Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Το τελευταίο μετέωρο βήμα...


- Έτσι, με αυτόν τον τρόπο...;

- Γιατί ρε φίλε, προτιμούσες κάποιον άλλον;
(σημερινή συζήτηση δυο συγκλονισμένων από τον θάνατό του..Η μεγάλη απορία για κάθε θάνατο τελικά)


                                    
 
 
     Η Ύπαρξη κινήθηκε για μια ακόμα φορά στο όριο...στο όριο μεταξύ:

   
... Ιστορίας και «Αναπαράστασης»

... βουβής εικόνας και άφωνου λόγου

... αφήγησης και σιωπής

... μηνύματος και α-πορίας (τι είναι Αυτό;)

... μνήμης του παρόντος και αναμονής του μέλλοντος

... πεπερασμένου χρόνου και του άχρονου όλου

... σκοπού και ανυπαρξίας νοήματος

... Ελληνικού λόγου και παγκοσμιότητας

... «αμετανόητου» και «εν πλήρει συγχύσει αριστερού»........


      Τελικά , το Μετέωρο Βήμα της Ύπαρξης βρίσκει το Τέλος της.
     Περνάει το όριο μετά το οποίο συμπυκνώνεται στο Τίποτε.
     Ενίοτε αφήνει πίσω της εικόνες, ήχους, λόγο....

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Το δίκιο της Ελλάδας και το άδικο της Γερμανίας

Η κατάσταση της υγείας του μεγάλου ασθενή, δηλαδή της Ευρωζώνης, ολοένα και χειροτερεύει, ενώ οι Ευρωπαίοι χειρουργοί επιδίδονται σε πικρόχολους καβγάδες πάνω από το χειρουργικό τραπέζι. Οι Έλληνες γιατροί κάνουν έκκληση για ορούς, οξυγόνο, αντιβιοτικά και τα συναφή. Ανοησίες, λένε οι Γερμανοί. Σηκώστε τον άρρωστο από το κρεβάτι και δώστε του μερικά χαστουκάκια να συνέλθει. Το μόνο που χρειάζεται πραγματικά είναι να χάσει λίγο βάρος.


Δεν έχει σημασία που καθένας ενεργεί σύμφωνα με το δικό του συμφέρον. Στην αντιπαράθεση αυτή, οι σπάταλοι Έλληνες, των οποίων οι στραβοτιμονιές έσυραν την Ευρώπη στην πιο βαθιά της κρίση από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι αυτοί που έχουν ως επί το πλείστον δίκιο, ενώ οι πειθαρχημένοι, σκληρά εργαζόμενοι Γερμανοί έχουν κατ΄ εξοχήν άδικο. Η οικονομία της Ευρώπης είναι ήδη τόσο αδύναμη, που αυτό το τευτονικό «σφίξιμο του ζωναριού», όσο δίκαιο και αν φαίνεται σε φυσιολογικούς καιρούς, απειλεί σήμερα να ρίξει ολόκληρη την ήπειρο σε βαθιά και μακρά ύφεση.

Η ευρωπαϊκή αντιπαράθεση «αναζωογόνηση εναντίον λιτότητας», που μαινόταν στη διάρκεια του 2011, δεν ήταν παρά μια επανάληψη της αντίστοιχης από τη Μεγάλη Ύφεση. Τότε ήταν ένας Βρετανός, ο John Maynard Keynes, που υποστήριζε την τόνωση της ζήτησης και ένας Αυστριακός, ο Friedrich Hayek, που ήθελε να εξαγνίσει το σύστημα από τη σαπίλα. Απόδειξη της λιγοστής προόδου που έχει τελεστεί στον τομέα αυτό της επιστήμης αποτελεί το γεγονός ότι οικονομολόγοι και πολιτικοί δεν έχουν καταφέρει να διευθετήσουν τη διαμάχη αυτή στις οκτώ δεκαετίες που μεσολάβησαν.

