του Κώστα Καλλίτση
Οταν έκλεισαν οι αγορές, το 2010, στις δεδομένες συνθήκες μιας νεοφιλελεύθερης, ανέτοιμης και διστακτικής Ευρώπης, δύο δρόμοι υπήρχαν. Ενας ήταν η έξοδος από το ευρώ, με αλλεπάλληλες υποτιμήσεις του νέου νομίσματος και ακαριαία επιβολή ακραίας σκληρότητας πολιτικών, ενός ακραία σκληρού «Μνημονίου». Ο άλλος ήταν η παραμονή στην Ευρωζώνη, η εσωτερική υποτίμηση, ο δανεισμός με χαμηλά επιτόκια στη βάση μιας συμφωνίας με την Ευρώπη και η επεξεργασία ενός εθνικού σχεδίου πραγματικών ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων με στόχο ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα βιώσιμης ανάπτυξης και την αναγέννηση της δημοκρατίας, με την απαλλαγή της από το πελατειακό πλέγμα. Αργήσαμε πολύ να τα κατανοήσουμε αυτά. Με κόστος...
Η χώρα ταλαιπωρήθηκε από διαδοχικά Ζάππεια δημαγωγίας, από συνονθυλεύματα (δήθεν αριστερών...) κραυγών και φαντασιώσεων, από διαδοχικά success stories και δημαγωγούς που είχαν για κάθε πρόβλημα μια σαφή, απλή και βαθιά λαθεμένη λύση και μοίραζαν υποσχέσεις ότι αρκεί να αναλάβουν τη διακυβέρνηση για να μας απαλλάξουν από τα δεινά, αφού θα επαναδιαπραγματεύονταν τις επαχθείς συμφωνίες κι όλοι οι υπόλοιποι θα απολαμβάναμε τους καρπούς του δικού τους σκληρού αγώνα. Με μεγάλες αδικίες και διευρυνόμενες ανισότητες, με άτσαλες περικοπές δαπανών, με αποδιάρθρωση (αντί μεταρρύθμιση) του κράτους, τα ελλείμματα μαζεύτηκαν αλλά πελατειακό κράτος, διαφθορά, παρασιτισμός και κομματισμός, στέκουν ολόρθα. Λες και ήταν χθες...
Και τώρα; Μέσα σε αυτά τα βασανιστικά χρόνια ο ελληνικός λαός έχει αποκτήσει μια νέα ωριμότητα, που αποτελεί το πρώτο θεμέλιο για μια νέα προσπάθεια. Δεύτερο, παρά τις καταστροφές, η χώρα μας παραμένει μια από τις πλουσιότερες του κόσμου, η Παγκόσμια Τράπεζα την κατατάσσει στην 23η θέση μεταξύ δύο εκατοντάδων χωρών, με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης.
Σχεδόν τα δύο τρίτα της κοινωνίας έχουν καταφέρει να στέκονται στα πόδια τους και πολλοί απλώνουν το χέρι και βοηθούν να σηκωθούν όσοι από εμάς έχουν ηττηθεί. Ο πλούτος της χώρας και το κίνημα αλληλεγγύης (ό,τι πολυτιμότερο έχει γεννηθεί στα χρόνια της κρίσης!) είναι το δεύτερο θεμέλιο για μια πολιτική υπέρβασης της κρίσης σταθερά – άρα, με δικαιοσύνη. Το τρίτο είναι η νέα συμφωνία που έχει επιτευχθεί με την Ευρώπη. Η συμφωνία προκρίθηκε της καταστροφής με μια συντριπτική πλειοψηφία όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Και, γι’ αυτό, υπερψηφίστηκε όχι από ένα (όπως η πρώτη) ούτε από τρία (όπως η δεύτερη) αλλά από πέντε κόμματα, μεταξύ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα. Δεν είναι η χειρότερη. Το ασφαλιστικό είναι το πιο επώδυνο, αλλά αυτό έπρεπε να αντιμετωπιστεί έτσι ή αλλιώς γιατί, απλά, δεν είναι βιώσιμο. Είναι δύσκολη, γιατί (α) περιέχει όλες τις μεταρρυθμίσεις που απέφυγαν να κάνουν οι κυβερνήσεις επί 5 χρόνια, (β) έρχεται μετά από ένα σερί αποτυχίας και αναξιοπιστίας προς τους έξω και προς τους μέσα και (γ) επειδή πολλά πρέπει να γίνουν σε βραχύτατο χρόνο: Το 60% των μέτρων εντός του 2015, το υπόλοιπο 40% μέσα στο πρώτο 