Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Από την αντισυστημική ψήφο στην κοινωνική σύγκρουση


του Σταύρου Λυγερού
Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν έρχονται απλώς να προστεθούν σε μία σειρά γεγονότων, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η λεγόμενη φιλελεύθερη συναίνεση (Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά), που κυριάρχησε στη Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κλυδωνίζεται. Ανεβαίνουν “πίστα” σ’ αυτή τη διαδικασία: η κοινωνική αντίδραση δεν εκφράζεται πλέον μόνο ως αντισυστημική ψήφος, αλλά και ως κοινωνική σύγκρουση.
Η Δύση δεν βρίσκεται στο 2007, παρότι οι άρχουσες ελίτ έχουν την τάση να διαβάζουν τα γεγονότα λες και βρισκόμαστε πριν την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Γι’ αυτό και συνήθως διαψεύδονται, γεγονός που τραυματίζει την αξιοπιστία τους. Δεν τους είναι, άλλωστε, εύκολο να χωνέψουν το γεγονός ότι το μέχρι πριν μερικά χρόνια χειραγωγημένο ακροατήριό τους έχει περιέλθει σε κατάσταση ημιανταρσίας. Η ημιανταρσία μικρομεσαίων στρωμάτων εκδηλώθηκε πρώτα στις κάλπες και προσέλαβε τη μορφή αντισυστημικής ψήφου. Με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων ανέβηκε ένα επίπεδο, προσλαμβάνοντας διαστάσεις κοινωνικής αναταραχής. Τα γεγονότα, πάντως, είναι πολλά και πεισματάρικα για να τα αγνοήσουμε
Oι πρώτες τεκτονικές αλλαγές έλαβαν χώρα στην Ελλάδα των Μνημονίων. Η εκλογική επιρροή του άλλοτε πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ η ΝΔ αγωνίζεται να φθάσει το ποσοστό που έπαιρνε όταν υφίστατο βαριά ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μια ζωή αγωνιζόταν να υπερβεί το 3% για να εισέλθει στη Βουλή, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτο κόμμα και κυβερνά. Η Χρυσή Αυγή, που έπαιρνε 0,3%, σήμερα είναι σταθερά τρίτο κόμμα, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της είναι στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Το Brexit μπορεί να πάτησε στον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά πήγασε από την ίδια μήτρα που τροφοδοτεί και την Ακροδεξιά και κάποια αριστερά ή ιδιότυπα κόμματα, τα οποία αλλάζουν τον παραδοσιακό πολιτικό χάρτη στη Δύση. Στην Αυστρία με την μακρά σοσιαλδημοκρατική παράδοση, πριν λίγα χρόνια ο ακροδεξιός υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας έχασε μόλις και μετά βίας. Πιθανόν, μάλιστα, να κέρδιζε εάν απέναντί του δεν ήταν ένας οικολόγος υποψήφιος με αντισυστημικό προφίλ.
Από το πουθενά έχουν γίνει κεντρικοί πολιτικοί παίκτες στην Ισπανία το αριστερό κίνημα Ποδέμος και στη χώρα της Μέρκελ το ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία. Στην Ολλανδία η ακροδεξιά του Βίλντερς δεν κέρδισε την πρωτιά, αλλά ενίσχυσε τη δύναμή της. Στην Ουγγαρία και στην Πολωνία υπάρχουν λαοπρόβλητες κυβερνήσεις, οι οποίες στέκονται απέναντι στο ευρωιερατείο.

