Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο

Η ομιχλώδης ελληνική ιστορία στις ταινίες του Αγγελόπουλου
του Βασίλη Ραφαηλίδη
Όλες οι ταινίες του Αγγελόπουλου θα μπορούσαν να έχουν, αν όχι τον ίδιο τίτλο, τουλάχιστον τον ίδιο διευκρινιστικό υπότιτλο: «Τοπίο στην ομίχλη». Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι το γνωστό, συνηθισμένο μετεωρολογικό φαινόμενο. Το ελληνικό τοπίο το συνηθίσαμε ηλιόλουστο. Κι ωστόσο τα φιλμικά τοπία στις ταινίες του Αγγελόπουλου είναι μουντά, βροχερά, χιονισμένα, παγωμένα, υγρά. Τοπία βόρεια, ομιχλώδη.
Όμως, παρά την κάθε άλλο ελληνική υγρασία τους, οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι βαθιά κι ουσιαστικά ελληνικές: Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο, είναι ιστορικό. Σε έναν τόπο που μαθαίνει κάποιος να σκέφτεται εθνικά (και να γίνεται «εθνικόφρων») εντός του αστυνομικού τμήματος, αυτόματα κι αμέσως μετά την υπογραφή της «δηλώσεως μετανοίας», σε έναν τόπο όπου η πίστη στην χριστιανική παραλλαγή του θεού κι η πίστη στην ελληνική εκδοχή της «αγάπης για την πατρίδα» έχουν ταυτιστεί σε σημείο που να μη ξέρεις αν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στον ενωμοτάρχη, που εκπροσωπεί την ταυτισμένη με το κράτος πατρίδα, και τον παπά, που εκπροσωπεί τον ταυτισμένο με το ορθόδοξο δόγμα θεό, σε έναν τόπο που οι μακρινοί πρόγονοι έχουν πάρει όλοι τη μορφή, είτε του παπά είτε του χωροφύλακα, σε αυτόν εδώ τον τόπο των πολλαπλών συγχύσεων, το ελληνικό ιστορικό τοπίο δε μπορεί παρά να είναι ομιχλώδες. Κι η ελληνική παραλλαγή της μαζικής μας σχιζοφρένειας δε μπορεί παρά να έχει τη ρίζα της, στη σύγκρουση ανάμεσα στο φωτεινό, ελληνικό τοπίο, που όλοι το βλέπουμε με τα μάτια μας, και στο ομιχλώδες ελληνικό τοπίο που οι ευαίσθητοι το βλέπουν με το νου τους, όχι όμως με την αυθαιρεσία της φαντασίας τους, παρότι το φαντασιακό εδώ (προσοχή: όχι το φανταστικό) είναι απολύτως αναγκαίο για να δει κάποιος, πίσω από τον ήλιο και το φως την ομιχλώδη ελληνική πραγματικότητα.
Οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι ποιητικά ιστορικές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι ανιστόρητες. Άλλωστε, η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος που έχει ένας ευαίσθητος άνθρωπος να παραμερίσει την ιστορική ομίχλη που χρόνια ατελείωτα τώρα δημιουργούν τεχνηέντως οι ακαδημαϊκοί, οι επίσημοι «σκηνοθέτες» της ιστορίας μας, και στη θέση της να βάλει το ποιητικά διφορούμενο, που κι αυτό βέβαια είναι ομιχλώδες, όμως δε λειτουργεί σαν προπέτασμα για να κρυφτεί πίσω του η αλήθεια. Αντίθετα, η ομιχλώδης ασάφεια της ποίησης, μόνο αυτή, θα μπορούσε να σκίσει το παραπέτασμα της ιστορικής μας ομίχλης και να αποκαλύψει το πραγματικό, ελληνικό τοπίο πίσω από την ομίχλη. Γιατί υπάρχει όντως ένα τοπίο στην ομίχλη, μόνο που πρέπει να σκίσεις το παραπέτασμα της ιστορικής ομίχλης για να το δεις. Ακριβώς όπως κάνει ο μικρός στο τέλος της ταινίας. Ακριβώς όπως κάνει ο Αγγελόπουλος σε όλες του τις ταινίες.