Η ίδια η ανθρώπινη τάση να μπερδεύουμε την οικονομία με την ηθική είναι αυτή που κάνει δύσκολο για τους πολιτικούς να υπερασπιστούν το κεϊνσιανό μοντέλο, που υποστηρίζει μια επεκτατική κυβερνητική πολιτική. Από την άποψη της ορθής και καθαρής διαβίωσης, οι Γερμανοί βρίσκονται πολύ μπροστά από τους Έλληνες, τους Πορτογάλους, τους Ισπανούς και τους Ιταλούς. Η αποταμίευση και η επένδυση αποτελούν ενάρετες δραστηριότητες των νοικοκυριών. Έτσι, τους είναι δύσκολο να φανταστούν ότι στην κλίμακα ενός κράτους η υπερβολική λιτότητα μπορεί να φέρει μπελάδες.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

«Περήφανη κι αθάνατη εργατιά»

Η φτώχεια υπό κεντροαριστεράν έποψιν
Του Μίμη Σουλιώτη

Ευκατάστατος ή εύπορος, πλούσιος ή λεφτάς, βαθύπλουτος, πάμπλουτος, ζάπλουτος η γκάμα είναι ευρύτερη• ας αρκεστούμε στο ότι από εύπορος και πάνω δεν παθαίνει κανείς ιλίγγους από λογαριασμούς του πετρελαίου θέρμανσης και της ΔΕΗ. Εκτός από την ανωτέρω διάκριση, που είναι ποσοτική, έχουμε και την ποιοτική: οι λίγο ή πολύ πλούσιοι διαχωρίζονται σ' εκείνους που αισθάνονται και διάγουν ως τέτοιοι και σε όσους «είναι φτωχοί και απλώς έχουν λεφτά». Στην κατηγορία των «φτωχών με λεφτά» υπάγω όσους επηρεάζονται από την ανεβασμένη τιμή του μαρουλιού ενώ έχουν ενάμισο εκατομμύριο ευρώ κατατεθειμένο σε ποικίλματα τραπεζικά.


Καθώς οι φετινές γιορτές έχουν μεταβληθεί σε επιμνημόνια κωμικο-τραγικά δρώμενα με ραγδαία αύξηση των νεόπτωχων, θυμίζω ότι πτωχός στ' αρχαία σημαίνει «ζαρωμένος, μαζεμένος, συνεπτυγμένος», από το ρήμα «πτύσσω». Οι φτωχοί είναι ήδη και οι νεόπτωχοι συμπολίτες θα καταντήσουν συντόμως ζαρωμένοι: η φτώχεια συρρικνώνει υλικώς και καταρρακώνει το ανθρώπινο ήθος σύμφωνα με τη σοσιαλιστική θεώρηση του Μαξίμ Γκόρκι και του Μπρεχτ, μα και ο Αριστοφάνης, ταγμένος υπέρ του δίκαιου και έντιμου πλουτισμού, βάζει στον Πλούτο τον Βλεψίδημο να λέει πως πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει χειρότερος καταστροφέας από την Πενία («ουδαμού ουδέν πέφυκε ζώον εξωλέστερον»). Στον αντίποδα κινείται η καθαγίαση της πενίας από τους αναρχο-χριστιανούς Ντοστογιέβσκι και Παπαδιαμάντη• ο τελευταίος δείχνει πεπεισμένος πως δεν θα επικρατήσει ποτέ ο κομμουνισμός: «Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς».

Εφόσον δεχθούμε πως δεν είναι μόνον ετυμολογικό το ζάρωμα, δύσκολα θα εντοπίσουμε θετικά γνωρίσματα στη ζωή της περιλάλητης φτωχολογιάς. Το «φτωχός πλην τίμιος» είναι μύθευμα που πρέπει να αντικατασταθεί από το «φτωχός, δηλαδή άτιμος», εν τη εννοία ότι ο προλετάριος διάγει ατιμωτικόν βίον de facto και ανεξαρτήτως ατομικών προθέσεων: εφόσον στερούμαι από τα αναγκαία για τον αξιοπρεπή (= μεσοαστικόν) βίον μόρφωση, ελεύθερος χρόνος, διακοπές στην Κύθνο κ.ο.κ. τότε, όσο «περήφανη κι αθάνατη εργατιά» κι αν μαζοχιστικώς αισθάνομαι, δεν παύω να είμαι βουλιαγμένος στην αποκτηνωτική ανέχεια. (Από τα ανωτέρω εξαιρώ την αυτόβουλη πτώχευση την ελαχιστοποίηση του καταναλωτισμού, ακριβέστερα της κατ' επιλογήν ασκητικής ή μοναστικής ζωής.)