Από τον Τραμπ στην Ιταλία

Ο “ιός” της αντισυστημικής ψήφου πρόσβαλε δυνατά και την μητρόπολη του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πριν 15 χρόνια θα ήταν αδιανόητο να εκλεγεί πρόεδρος ένας τύπος με το πρόγραμμα του Τραμπ. Εξίσου αδιανόητο ήταν ο Σάντερς, ένας σοσιαλιστής από το ασήμαντο Βερμόντ, να διεκδικούσε με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών από την Κλίντον. Η εκλογή Τραμπ αιφνιδίασε, επειδή η αντισυστημική ψήφος ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Ειδικά όταν προέρχεται από μικρομεσαίους νοικοκυραίους με μάλλον συντηρητική ιδεολογία, οι οποίοι δεν έχουν συνηθίσει να κάνουν πολιτικό θόρυβο, όπως οι δεδηλωμένοι αριστεροί και οι αμφισβητίες των κοινωνικών κινημάτων.
Ας έλθουμε τώρα στην Ιταλία. Τα όσα συμβαίνουν εκεί δεν ήταν καθόλου κεραυνός εν αιθρία. Η τάση ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Στην άλλοτε πρωταθλήτρια του ευρωπαϊσμού ο ευρωπαϊστής κεντροαριστερός Ρέντζι έχασε με διαφορά το δημοψήφισμα και υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο επίσης κεντροαριστερός Τζεντιλόνι, αλλά όταν ήλθε η ώρα της κάλπης, οι Ιταλοί ανέδειξαν νικητές το ιδιότυπο Κίνημα των 5 Αστέρων και τη Λέγκα.
Και τα δύο αυτά κόμματα είχαν κοινό παρονομαστή όχι τον παραδοσιακό βρετανικού τύπου ευρωσκεπτικισμό, αλλά την αντίθεση στη μετάλλαξη της ΕΕ, σ’ αυτό που κωδικά αποκαλείται γερμανική Ευρώπη. Από εκεί προκύπτει και η έντονη επιφύλαξή τους για το ευρώ κι όχι από αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη κοινού νομίσματος. Οι δύο νικητές, παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, σχημάτισαν την κυβέρνηση Κόντε, η οποία δέχεται συνεχώς πιέσεις και εκβιασμούς από το ευρωιερατείο.

Τα πολιτικά νιάτα του Μακρόν!

Ο κατάλογος είναι μακρύς και δεν έχει νόημα να τον εξαντλήσουμε. Θα εστιάσουμε, όμως, στη Γαλλία, η οποία τις τελευταίες εβδομάδες κλυδωνίζεται από ένα ρωμαλέο κοινωνικό κίνημα. Και εκεί είχε εκδηλωθεί δυναμικά η αντισυστημική ψήφος. Διαπιστώνοντας τη δυναμική της Λεπέν, οι γαλλικές άρχουσες ελίτ μεθόδευσαν την εκλογή του άφθαρτου Μακρόν.
Πρώτα επέβαλαν στον πρώην πρόεδρο Ολάντ να τον διορίσει υπουργό, ώστε να πάρει το βάπτισμα του πυρός της πολιτικής από ανώτατη θέση. Στη συνέχεια, όταν η κυβέρνηση Ολάντ πήρε κατεύθυνση προς τα βράχια, ο Μακρόν εγκατέλειψε το σκάφος και ίδρυσε ένα κίνημα για να διεκδικήσει την προεδρία. Εάν το έκανε οποιοσδήποτε άλλος θα είχε αποτύχει παταγωδώς.
Ο Μακρόν, όμως, είχε την αμέριστη παρασκηνιακή υποστήριξη των αρχουσών ελίτ. Όχι μόνο βοήθησαν την υποψηφιότητά του με όλα τα μέσα, αλλά φρόντισαν και να του καθαρίσουν το έδαφος. Μέσω των ΜΜΕ που ευθέως ή εμμέσως ελέγχουν, έβαλαν στο στόχαστρο τον υποψήφιο της γκωλικής Δεξιάς Φιγιόν, ο οποίος ήταν και το φαβορί. Με την υπερπροβολή μικροπαραπτωμάτων, τα οποία αναγορεύθηκαν σε σκάνδαλα, η υποψηφιότητα Φιγιόν πριονίστηκε, με αποτέλεσμα στον δεύτερο γύρο να περάσει ο Μακρόν.
Από εκεί και πέρα η εκλογή του ήταν δεδομένη, λόγω του γεγονότος ότι όλοι οι άλλοι υποχρεωτικά τον ψήφισαν για να αποτρέψουν την εκλογή της Λεπέν. Μπορεί ο Μακρόν να εξελέγη θριαμβευτικά, αλλά τα υψηλά ποσοστά στον πρώτο γύρο τόσο της Λεπέν όσο και του μοναχικού καβαλάρη της Αριστεράς Μελανσόν έδειξαν τις διεργασίες που συντελούνταν στη γαλλική κοινωνία.
Τα πολιτικά νιάτα του Μακρόν, άλλωστε, δεν κράτησαν για πολύ. Ούτε και οι ελπίδες που επενδύθηκαν από πολλούς Γάλλους στην υποψηφιότητά του. Αποδείχθηκε στην πράξη πως ως πρόεδρος δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να συνεχίζει την ίδια (νεο)φιλελεύθερη πολιτική, συχνά με πιο επιθετικό τρόπο από τον Ολάντ. Εξ ου και το προσωνύμιο ο “πρόεδρος των πλουσίων”.

