Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Και τώρα, πού πάμε;

Του Νικόλα Σεβαστάκη

Τέσσερις δεκαετίες ζούμε στο κατόπι της Μεταπολίτευσης και των χρονικών της. Μας απασχολούν τα ανώγια και τα κατώγια, οι επίσημες κι οι παράτυπες όψεις της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής ζωής του ύστερου 20ού αιώνα. Οι απολογισμοί, περισσότερο πικροί παρά γενναιόδωροι, περισσεύουν. Ζούμε, κυρίως, με την απορία για το πού ακριβώς κατευθυνόμαστε, για τον προσανατολισμό αυτού του κράτους και της συγκεκριμένης κοινωνικής του ενδοχώρας.
 Τα τελευταία χρόνια, η κρίση πυροδότησε ουσιαστικά όλες τις εκδοχές παρωδιακής αναβίωσης ή δογματικής αποκήρυξης της Μεταπολίτευσης. Εχει έλθει η ώρα να τεθεί και το πραγματικό ερώτημα, πέρα από το άγχος για την ανάσταση παλαιάς κοπής αγωνιστικών ριζοσπαστισμών αλλά και δίχως εχθρότητα προς τον δημοκρατικό άνεμο των χρόνων μετά το ’74, αίσθημα φανερό ακόμα σε ορισμένους κύκλους της πολιτικής και της διανόησης.
 Το πραγματικό ερώτημα νομίζω ότι αφορά τη νέα επινόηση της δημοκρατίας μας ως πολιτικής κοινότητας αλλά και ως κοινωνικών πρακτικών που συναποτελούν τον ελληνικό δημόσιο χώρο. Τι σημαίνει όμως «επινόηση» όταν αναφερόμαστε σε δημόσια πρότυπα και πολιτικές συλλήψεις; Υπάρχει, ως γνωστόν, ο πειρασμός να δοθεί μιαν απάντηση στο ερώτημα με ένα «ούτε δεξιά ούτε αριστερά», λύση που προωθεί πλέον έναν ακραίο εκλεκτικισμό σερφάροντας, δίχως ιεράρχηση, απ’ τα αντικρατικά στερεότυπα της νεοφιλελεύθερης Κεντροδεξιάς ώς την πολιτισμική Αριστερά. Σε αυτή την περίπτωση, η νέα επινόηση της δημοκρατίας συνδέεται κυρίως με μια «μεταπαραδοσιακή» ατζέντα διαλόγου που βγάζει εκτός συμμαχίας μόνο τους φασίστες ή τους απροκάλυπτα αντιδραστικούς.
Την ίδια στιγμή, η δεσπόζουσα εκλογικά και πολιτικά έκφραση της Αριστεράς στον τόπο μας συνεχίζει να υποτιμά τα αδιέξοδα και τις σημαντικές στρεβλώσεις που γιγαντώθηκαν και στο έδαφος προοδευτικών ή «φιλολαϊκών» κοινωνικών θεσμών των προηγούμενων δεκαετιών. Συχνά εκπέμπεται το μήνυμα πως το μοναδικό πρόβλημα από το 1974 και έπειτα υπήρξαν κάποιες κακές ολιγαρχίες, αθωώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα σύνθετο πλέγμα ηθών και πρακτικών που ιδιωτικοποίησαν την ελληνική δημοκρατία πριν ακόμα προβληθούν θεσμικά οι λεγόμενες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων.
 Από τη μία βλέπουμε να προωθείται η «υπέρβαση» του παλαιοκομματισμού με όρους μεταπολιτικής και επιτροπών σοφών. Από την άλλη, είναι ορατή η αδυναμία ή και η απροθυμία του αριστερού ριζοσπαστισμού να προτείνει μια νέα πολιτική ενότητα μακριά από τη μυθολογική χρήση των «ανένδοτων αγώνων» ή την αυταπάτη για ηγεμονικές αυτοδυναμίες.
 Παρ’ όλα αυτά, οι συλλογικές μας αναπαραστάσεις δεν είναι στατικές. Είναι περισσότεροι σήμερα όσοι έχουν καταλάβει ότι μια ανάπτυξη με τοξικούς Ασωπούς, μπαζωμένα ρέματα και σπατάλες Ολυμπιακών διαστάσεων θα ήταν ανεπιθύμητη. Πολύ περισσότεροι, επίσης, είναι εκείνοι οι οποίοι εκτιμούν τη σημασία ενός κοινωνικού κράτους που διαθέτει σοβαρές υποδομές αλλά και το ευρύτερο κόστος που έχει η υποτίμηση της εργασίας. Πολλοί, τέλος, είναι και όσοι αποδέχονται ένα νέο πλαίσιο κανόνων δικαιοσύνης έχοντας επίγνωση της μη επιστροφής στα θέσμια του προηγούμενου μοντέλου. Από αυτόν εξάλλου τον κόσμο μπορεί και