3μηνο του 2016. Εδώ μπαίνει η Πολιτική. Πολλά μείζονος σημασίας θέματα είναι ανοικτά, το Μνημόνιο δεν προσδιορίζει πώς θα αντιμετωπιστούν. Δεν ορίζει πώς θα γίνει η νέα κεφαλαιοποίηση των τραπεζών: Μέχρι σήμερα ο ελληνικός λαός χρεώθηκε κι έδωσε περίπου 40 δισ. ευρώ, οι ιδιώτες έβαλαν 12 δισ. ευρώ με αυξήσεις κεφαλαίου, τώρα φαίνεται θα δοθούν κι άλλα 20 δισ. περίπου από τους φορολογούμενους, σε τράπεζες που όλες μαζί έχουν αξία μικρότερη από 5,5 δισ. ευρώ, δεν δίνουν δάνεια και θωρούν ακίνητες τα «κόκκινα» δάνεια και θαλασσοδάνεια που είχαν δοθεί. Τι θα γίνει τώρα; Αλλο θέμα είναι η ρύθμιση του δημόσιου χρέους: Αν θα επιτευχθεί, με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί. Ή, το θέμα των αγροτών: Θα σχεδιαστούν πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγής ώστε οι αγρότες να μπορούν να πληρώνουν ίσο φόρο με εκείνον που πληρώνουν τα κατεξοχήν θύματα της κρίσης, τα αστικά στρώματα, ή θα επιχειρηθεί να τους προσφερθεί μία ακόμη πελατειακή ρύθμιση;
Αλλά, πέραν πολλών θεμάτων του Μνημονίου που επιδέχονται διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις (δυστυχώς, απουσίασαν από τον προεκλογικό διάλογο...) υπάρχει το μείζον θέμα της μετά-την-κρίση-Ελλάδας.
Βασική επιδίωξη και του Γ΄ Μνημονίου είναι να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα καταστεί ικανή να πληρώσει τα χρέη της. Κι αν εφαρμόσουμε πλήρως -όπως οφείλουμε τιμώντας την υπογραφή μας- το Γ΄ Μνημόνιο, πάλι δεν θα ανοίξει ο δρόμος της βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας, με δημοκρατία, δικαιοσύνη και προοπτική. Γιατί κανένα Μνημόνιο και κανένας δανειστής δεν έχει μέλημα πώς θα είναι η Ελλάδα που θέλουμε να ζήσουμε και να κληροδοτήσουμε στις νέες γενιές. Ούτε τους πέφτει λόγος. Αυτό το σχέδιο θα το κάνουμε εμείς ή δεν θα γίνει. Κι αυτό, όπως και τα ανοικτά θέματα του Μνημονίου, θα έχει προοδευτικό ή συντηρητικό πρόσημο. Μια διάκριση που εμφανίζεται όταν σπάει η φούσκα των ονειροφαντασιών. Οπως τώρα.
Η χώρα ταλαιπωρήθηκε από διαδοχικά Ζάππεια δημαγωγίας, από συνονθυλεύματα (δήθεν αριστερών...) κραυγών και φαντασιώσεων, από διαδοχικά success stories και δημαγωγούς που είχαν για κάθε πρόβλημα μια σαφή, απλή και βαθιά λαθεμένη λύση και μοίραζαν υποσχέσεις ότι αρκεί να αναλάβουν τη διακυβέρνηση για να μας απαλλάξουν από τα δεινά, αφού θα επαναδιαπραγματεύονταν τις επαχθείς συμφωνίες κι όλοι οι υπόλοιποι θα απολαμβάναμε τους καρπούς του δικού τους σκληρού αγώνα. Με μεγάλες αδικίες και διευρυνόμενες ανισότητες, με άτσαλες περικοπές δαπανών, με αποδιάρθρωση (αντί μεταρρύθμιση) του κράτους, τα ελλείμματα μαζεύτηκαν αλλά πελατειακό κράτος, διαφθορά, παρασιτισμός και κομματισμός, στέκουν ολόρθα. Λες και ήταν χθες...
Και τώρα; Μέσα σε αυτά τα βασανιστικά χρόνια ο ελληνικός λαός έχει αποκτήσει μια νέα ωριμότητα, που αποτελεί το πρώτο θεμέλιο για μια νέα προσπάθεια. Δεύτερο, παρά τις καταστροφές, η χώρα μας παραμένει μια από τις πλουσιότερες του κόσμου, η Παγκόσμια Τράπεζα την κατατάσσει στην 23η θέση μεταξύ δύο εκατοντάδων χωρών, με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης.