Ο μικρός Αλέξανδρος της ταινίας «Τοπίο σην ομίχλη», φερμένος εδώ από άλλες ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη, κι ο Μεγαλέξαντρος του μύθου (προσοχή, όχι ο Μέγας Αλέξανδρος της ιστορίας) είναι το ίδιο πρόσωπο: ο ποιητής Αγγελόπουλος (ας ξαναθυμηθούμε το «η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ» του Φλομπέρ), που ως άλλος Μεγαλέξανδρος αναλαμβάνει να σκοτώσει το δράκο της ακαδημαϊκής ιστορίας (και της ακαδημαϊκής αισθητικής) με την ελπίδα πως το τοπίο θα φανεί επιτέλους πίσω από την ομίχλη. Γιατί το τοπίο υπάρχει. Όμως δεν είναι αυτό που μας προτείνουν οι «εγκεκριμένες» από το Υπουργείο Παιδείας ιστορίες, που κάνουν την έλλειψη πολιτισμού ενδημική κατάσταση εντός του Υπουργείου Πολιτισμού, που μόνο αυτοί που το ίδρυσαν ξέρουν γιατί το ονόμασαν έτσι. Άλλωστε, ο όποιος νεοελληνικός πολιτισμός δεν παράγεται στα υπουργεία, παράγεται από κάποιους ελευθερόφρονες, ελεύθερους σκοπευτές σαν τον Αγγελόπουλο, που περιφέρουν την απελπισία τους και τον πόνο τους, από έργο σε έργο, με την ελπίδα πως η ποίηση θα κάνει και πάλι το θαύμα της, θα διαλύσει την ομίχλη, και το τοπίο, λαμπρό κι ηλιόλουστο, θα ξαναφανεί πίσω από το σκισμένο από τον ποιητή παραπέτασμα. Σε τελική ανάλυση, ο Αγγελόπουλος δεν είναι απαισιόδοξος, παρόλο που το ομιχλώδες και βροχερό των ταινιών του (φυσικά κι η «ομιχλώδης» προβληματική τους) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εύκολα μια τέτοια παρανόηση σε ανθρώπους εθισμένους, από τις απλοϊκές προφάνειες, στο να ταυτίζουν την αισιοδοξία με το φως και την απαισιοδοξία με την έλλειψη φωτός.
Όμως, εκτός του αυτονόητου γεγονότος πως μια ταινία για να γίνει χρειάζεται οπωσδήποτε φως, θα μπορούσαμε επί του προκειμένου να επικαλεστούμε και το επιχείρημα πως ο πολιτισμός δεν έχει πλέον ανάγκη από τις καλές μετεωρολογικές συνθήκες για να υπάρξει ως τέτοιος. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, που πρωτοεμφανίστηκε στη Μεσόγειο, όχι μόνο εξαιτίας της προνομιούχου γεωγραφικής της θέσης που την έφερνε σε συνεχή επαφή με άλλους πολιτισμούς, προγενέστερους, αλλά κι εξαιτίας της μετεωρολογικής της ηπιότητας, εδώ και πολλούς αιώνες μετακινήθηκε προς βορρά, σε τοπία ομιχλώδη. Εξοπλισμένος ο πολιτισμός με τις κατακτήσεις του εντός του ήπιου μεσογειακού κλίματος, μπορούσε πλέον να ταξιδέψει άνετα προς βορρά, κι έτσι να αποδεσμευτεί για πάντα από τις κλιματολογικές συνθήκες.