Ο Κ. Π. Καβάφης έχει εγκύψει και σε αυτό το ζήτημα. Στο ποίημα «Μια νύχτα» εκφράζει τη ρομαντική αντίληψη πως μπορεί να προκύψει κάτι το (νοσηρά, έστω) ωραίο ακόμη και μέσα σε μια «κάμαρη πτωχική και πρόστυχη». Και καθότι «εν μέρει δεξιός κι εν μέρει αριστερίζων» στα εθνικά θέματα, κεντροαριστερός ωστόσο στα κοινωνικά, ο Καβάφης κατά την ύστερη και ωριμότερην εργασία του (1928) συντάσσεται με την άποψη ότι η μισθωτή εργασία ταλαιπωρεί και φθείρει τον περικαλλή πλην προλετάριο νέο της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας

που πήε χαμένος:
δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά
στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,
γρήγορ' απ' την επίπονη δουλειά,
κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί.

Με τα λόγια του πιο έγκυρου και προσεκτικού καβαφιστή για το ίδιο ποίημα: «Σχετικός με τον ''ιστορικό'', αλλά διόλου ταυτόσημος, είναι ο ''κοινωνικός'' Καβάφης. Αγκαλά και η ποίησή του, ως κοινωνικό φαινόμενο, έχει κατά κόρον συζητηθεί (και κάποτε κωμικοτραγικά παρερμηνευθεί από αδρανείς κριτικούς), πολύ λιγότερο έχει προσεχτεί ως κρυστάλλωμα κοινωνικής παρατήρησης και ενέργειας […]. Ξεχνούμε, π.χ., ότι από το 1909 ώς το 1918 ο ποιητής συνεργαζόταν αποκλειστικά στα δυο αλεξανδρινά περιοδικά, τα Γράμματα και την Νέα Ζωή, που είχαν για κύριο ιδεολογικό συνεργάτη τους τον Γ. Σκληρό […]. Διαξιφιζόμαστε ατέρμονα μπρος στα «Τείχη» ή απαγγέλλουμε δημοσία το «Ας φρόντιζαν», αλλά ένα ποίημα σαν το «Μέρες του 1909, '10 και '11», βαρύ από την διαπίστωση της ανθρώπινης σπατάλης (άλλοι θα την ονόμαζαν «αλλοτρίωση»), το προσπερνούμε είτε το κατατάσσουμε μηχανικώς στα ''ηδονικά''» (Γ. Π. Σαββίδης, «O δραστικός λόγος του Kαβάφη»).

Συνεπώς η εξύμνηση της «φτωχολογιάς», της «εργατιάς» και των παρομοίων ευήχων ανήκει πλήρως στο αξιακό σύστημα της Δεξιάς. Την κορύφωση τέτοιων εξυμνήσεων, που είναι και προαπαιτούμενο για την ταξική συνειδητότητα, τη δίνει η μοιρολατρική πρόσληψη της καπιταλιστικής «αιωνιότητας», όπως την απηχούν οι ωραίοι λαϊκοί στίχοι του Στ. Κουγιουμτζή: «[…] βιάστηκα πολύ να σ' αγαπήσω / γιατί εγώ γεννήθηκα φτωχός. / Μη μου λες τη μοίρα μου ν' αλλάξω, / δεν υπάρχει τρόπος δυστυχώς / πιο ψηλά λιγάκι να πετάξω, / γιατί εγώ γεννήθηκα φτωχός».

Υπό την κεντροαριστεράν έποψιν, διασταλτικώς, οι μισθωτοί και οι άνεργοι (καθώς και οι άνεργοι εξ εφέδρων) επιδοκιμάζονται στον βαθμό που δεν μεμψιμοιρούν παρά επιδιώκουν συλλογικά και συνειδητά να μετάσχουν στην πολιτική εξουσία έως ότου ηγεμονεύσουν στην κοινωνία. Μα τελικώς μία παροιμιώδης φράση συνοψίζει τα κεντροαριστερά διδάγματα με συναρπαστική σαφήνεια που πιάνει και το Πάσχα: «Εχει ο σάκος άλευρα; Χριστός Ανέστη. Δεν έχει; Θάνατον πατήσας».

