Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Το βάραθρο της ελληνικής παραδημοσιογραφίας

του Γιώργου Παπανικολάου

Μόνον υποκριτές μπορούν να ισχυριστούν ότι αισθάνθηκαν έκπληξη από τα όσα αποκαλύφθηκαν τις τελευταίες ημέρες. Τέτοια φαινόμενα «ψιθυρίζονται» και συζητούνται επίμονα εδώ και χρόνια στην πιάτσα, ενώ και οι φερόμενοι ως πρωταγωνιστές στο συγκεκριμένο κύκλωμα εκβιασμού, τουλάχιστον οι δύο εξ αυτών, μόνον άγνωστοι δεν είναι στον χώρο της δημοσιογραφίας, της πολιτικής, αλλά και της οικονομίας.
Όπως υποκριτική (τουλάχιστον) είναι και η προσπάθεια ορισμένων να τους «χρεώσουν» στον ΣΥΡΙΖΑ, όταν είναι γνωστό ότι οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση «ανδρώθηκαν» τα προηγούμενα χρόνια, κοντά σε τότε υφιστάμενα κέντρα και παράκεντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, όταν προφανώς το συγκεκριμένο κόμμα ούτε εξουσία είχε, ούτε χρήματα για να μοιράσει.
Ούτε έχουν βεβαίως τέτοιου είδους πρόσωπα, ιδεολογικό πρόσημο. Δουλειά τους είναι να παρασιτούν γύρω από τα εκάστοτε κέντρα ισχύος, να στήνουν τα δικά τους κυκλώματα. Όποια κι αν είναι η εξουσία. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση σκόνταψαν, διότι η εκβιαστική προσφορά των ιδιόμορφων υπηρεσιών τους απορρίφθηκε.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι τέτοιου είδους κυκλώματα λειτουργούν εδώ και πολλά χρόνια, με βασικά στηρίγματα:
Πρώτον, την ύπαρξη κέντρων παραεξουσίας, πολιτικής και οικονομικής, που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους.
Δεύτερον, το γεγονός ότι αρκετοί «ισχυροί» έχουν πράγματα να κρύψουν, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά και
τρίτον, που είναι ίσως και το κυριότερο, το γεγονός ότι πολλοί είναι εκείνοι που «υποκύπτουν» σε τέτοιου είδους πιέσεις, είτε διότι φοβούνται ότι θα μπλέξουν ή θα κινδυνεύσουν από την αρνητική δημοσιότητα, είτε διότι εκτιμούν ότι το να πληρώνουν το νταβατζιλίκι είναι «μέρος του παιχνιδιού».
Όπως φαίνεται, χρειαζόταν τελικά το θάρρος, ή ίσως το ένστικτο αυτοσυντήρησης, μιας γυναίκας που αισθάνθηκε να απειλείται η ίδια και το παιδί της, αλλά και η υποστήριξη των προϊσταμένων της (όπως προκύπτει από τη δικογραφία), για να φτάσει μια τέτοια υπόθεση στην επιφάνεια, με στοιχεία, αποκαλύπτοντας το πρόσωπο της παραδημοσιογραφίας που κινείται στο παρασκήνιο.
Κάποιοι άλλοι, πολλοί άλλοι, προτίμησαν να υποκύψουν. Κάποιοι συνεχίζουν να υποκύπτουν, είτε στην απειλή, είτε στον πειρασμό της δήθεν ισχύος, ακόμη και τώρα που διαβάζετε αυτό το κείμενο. Αυτοί είναι ταυτόχρονα θύματα και θύτες. Υποκύπτουν για μικρότερα ή μεγαλύτερα ποσά, και ταυτόχρονα διαιωνίζουν τη δραστηριότητα των κυκλωμάτων, ενισχύουν την επιρροή και τη δράση τους. Ταΐζουν το θηρίο κι ανοίγουν την όρεξή του, υποθάλπουν ακριβώς τις καταστάσεις που δημοσίως στιγματίζουν, διαιωνίζουν την ομηρία τους.
Δεν είναι μυστικό ότι διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα, μέσα συχνά μηδαμινής αναγνωσιμότητας, συνήθως με ελάχιστους ή ανύπαρκτους επαγγελματίες δημοσιογράφους, με κείμενα κατά κανόνα ανυπόγραφα, πολύ συχνά χωρίς εμφανή ταυτότητα, διεύθυνση και ιδιοκτησία, απολαμβάνουν διαφημιστικής δαπάνης από διάφορες μεγάλες εταιρίες και οργανισμούς, για λόγους που ουδεμία σχέση έχουν με την προώθηση προϊόντων, την προβολή υπηρεσιών ή το «branding».
Ίσως το πιο παράδοξο, όμως, είναι ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα θύματα αυτών των κυκλωμάτων είναι εν τέλει θύματα ενός «χάρτινου τίγρη». Η δύναμη τέτοιου είδους κυκλωμάτων αφορά περισσότερο στον φόβο των θυμάτων, στην επιθυμία τους να αποφύγουν την αρνητική δημοσιότητα, παρά την πραγματική «παρέμβαση» αυτών των περιθωριακών μέσων, που έτσι κι αλλιώς έχουν εξαιρετικά αμφίβολη αξιοπιστία, στα μάτια της κοινής γνώμης και των opinion leaders.
Προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός αλλά και ο υπουργός Επικρατείας αναφέρθηκαν από τη Βουλή με σκληρές εκφράσεις στο θέμα του κυκλώματος εκβιαστών. Δίνει ένα στίγμα για τη σοβαρότητα με την οποία είδε την υπόθεση η ίδια η κυβέρνηση, καθώς υποψήφιο θύμα του εκβιασμού ήταν μια εταιρία του δημόσιου τομέα, ενώ οι υποσχέσεις στήριξης και οι απειλές (στο πλαίσιο του εκβιαστικού διπόλου «με πληρώνεις-σε στηρίζω, δεν πληρώνεις, σε χτυπάω») αφορούσαν όπως καταγράφεται στις συνομιλίες της δικογραφίας και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα όπως ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς.
Στην προκειμένη περίπτωση οι καταγεγραμμένες εκβιαστικές πιέσεις και υποσχέσεις δεν απέδωσαν και το κύκλωμα πέρασε στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης.
Όμως τα κυκλώματα που υπάρχουν, δεν εξαντλούνται σε 2-3 πρόσωπα. Ας μη γελιόμαστε, η κατάσταση είναιπολύ πιο σύνθετη. Κι αφορά βεβαίως κι εμάς τους δημοσιογράφους, τα συνδικαλιστικά μας όργανα και τον κώδικα δεοντολογίας που υποτίθεται ότι υπάρχει για να εφαρμόζεται. Τον κώδικα που πρέπει να ισχύει για όλους, λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς, ακόμη και για τους πολυδιαφημισμένους της αποκαλυπτικής και «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας (ορισμένοι εκ των οποίων έχουν μάθει επίσης εδώ και χρόνια να παίζουν τον ρόλο του αστυνόμου, του εισαγγελέα και του δικαστή, ταυτόχρονα).
Στο πλαίσιο αυτό, κατάπληξη προκαλεί το γεγονός ότι τα συνδικαλιστικά όργανα του χώρου δεν έχουν βρει ακόμη δυο λόγια να πουν για την υπόθεση του κυκλώματος εκβίασης. Ούτε για τους τύπους!
Όπως κατάπληξη προκαλεί και το γεγονός ότι εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια, καμία κυβέρνηση δεν έχει επιχειρήσει να βάλει μια τάξη στο τοπίο της «ιντερνετικής» ειδησεογραφίας, που ήρθε τελικά να ξεχειλώσειτην αυξανόμενη ανυποληψία του κλάδου. Η κίνηση του Νίκου Παππά, για ηλεκτρονικό μητρώο, προκειμένου να λαμβάνει ένα site κρατική διαφήμιση, αποτελεί ένα πρώτο βήμα αλλά δεν είναι αρκετή.
Το μέτρο θα πρέπει να επεκταθεί σε οποιονδήποτε επιθυμεί να λαμβάνει οιαδήποτε ελληνική διαφήμιση, καθώς αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. Οπότε θα πρέπει να δηλώνει επισήμως, δημοσίως και εμφανώς στον ιστότοπό του, την «ταυτότητά» του, να διαθέτει ΑΦΜ, κατά νόμο υπευθύνους, αλλά και έδρα. Και βέβαια εργαζόμενους δημοσιογράφους, εφόσον πρόκειται περί ενημερωτικού site!
Διότι η αντιγραφή (δηλαδή η κλοπή) της εργασίας άλλων δημοσιογράφων, το περίφημο πλέον «clopy-paste», δεν μπορεί να συνεχίζει να αποτελεί πηγή εύκολου χρήματος για διάφορους επιτήδειους (άλλους με κάποιο δήθεν «βαρύ» δημοσιογραφικό όνομα μπροστά ή πίσω από τη «μαρκίζα», κι άλλους χωρίς ούτε καν αυτό), που κινούνται εδώ και χρόνια στον χώρο, πλήττοντας ουσιαστικά τις πραγματικές επιχειρήσεις του χώρου αλλά και τις δημοσιογραφικές θέσεις εργασίας.
Αυτή είναι η άλλη όψη της ελληνικής παραδημοσιογραφίας. Το απόλυτο χάος που επικρατεί στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Το γεγονός ότι η κλοπή της εργασίας των δημοσιογράφων ενός μέσου από άλλα μέσα, μερικές φορές και «ευυπόληπτα» μέσα, χωρίς έστω μια αναφορά της πηγής, έχει καταντήσει καθεστώς, σε βαθμό που δεν συναντάται πουθενά αλλού στην Ευρώπη, φανερώνοντας την απόλυτη έλλειψη αλληλοσεβασμού που επικρατεί στον κλάδο και τον κατήφορο που έχουμε πάρει.
Έναν κατήφορο που αν συνεχιστεί, θα οδηγήσει όλο τον χώρο στο βάραθρο, ακριβώς την ώρα που η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο ίσως από ποτέ το ξεχασμένο «λειτούργημα» της ψύχραιμης, έγκυρης, επαγγελματικής δημοσιογραφίας.
www.euro2day.gr  26/2/2016