Λοιπόν, φως στην Ελλάδα υπήρχε μέχρι το δεύτερο προ Χριστού αιώνα περίπου. Από τότε, άρχισε να εγκαθίσταται σε αυτόν τον τόπο η ομίχλη. Αυτή που δε μας επιτρέπει πλέον να δούμε το τοπίο πίσω της. Ο Αγγελόπουλος με όλες τις ταινίες του, επιχειρεί είτε να επισημάνει, είτε να παραμερίσει την ομίχλη, ώστε να δούμε πίσω της το πραγματικό τοπίο. Τούτο το δύσκολο έργο, αν δεν το αναλάβουν οι ποιητές υπεύθυνα, είμαστε οριστικά χαμένοι. Γιατί οι ιστορικοί απέτυχαν. Άλλωστε, οι πλείστοι των ιστορικών στην ελλάδα, εκτός από δημόσιοι υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι ως καθηγητές κι ως ακαδημαϊκοί, είναι και «εθνικόφρονες». Τουτέστιν φρονούν εθνικά μόνο στο βαθμό που τους το επιτρέπει ένα σενάριο που γράφτηκε από τους υπηρέτες της πολιτικής και της ιστορικής σκοπιμότητας, αυτούς που δημιούργησαν τεχνητά μια έωλη «εθνική συνείδηση» εκ του μη όντος και ίσα ίσα για να το βολέψουν με το Διεθνές Δίκαιο το 1830, τότε που οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής ζητούσαν, προκειμένου να επιτρέψουν τη δημιουργία νεοελληνικού εθνικού κράτους, ν’ αποδείξουν οι Έλληνες πως είναι όντως Έλληνες, διότι το Διεθνές Δίκαιο αποκλείει τη δημιουργία κράτους αν δεν υπάρχει μια ενιαία εθνότητα που ζητάει να συγκροτηθεί σε κράτος. Εκτός, βέβαια, κι αν αυτό το κράτος οριστεί εξ αρχής σαν πολυεθνικό, όπως στις ΗΠΑ, τη Σοβ. Ένωση, την Ελβετία, το Βέλγιο και αλλού. Η λύση του πολυεθνικού κράτους που συζητήθηκε σοβαρά κι εδώ το 1830 απορρίφτηκε τελικά κυρίως για να αποφευχθεί ο κίνδυνος συνέχισης των εμφυλίων πολέμων που κατασπάραξαν την Ελληνική Επανάσταση και που ήταν σχεδόν στην κυριολεξία εμφύλιοι: πόλεμοι ανάμεσα σε φυλές.
Και ούτω πως, δια της χωροφυλακής και δια της ορθοδοξίας, άρχισε να δημιουργείται από τότε, τεχνηέντως η «εθνική συνείδηση» εν Ελλάδι. Αν λείψει ο χωροφύλακας κι ο παπάς, νοούμενοι ως οι κύριοι παράγοντες της εθνικής μας συνοχής, όλα θα καταρρεύσουν εδώ, κι ο Έλληνας, φανερά πλέον κι όχι συγκαλυμμένα όπως σήμερα, θα αρχίσει να αντιμετωπίζει τον παραδίπλα Έλληνα ως τον κύριο εχθρό του, ξεχνώντας όλους τους «προαιώνιους εχθρούς».
Η εθνική συνείδηση των νεοελλήνων είναι λοιπόν ομιχλώδης. Ο Αγγελόπουλος μας το έδειξε αυτό καθαρά στους Κυνηγούς, τη μεγάλη του ταινία για μένα. Εκεί, δεν είναι το φάντασμα της ιστορίας που ενεργεί από το παρασκήνιο ως συνήθως στην Ελλάδα, είναι το φάντασμα της ιστορίας που έρχεται στο προσκήνιο και παίρνει τη θέση της κυρίως ειπείν ιστορίας. (Σε τούτο τον τόπο, υπάρχει πάντα ένα θαμμένο μες στα χιόνια πτώμα αντάρτη, που τρομοκρατεί από εκεί σταθερά αυτούς που δεν είναι βέβαιοι για την αξία και τη σημασία της ιστορίας που δημιούργησαν με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, του Δόγματος Τρούμαν, του στρατηγού Βαν Φλητ, και γενικά, όλων των συμμάχων, παλιότερων και νεότερων, που ανέλαβαν να συντηρούν με ενέσεις την πάντα ασθενούσα «εθνική μας συνοχή»).