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

NEA 3/1/2012

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

FT: Πως ο Φάουστ του Γκαίτε διαμορφώνει τη σημερινή Ευρώπη

Μέσα απ' τα συντρίμμια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους η Γερμανία κατάφερε δίχως άλλο να καταστεί η κυρίαρχη δύναμη της γηραιάς ηπείρου. Ως κυρίαρχη λοιπόν επιβάλλει και τη δική της συνταγή για την επίλυση της κρίσης, σύμφωνα με την οποία τα μέλη της Ένωσης πρέπει να είναι πιστά στη Γερμανική ορθοδοξία. Το χρέος πρέπει να θεωρείται κάτι το ανήθικο, οι μη πλεονασματικοί προϋπολογισμοί θα τιμωρούνται και η αγορές θα επιτηρούνται. Αυτό που μπορεί να αναρωτηθούν αν ζούμε στον αστερισμό μιας επαρχιωτικής και οικόσιτης οικονομίας.


Η συνήθης εξήγηση για τη γερμανική στάση δίνει μονίμως έμφαση στην τραυματική εμπειρία της κατάρρευσης του μάρκου στη Βαϊμάρη της δεκαετίας του '20, που θεωρείται ο προπομπός της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Ωστόσο υπάρχουν παράγοντες που εδράζονται πολύ πιο βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο των Γερμανών. Πέρα από την ετυμολογική σύνδεση του χρέους με την ενοχή στη γερμανική λέξη schuld, ο φόβος του χρέους ήταν ήδη κυρίαρχος από την εποχή του Φρειδερίκου της Πρωσίας, ο οποίος υποτίμησε διαδοχικά το νόμισμα προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον Επταετή Πόλεμο.

Ο ίδιος φόβος αποτυπώνεται και στον εθνικό μύθο της χώρας, τον Φάουστ. Στον «Φάουστ» του Γκαίτε, περιγράφονται αναλυτικά τα δεινά που προκαλεί ο πληθωρισμός. Ο Μεφιστοφίλης πείθει τον αυτοκράτορα να χρησιμοποιήσει το χρυσό που φαντάζονται ότι διαθέτει η χώρα στα βουνά της προκειμένου να χρηματοδοτήσει το στράτευμα. Μόλις ο βασιλιάς και η αυλή του συνειδητοποιούν ότι μπορούν να κόψουν νόμισμα χωρίς περιορισμούς, προκαλούν με την αλόγιστη σπατάλη τους οικονομικό και κοινωνικό χάος.

Η περιγραφή αυτή από τον άνθρωπο που υπηρέτησε ως μυστικός σύμβουλος στην αυλή της Βαϊμάρης, ήταν περισσότερο από προφητική, δεδομένου ότι η Γερμανία δεν είχε ακόμα αποκτήσει μια κεντρική τράπεζα, όταν το έργο γράφτηκε. Ο Γκαίτε πιθανότατα βασίστηκε σε εμπειρίες της επαναστατικής Γαλλίας. Κυρίαρχο ζήτημα της εποχής στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση ήταν η φούσκα των «assignats», δηλαδή των πιστοποιητικών που υποτίθεται ότι υποστηρίζοταν από την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας που κατασχέθηκε το 1790.

Το αριστούργημα του Γκαίτε χωρίς αμφιβολία βοήθησε στο να ενσωματώσει την αντι-πληθωριστική νοοτροπία στην εκπαίδευση της Γερμανίας. Χρειάστηκε η φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τα επακόλουθά της για να προκαλέσει την προσωρινή απώλεια μνήμης κάτω από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Προκατάληψη με παράδοση... αιώνων

Επιπλέον ο μερκαντιλισμός και ο φόβος των ανώτερων οικονομικών πήγαιναν ιστορικά χέρι-χέρι στη Γερμανία και σε άλλα μέρη της βόρειας Ευρώπης. Τον 15ο αιώνα οι πόλεις της Tευτονικής Χάνσας ήταν έντονα προκατειλειμμένες στην ιδέα των πιστώσεων και στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι ξένοι τραπεζίτες δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Οι έμποροι προσπάθησαν να κάνουν τις συναλλαγές μέσω ενός διμερούς εμπορικού ισοζυγίου, που στηριζόταν στην ανταλλαγή, ενώ προέβλε και μια κάποια χρήση των κερμάτων. Ο οικονομικός ιστορικός Raymond de Roover υπολογίζει πως τα πιστωτικά ιδρύματα της Χάνσας ήταν περίπου δύο αιώνες πίσω από τους Ιταλούς το 1500.