Σχεδόν τα δύο τρίτα της κοινωνίας έχουν καταφέρει να στέκονται στα πόδια τους και πολλοί απλώνουν το χέρι και βοηθούν να σηκωθούν όσοι από εμάς έχουν ηττηθεί. Ο πλούτος της χώρας και το κίνημα αλληλεγγύης (ό,τι πολυτιμότερο έχει γεννηθεί στα χρόνια της κρίσης!) είναι το δεύτερο θεμέλιο για μια πολιτική υπέρβασης της κρίσης σταθερά – άρα, με δικαιοσύνη. Το τρίτο είναι η νέα συμφωνία που έχει επιτευχθεί με την Ευρώπη. Η συμφωνία προκρίθηκε της καταστροφής με μια συντριπτική πλειοψηφία όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Και, γι’ αυτό, υπερψηφίστηκε όχι από ένα (όπως η πρώτη) ούτε από τρία (όπως η δεύτερη) αλλά από πέντε κόμματα, μεταξύ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα. Δεν είναι η χειρότερη. Το ασφαλιστικό είναι το πιο επώδυνο, αλλά αυτό έπρεπε να αντιμετωπιστεί έτσι ή αλλιώς γιατί, απλά, δεν είναι βιώσιμο. Είναι δύσκολη, γιατί (α) περιέχει όλες τις μεταρρυθμίσεις που απέφυγαν να κάνουν οι κυβερνήσεις επί 5 χρόνια, (β) έρχεται μετά από ένα σερί αποτυχίας και αναξιοπιστίας προς τους έξω και προς τους μέσα και (γ) επειδή πολλά πρέπει να γίνουν σε βραχύτατο χρόνο: Το 60% των μέτρων εντός του 2015, το υπόλοιπο 40% μέσα στο πρώτο 3μηνο του 2016. Εδώ μπαίνει η Πολιτική. Πολλά μείζονος σημασίας θέματα είναι ανοικτά, το Μνημόνιο δεν προσδιορίζει πώς θα αντιμετωπιστούν. Δεν ορίζει πώς θα γίνει η νέα κεφαλαιοποίηση των τραπεζών: Μέχρι σήμερα ο ελληνικός λαός χρεώθηκε κι έδωσε περίπου 40 δισ. ευρώ, οι ιδιώτες έβαλαν 12 δισ. ευρώ με αυξήσεις κεφαλαίου, τώρα φαίνεται θα δοθούν κι άλλα 20 δισ. περίπου από τους φορολογούμενους, σε τράπεζες που όλες μαζί έχουν αξία μικρότερη από 5,5 δισ. ευρώ, δεν δίνουν δάνεια και θωρούν ακίνητες τα «κόκκινα» δάνεια και θαλασσοδάνεια που είχαν δοθεί. Τι θα γίνει τώρα; Αλλο θέμα είναι η ρύθμιση του δημόσιου χρέους: Αν θα επιτευχθεί, με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί. Ή, το θέμα των αγροτών: Θα σχεδιαστούν πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγής ώστε οι αγρότες να μπορούν να πληρώνουν ίσο φόρο με εκείνον που πληρώνουν τα κατεξοχήν θύματα της κρίσης, τα αστικά στρώματα, ή θα επιχειρηθεί να τους προσφερθεί μία ακόμη πελατειακή ρύθμιση;
Αλλά, πέραν πολλών θεμάτων του Μνημονίου που επιδέχονται διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις (δυστυχώς, απουσίασαν από τον προεκλογικό διάλογο...) υπάρχει το μείζον θέμα της μετά-την-κρίση-Ελλάδας.
Βασική επιδίωξη και του Γ΄ Μνημονίου είναι να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα καταστεί ικανή να πληρώσει τα χρέη της. Κι αν εφαρμόσουμε πλήρως -όπως οφείλουμε τιμώντας την υπογραφή μας- το Γ΄ Μνημόνιο, πάλι δεν θα ανοίξει ο δρόμος της βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας, με δημοκρατία, δικαιοσύνη και προοπτική. Γιατί κανένα Μνημόνιο και κανένας δανειστής δεν έχει μέλημα πώς θα είναι η Ελλάδα που θέλουμε να ζήσουμε και να κληροδοτήσουμε στις νέες γενιές. Ούτε τους πέφτει λόγος. Αυτό το σχέδιο θα το κάνουμε εμείς ή δεν θα γίνει. Κι αυτό, όπως και τα ανοικτά θέματα του Μνημονίου, θα έχει προοδευτικό ή συντηρητικό πρόσημο. Μια διάκριση που εμφανίζεται όταν σπάει η φούσκα των ονειροφαντασιών. Οπως τώρα.
Καθημερινή 20/9/2015