Το ιστορικό τοπίο των Κυνηγών λοιπόν είναι κι αυτό ένα τοπίο στην ομίχλη. Μόνο που εκεί το θαύμα δε γίνεται και το παραπέτασμα της ομίχλης δε σκίζεται. Οι Μέρες του ΄36 είναι ένα άλλο τοπίο στην ομίχλη, «φωτογραφημένο» από άλλη γωνία. Μόνο που εδώ, η ομίχλη μελετάται «εν τω γίγνεσθαι», αυτό που θα καταλήξει στην πύκνωση της ομίχλης αμέσως μετά το τέλος της ταινίας, την 4η Αυγούστου, τότε που κανείς λογικός άνθρωπος δεν ήξερε «γιατί χαίρεται ο κόσμος» κι ο μικρός Αλέξανδρος του τοπίου στην ομίχλη θα μπορούσε να ρωτήσει ευλόγως τον πατέρα του, αν υπήρχε: «γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα, όπως ισχυρίζεται κάποιος που ισχυρίζεται πως είναι ποιητής;» Όμως πατέρας δεν υπάρχει για να απαντήσει σε αυτή την αφελή, παιδική ερώτηση. Και τις απαντήσεις αναλαμβάνουν να μας τις δώσουν οι αρχηγοί, οι πατέρες του έθνους, οι σωτήρες, οι φύλαρχοι ουσιαστικά, οι τοπάρχες φύλαρχοι που ενώ μιλούν σα φύλαρχοι αυτοπροτείνονται σαν πατέρες του έθνους. Όμως ποιου έθνους;  Πού είναι το έθνος; Στις φυλακές; Στη Μακρόνησο; Στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς; Στην εκκλησία της ενορίας; Στην Ελλάδα το έθνος είναι παντού και πουθενά. Στην Ελλάδα έθνος είναι το κράτος. Κι ο αντικρατικά σκεπτόμενος χρίεται αυτομάτως αντεθνικά σκεπτόμενος.
Στην Αναπαράσταση, πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου, ταινία-κλειδί για την κατανόηση ολόκληρου του έργου του, η αναπαράσταση ενός φόνου καθίσταται αδύνατη,γιατί ανάμεσα στο γεγονός και την αναπαράστασή του εγκαθίσταται η ομίχλη που δημιουργεί το δαιμονικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης δυο ουσιαστικά αθώων δολοφόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν σε πείσμα του δολοφονικού τοπίου, που αυτό έκανε στην ουσία το φόνο.
Στον Μεγαλέξαντρο, την πιο σύνθετη και την πιο δύσκολη ταινία του Αγγελόπουλου, η ομίχλη δημιουργείται απ’ το σμίξιμο του θρύλου με την ιστορία. Ξέρουμε πως στην Ελλάδα, ο μύθος προτείνεται σταθερά σαν ιστορία και η ιστορία είναι μυθοποιημένη στο έπακρο. Τούτη τη φοβερή ισορροπία, που είναι η σταθερή αιτία της ανισορροπίας μας, ο Αγγελόπουλος την περιγράφει σ’ αυτό το φίλμ με εναν εντελώς ιδιοφυή τρόπο.
Στο Ταξίδι στα Κύθηρα, την ομίχλη, τη δημιουργεί η ιδιομορφία της ελληνικής ιστορίας, που ενώ έχει πάντα μια περιφέρεια, δεν έχει ποτέ και ένα κέντρο. Δεν υπάρχει πατρίδα για τους Έλληνες, παρά μόνο εκτός ελλάδας. Ο γερο-αντάρτης στο τέλος θα πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, γιατί η πατρίδα του έχει γεμίσει από δοσίλογους, παλιότερους και νεότερους, και δεν έμεινε ούτε μια σπιθαμή γης για τους πατριώτες. Το ελληνικό κέντρο είναι χαμένο στην ομίχλη, όχι για να μην το βρει ο εχθρός, αλλά για να μην το βρει και το κατοικήσει ο Έλληνας.
Στο Μελισσοκόμο, η ομίχλη βγαίνει απ’ τη μούχλα των σάπιων ονείρων, και κατακλύζει τα πάντα. Ο μελισσοκόμος δεν έχει πια τόπο να σταθεί, κι όταν φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του πεθαίνει, στέλνοντας ένα μήνυμα με το χέρι του μέσα απ’ τη γη, το μόνο βέβαιο και σταθερό σημείο αναφοράς στην ελληνική ιστορία. Το μήνυμα του το συλλαμβάνουν τα παιδιά στην επόμενη ταινία. Τα παιδιά του Τοπίου στην ομίχλη είναι τα παιδιά του μελισσοκόμου που πέθανε. Και που τώρα τον ψάχνουν έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται πάντα έξω απ’ τα σύνορά της, αυτά που δε θέλησε να περάσει ο μελισσοκόμος μέσα στη σωτήρια αλλά θανατερή φυγή του απ’ τις συμβάσεις μιας κοινωνίας που δε γνωρίζει άλλον τρόπο να υπάρχει εκτός από τη συμβατικότητα, αυτήν που προέκτεινε μέσα στην κοινωνική ζωή η συμβατικότητα της ελληνικής ιστορίας