Καθώς κυλούσε ο 16ος αιώνας, κάποιοι νοτιο-Γερμανοί προχώρησαν (όπως πχ η οικογένεια Fugger) και ήταν σε θέση να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τους Ιταλούς συναδέλφους τους. Ανέπτυξαν ένα σύστημα χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης μεταξύ κεφαλαιοκρατών και μοναρχών. Παρόλα αυτά είχαν μια βαθιά δυσπιστία για την καινοτομία.

Εκείνη την εποχή μεγάλοι καινοτόμοι ήταν οι Γενουάτες, οι οποίοι ανέπτυξαν το ισοδύναμο των συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων χορηγώντας δάνεια προς το ισπανικό στέμμα. Ως μορφή τιτλοποίησης χρησιμοποιούσαν τις εισροές από ασήμι στην Ισπανία προκειμένου να δώσουν τον αναγκαίο χρυσό για να πληρωθούν τα ισπανικά στρατεύματα στις Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Fernand Braudel, οι φοβισμένοι Fuggers θεωρούσαν αυτό το μοντέλο μια ανέφικτη ταχυδακτυλουργία. Έτσι, οι Γενουάτες κατάφεραν να αποσπάσουν το μερίδιο των Fuggers στην ισπανική αγορά.

Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα συνέχισε να μένει πίσω και τον 19ο αιώνα ενώ ακόμα και στον 20ο, οι μεγάλες γερμανικές τράπεζες άργησαν να ανταποκριθούν στη σημασία των πλαστικών καρτών, τις τιτλοποιήσεις και τα παράγωγα των αγορών. Γιατί όμως αυτός ο συντηρητισμός; Οι Γερμανοί είναι υπέροχοι κατασκευαστές, ενώ οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί τυχαίνει να έχουν μεγαλύτερο οικονομικό τομέα. Η παγκοσμιοποίηση και ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος θέτει ως κορωνίδα του την εξειδίκευση. Ωστόσο, η πολιτισμική προκατάληψη είναι αναμφισβήτητα ένα μειονέκτημα. Η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων, τόσο των τραπεζών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων καθιστά την γερμανική οικονομία ευάλωτη.

Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Ωστόσο, η προφανής έλλειψη κατανόησης για την αμοιβαία σχέση μεταξύ των οφειλετών και των πιστωτών είναι περισσότερο επιζήμια. Κανείς δεν μπορεί να «τρέξει» επίμονα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς κάποιος άλλος να έχει ελλείμματα. Το ενδιαφέρον είανι πως υπάρχουν επίσης και δύο σταθμά εδώ. Η γερμανική στρατιωτική μηχανή ήταν εντελώς απαλλαγμένη από κάθε έννοια οικονομικής πειθαρχίας: το σύνθημα του Γενικού Επιτελείου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν «Geld spielt keine Rolle» (τα χρήματα δεν παίζουν κανένα ρόλο). Επιπλέον, η Γερμανία ήταν η πρώτη στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση που «έσπασε» τη σταθερότητα και τους κανόνες του συμφώνου ανάπτυξης για τα ελλείμματα και το χρέος.

Όμως στον πραγματικό κόσμο, οι πιστωτές θα έχουν πάντα στο χέρι το μαστίγιο για τους οφειλέτες. Έτσι η Γερμανία κυριαρχεί και η νότια Ευρώπη θα πρέπει να προετοιμαστεί για λιτότητα που θα συνοδεύεται από αποπληθωρισμό, ανεργία και τον εμφύλιο σπαραγμό. Όλα αυτά φυσικά αν η ευρωζώνη συνεχίσει να υπάρχει

Από το http://www.tvxs.gr/