μόνο να στηριχτεί μια αριστερή πολιτική που θα έχει αυξημένη αίσθηση των δυσκολιών και του τραγικού ιστορικού περίγυρου. Και μιλώ για μια απαραίτητη αίσθηση του τραγικού, διότι διαβάζω άπειρες αναλύσεις που περιγράφουν έναν φανταστικό κόσμο χωρισμένο σε νεοφιλελευθερισμό και σοσιαλισμό παρ’ ότι σε ένα μεγάλο μέρος της γης δεν υφίσταται καν πολιτική Αριστερά (σοσιαλιστική), ενώ λίγο πιο μακριά από το χωριό μας την «ηγεμονία» την κερδίζουν με ποταμούς αίματος… σουνίτες τζιχαντιστές που ιδρύουν Χαλιφάτα!
 Και στο εσωτερικό όμως επιβάλλεται η παραδοχή της πραγματικότητας: ότι αναπτύσσεται ένας υδροκέφαλος ματαιωμένος εθνικισμός, ένας αντιπολιτικός πρωτογονισμός και ένας αντιδημοκρατικός «ριζοσπαστισμός» που ονειρεύεται την ανόρθωση του έθνους ως εθνοκάθαρση (των κάθε λογής εχθρών και διαφωνούντων). Πληθαίνουν οι συμπολίτες μας που έχουν απολέσει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης, που χειρίζονται απλώς διαφορετικά διαπροσωπικά ή επαγγελματικά μίση ή κινούνται αποκλειστικά στη βάση της αντεκδίκησης κατά πάντων.
 Σαράντα χρόνια έπειτα από την τομή του 1974 όλα είναι λοιπόν πάνω στο τραπέζι. Υπάρχει ο λαός του Μπέου και του Κασιδιάρη αλλά και εκείνοι οι πολλοί Ελληνες που αντιστέκονται στις νέες μορφές βάναυσης χειραγώγησης των λαϊκών αισθημάτων. Και μέσα στην Αριστερά γίνεται πιο επιτακτική, ακόμα και αν δεν συζητείται ανοιχτά, η ανάγκη ενός σαφούς ηθικοπολιτικού διαχωρισμού από τις κουλτούρες του αυταρχικού ριζοσπαστισμού και της ιδεολογικής μισαλλοδοξίας που μας έρχονται από το παρελθόν. Ακριβώς για να μην περάσει το δημαγωγικό μήνυμα «ούτε δεξιά ούτε αριστερά» μοιάζει πιο απαραίτητη από ποτέ η ανάγκη να ξανασκεφτούμε τη διαιρετική τομή Δεξιάς και Αριστεράς με τους όρους του έτους 2014, όχι με τους όρους του 1944, του 1965 ή και του 1989.
 Ανάμεσα στο «όλοι οι καλοί Ελληνες χωρούν» και στη φαντασίωση μιας κάθετης διαίρεσης φίλων και εχθρών, ανάμεσα στην έλλειψη ιδεολογικού συνόρου και στον ιδεολογικό αναχρονισμό των εμφυλίων, ανοίγεται το πεδίο των πραγματικών και επισφαλών αναμετρήσεων. Οχι μόνο με την παγίωση της ύφεσης αλλά με την επικίνδυνη παραγωγική, ποιοτική και οικολογική καχεξία του ελληνικού καπιταλισμού. Για να μην προχωρήσει περισσότερο η απαξίωση της ευρωπαϊκής και δυτικής μας ταυτότητας που κατοχυρώθηκε μετά το 1974. Και για να μην κυριαρχήσει στον κοινό νου ο εθνικισμός ως μοναδικός χειριστής της συλλογικής αγωνίας και της ιδέας του γενικού συμφέροντος.
 Μια τέτοια πολύπλευρη, διανοητική και πολιτική, αναμέτρηση με τους κινδύνους τού σήμερα και τα ιδεολογικά παραπροϊόντα της κρίσης θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να μην ξεχάσουμε τη Μεταπολίτευση αλλά, θάβοντας όσα πρέπει επιτέλους να ταφούν, να ανανεώσουμε τη θετική της κληρονομιά. Οσο, αντίθετα, η εμπειρία αυτών των χρόνων –που υπήρξαν για πολλούς από εμάς τόσο η πολιτική όσο και η αισθηματική μας αγωγή– θα γίνεται απλώς πρόσχημα για να διεξάγουμε ανόητους πολιτικούς και πολιτισμικούς πολέμους, όσο δηλαδή θα λείπει ο ειλικρινής αναστοχασμός, τόσο θα μεγαλώνει και ο κίνδυνος μιας δυσάρεστης έκπληξης: εκεί που περιμένουμε τη νέα Μεταπολίτευση να προκύψει μια εποχή διαλυτικής αστάθειας και νεοσυντηρητικών οπισθοδρομήσεων. Το ζήτημα είναι να έχουμε πλήρη συνείδηση και αυτού του ρίσκου.

*Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ
 Εφημερίδα των Συντακτών 21/7/2014

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Ο πορτογαλικός ιός είναι ο όνυχας ενός λέοντα

Αυτό που συνέβη στην Πορτογαλία είναι γνωστό. Ο πορτογαλικός όμιλος Espirito Santo International, που κατέχει 25% στην τράπεζα Banco Espirito Santo, μία από τις μεγαλύτερες πορτογαλικές αλλά όχι μεγάλη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα τράπεζα με 43 δισ. ευρώ ενεργητικό, καθυστέρησε να αποπληρώσει βραχυπρόθεσμο χρέος που είχε πουλήσει σε πελάτες του. Παρότι η Banco Espirito Santo διευκρίνισε ότι αυτή η καθυστέρηση δεν αφορά και δεν επηρεάζει τους δικούς της πελάτες, ο φόβος εξαπλώθηκε αστραπιαία. Την Τετάρτη, οι μετοχές του ομίλου έκαναν βουτιά. Την Πέμπτη (όταν η Ελλάδα επέμεινε να βγει στις αγορές για 3 δισ. ευρώ...) ο πανικός επεκτάθηκε σε όλες τις αγορές. Ανεστάλη η διαπραγμάτευση των μετοχών όλων των εταιρειών του ομίλου. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης τραπεζικών μετοχών Stoxx Europe 600 υποχώρησε σε χαμηλό 7μήνου. Ανεστάλη η διαπραγμάτευση αρκετών ιταλικών τραπεζών. Η Banco Popular Espanol ανέστειλε την έκδοση ομολόγου CoCo για 500 εκατ. ευρώ. Πτώση στα ευρωπαϊκά και, μαζί, στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης. Τα κεφάλαια έφευγαν πανικόβλητα από μετοχές και ομόλογα, έσπευδαν να βρουν καταφύγιο στον χρυσό (που έφτασε στο υψηλό τεσσάρων μηνών) και στο γιεν.

Ολα αυτά, επειδή καθυστέρησε η πληρωμή ενός κουπονιού;

Εξ όνυχος τον λέοντα. Ονυχας, το κουπόνι. Λέοντας είναι η νέα χρηματοπιστωτική φούσκα που σχηματίζεται. Οπως είπε ο Claudio Borio, επικεφαλής του τμήματος νομισματικών και οικονομικών υποθέσεων της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), αυτά που συμβαίνουν, τα έχουμε ξαναδεί στο πρόσφατο παρελθόν – κι αυτό είναι το απογοητευτικό. Προ ημερών, στις 29 Ιουνίου, η BIS, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας μετέχουν η κ. Yellen της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο κ. Draghi της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας, οι πρόεδροι των κεντρικών τραπεζών Κίνας, Ιαπωνίας, Ινδίας και πολλών άλλων χωρών, έστειλε από τη Βασιλεία της Ελβετίας ηχηρό μήνυμα ότι η παγκόσμια οικονομία ενδεχομένως οδηγείται σε μια νέα κρίση.

