, φυσιογνωμία. Παρ' όλα αυτά, η ύλη της αγανάκτησης και των αντιφιλελεύθερων στάσεων θα ήταν παρούσα και θα γεννούσε σημαντικά φαινόμενα και εξελίξεις. Ο,τι και αν είχαμε σήμερα, αυτό που έφερε στο κέντρο της σκηνής ο Τραμπ (πέρα από την περσόνα του) θα ήταν η κυρίαρχη «κινηματική» πραγματικότητα.

Και αυτό είναι το δεύτερο σημείο που δυσκολεύονται να κατανοήσουν οι περισσότεροι παραδοσιακοί αναλυτές: οι νέες μορφές διαμαρτυρίας δεν φαίνεται να είναι συγκυριακές λοξοδρομήσεις μιας κανονικής πορείας. Μπορεί να ήρθαν για να μείνουν. Είναι πιθανόν να αποτυπώνουν μια πιο δομική κρίση της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και όχι απλώς κάποια έκτακτη, λαϊκιστική παρέκκλιση.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το γεγονός ότι οι ανορθόδοξες λογικές και τα παράξενα μείγματα πολιτικής έχουν ανέλθει στην επιφάνεια. Κάτω από την ίδια σημαία, συνωθούνται ο οικονομικός προστατευτισμός, οι αγωνίες ταυτότητας, το μίσος για τους φιλελεύθερους και αριστερούς «διεθνισμούς» αλλά και η επιστροφή στον μύθο μιας απλής, αδιατάρακτης, παραγωγικής κοινότητας. Στο ίδιο χωνευτήρι συναντώνται οι φόβοι για ορισμένες ανομικές τάσεις του χρηματιστικού καπιταλισμού και η επιθυμία για σύνορα και ισχυρές περιφράξεις. Στο ίδιο στρατόπεδο βρίσκει κανείς την αντιπάθεια για (κάποιους) ολιγάρχες και τον δουλικό θαυμασμό για κάποιους άλλους ισχυρούς και πλούσιους.
Σχήματα και φέτες ιδεών από την εθνικιστική δεξιά μέχρι και έναν λαϊκίστικο αντικαπιταλισμό μπορεί να γίνονται συνθήματα στο στόμα ενός δισεκατομμυριούχου που ζει σε ουρανοξύστη ο οποίος φέρει το όνομά του.

Μαζί λοιπόν με την αναρρίχηση Τραμπ στην κορυφή της αμερικανικής δημοκρατίας καλό θα ήταν να περιοριστούν και οι ψευδαισθήσεις της ανάλυσης: να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά τα φαινόμενα δεν αντιμετωπίζονται με επιθέσεις στο κακό γούστο των οπαδών τους ή με σκανδαλισμό για τις ανάρμοστες και βρώμικες λέξεις που χρησιμοποιούνται. Το ρήγμα ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις και στους «λησμονημένους» (όπως τους αποκαλούσε ο Τραμπ) είναι βαθύ και διαρκεί αρκετά χρόνια. Υπάρχει και στην Ευρώπη, λ.χ. ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες προύχοντες και στα «παλαιάς κοπής» λαϊκά και μικροαστικά στρώματα. Πρόχειρες απαντήσεις δίχως τη σωστή διάγνωση των κινδύνων δεν οδηγούν πουθενά. Και ούτε ο ηθικός εξάψαλμος εναντίον των «αναχρονιστικών δυνάμεων» δεν αποδίδει. Ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός, ο αφηρημένος διεθνισμός, οι βεβαιότητες για τον θρίαμβο της κοινής λογικής, όλα αυτά μοιάζουν αδύναμα μπροστά στην απέχθεια για την παγκοσμιοποίηση.

Υπάρχει όμως και μια άλλη λάθος απάντηση. Το να θεωρήσει κανείς πως με έναν αριστερό «τραμπισμό» θα μπορούσαν να διορθωθούν τα πράγματα. Μερικοί το προτείνουν ή το αναλογίζονται εδώ και καιρό: απέναντι στον δεξιό λαϊκισμό να ορθωθεί ένας άλλος αντιφιλελευθερισμός, «προοδευτικός και πατριωτικός».

Αυτή ωστόσο η απάντηση πολλαπλασιάζει την τοξική επίδραση του κύκλου της αγανάκτησης. Δεν μεταστρέφει θετικά το εθνικιστικό κύμα αλλά μάλλον το νομιμοποιεί και το καθαγιάζει ως τη μοναδική, σθεναρή λύση στις αποτυχίες των «συστημικών ελίτ».

Δεν ξέρουμε ποιες συνέπειες θα έχει ο σεισμός Τραμπ στα πολιτικά πράγματα της Αμερικής αλλά και στην Ευρώπη και στο διεθνές σύστημα. Η ρητορική είναι ένας δείκτης, όχι όμως και το μοναδικό κριτήριο για να καταλάβει κανείς το πώς θα πολιτευτεί κάποιος. Οποια εκδοχή και αν κατισχύσει στη συνέχεια, είτε αυτή της εξημέρωσης ελέω εξουσίας, είτε εκείνη των τυχοδιωκτικών επιλογών, το ζήτημα είναι να ανακοπεί το ευρύτερο κύμα, η γενικότερη ιστορική και πολιτική τάση.

Χωρίς εστέτ περιφρόνηση στους «παρωχημένους» ψηφοφόρους αλλά και δίχως αυτομαστίγωμα και άτακτη υποχώρηση ως προς τον φιλελεύθερο, δημοκρατικό οικουμενισμό, πολιτικές μπορεί και πρέπει να διορθωθούν και οι αναποτελεσματικές και φαύλες ηγεσίες να παραμεριστούν. Αν το ιστορικό κύμα της νέας Αντίδρασης ήλθε για να μείνει, οι εναλλακτικές λύσεις δεν θα φτιαχτούν με τα υλικά μιας άλλης αγανάκτησης (προοδευτικής κ.λπ.) αλλά με το βλέμμα στους πολλούς: και στους αποταγμένους της προόδου και σ' όσους βρίσκονται, προσωρινά, σε καλύτερη μοίρα. Θα είναι όμως μακρύς ο δρόμος.

ΒΗΜΑ 13/11/2016