Τι συμβαίνει; Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου παρέχουν άφθονη και φθηνή ρευστότητα, επιχειρώντας να στηρίξουν την διεθνή ανάκαμψη με την άσκηση «μη συμβατικών νομισματικών πολιτικών» - πολιτικών που κρατούν τα επιτόκια στην περιοχή του μηδενός επί μακρόν και πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης ή/και παρέμβασης στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Παρέχουν, στην ουσία, άφθονα φθηνά κεφάλαια, επιδιώκοντας να διευκολύνουν τις επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς και, έτσι, να δώσουν χρόνο στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα να διορθώσει τις στρεβλώσεις που δημιούργησε κυνηγώντας το βραχυπρόθεσμο κέρδος στην προηγούμενη περίοδο άφθονης ρευστότητας, προ κρίσης 2007. Αλλά, πώς χρησιμοποιούνται αυτά τα κεφάλαια;

Η BIS ανησυχεί ότι οι αναγκαιότητες που προκύπτουν από τους μεγάλους χρηματοπιστωτικούς κύκλους διάρκειας 15-20 ετών που καταλήγουν σε μια κρίση, παραγνωρίζονται χάρη των βραχύτερων επιχειρηματικών κύκλων, διάρκειας 8 ετών. Ετσι, αναφέρει στη φετινή ετήσια έκθεσή της, «αντί να δημιουργούν νέο παραγωγικό δυναμικό, οι μεγάλες εταιρείες επαναγοράζουν τις μετοχές τους ή επιδίδονται σε συγχωνεύσεις και εξαγορές. Παρά, λοιπόν, τις ασθενείς προοπτικές μακροπρόθεσμης μεγέθυνσης, το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται». Με άλλα λόγια, η BIS λέει ότι οι μέτοχοι των μεγάλων εταιρειών αντί να κάνουν επενδύσεις βάζουν τα λεφτά στην τσέπη τους. Και οι κυβερνήσεις; Βλέπουν μέχρι τη μύτη τους, δρουν βραχυπρόθεσμα, παρότι «ήδη συζητιέται και το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας οικονομικής στασιμότητας».

Οι κυρίαρχοι του κόσμου «μεθούν με το εύκολο χρήμα και έχουν ήδη ξεχάσει τα μαθήματα του πρόσφατου παρελθόντος», έγραψαν οι New York Times. Τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Οι δυνάμεις που έσυραν τον κόσμο στην κρίση το 2007, οι «αγορές», διασώθηκαν χάρη στα κράτη που τους προσέφεραν τρισεκατομμύρια ευρώ/δολάρια φορολογικά κι άλλα δημόσια έσοδα με πολυδάπανα προγράμματα πίσω από «κωδικούς» όπως TALF, TAF, TARP, SMP, LTRO. Τα κράτη τσάκισαν από την αιμορραγία (το «δικό μας» είναι η εξαίρεση, είχε διαλυθεί πολύ πριν). Καθώς ελλείμματα και χρέη τα πνίγουν (κι αυτά, με τη σειρά τους, πνίγουν τον κόσμο της εργασίας), οι «αγορές» επιχειρούν ένα θριαμβικό επαναλανσάρισμα ως τη μόνη υπαρκτή δύναμη υπέρβασης της κρίσης – που προκάλεσαν. Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αδειάζουν στα πόδια τους άφθονα κεφάλαια - και προσεύχονται. Πριν αλέκτορα φωνήσαι, η παραγωγική αξιοποίηση αυτών των κεφαλαίων αποδεικνύεται φενάκη. Οπως διαπιστώνει και η BIS, αντί να κάνουν επενδύσεις, οι μεγάλες εταιρείες κάνουν επαναγορές μετοχών – πλουτίζουν οι μέτοχοι και, με bonus, οι διοικήσεις.

Οι παρενέργειες της καθυστέρησης πληρωμής ενός κουπονιού, δείχνουν ότι οι «αγορές» έχουν πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Ολοι οι άλλοι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε το μάθημα.

του Κώστα Καλλίτση

Καθημερινή 13/7/2014