Η αμφισβήτηση της (νεο)φιλελεύθερης ηγεμονίας

Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι η παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου της (νεο)φιλελεύθερης πλέον συναίνεσης (Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά) αμφισβητείται. Τα μικρομεσαία στρώματα, που αρχίζουν να στρέφουν μαζικά την πλάτη στις παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, δεν έχουν, βεβαίως, προσβληθεί από κάποιου είδους ιδεολογικό ιό που τα ωθεί προς τα άκρα. Η κύρια αιτία που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ότι αυτή περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του Δυτικού Κόσμου.
Ο πολιτικός χάρτης των δυτικών χωρών αλλάζει περισσότερο ή λιγότερο, λόγω των τεκτονικών αλλαγών που προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες όχι μόνο η οικονομική κρίση του 2008, αλλά και η παγκοσμιοποίηση. Η παρόξυνση της ανισοκατανομής του πλούτου και η μετανάστευση της παραγωγής σε αναδυόμενες βιομηχανικές χώρες συμπιέζουν οικονομικά και κοινωνικά τη μικρομεσαία τάξη και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Μεγάλα τμήματά της δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να διατηρήσουν το επίπεδο ευημερίας, ενώ τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα δυσκολεύονται να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το “τρένο” μικρομεσαίους νοικοκυραίους και βεβαίως την παραδοσιακή εργατική τάξη που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση.
Η αντανάκλαση αυτής της οικονομικής συμπίεσης στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο ροκανίζει την πολιτική ηγεμονία του διδύμου Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά. Παραλλήλως, η μαζική είσοδος παράνομων μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνιών που ήδη νοιώθουν ότι απειλούνται με φτωχοποίηση. Γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού, ο ανταγωνισμός από τη φθηνή εργασία των μεταναστών βιώνεται σαν πρόσθετη απειλή. Όπως σαν απειλή βιώνονται και οι διάφορες κοινωνικές παρενέργειες της παράνομης μετανάστευσης. Ως αντίδραση στο επώδυνο σήμερα, εκδηλώνεται ένα αίσθημα νοσταλγίας για τις παλιές καλές ημέρες και μία τάση παλινδρόμησης στο εθνικό κράτος.

Α-δέσποτα συγκρουσιακά κινήματα

Όσο οι άρχουσες ελίτ συνειδητοποιούν ότι χάνουν τον πολιτικό έλεγχο μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας τόσο καταφεύγουν με αντιδημοκρατικές πρακτικές. Σερβίρουν νέου τύπου “αριστοκρατικές” αντιλήψεις, με σκοπό να αμφισβητήσουν την ικανότητα του λαού να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο αμφισβητείται η πολιτική ηγεμονία τους, τόσο οι (νεο)φιλελεύθεροι (και στις δύο εκδοχές τους) αμφισβητούν εντονότερα τον πυρήνα της αστικής δημοκρατίας, η οποία, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τείνει να μετατραπεί σε κέλυφος.
Οτιδήποτε αμφισβητεί τη δέσμη των κυρίαρχων δογμάτων χαρακτηρίζεται λαϊκισμός, απαξιώνεται και εξοβελίζεται. Είναι τέτοια η περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι άρχουσες ελίτ και οι πολιτικές εκφράσεις τους προς το “πόπολο” και έχει γίνει τέτοια κατάχρηση στην πλύση εγκεφάλου, κυρίως με την ιδεολογική ρομφαία του αντιλαϊκισμού, που πλέον φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν τα καθεστωτικά Μίντια υποστηρίζουν με πάθος κάτι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντανακλαστικά υιοθετεί την αντίθετη θέση.
Στην πραγματικότητα, παραλλήλως με την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιά-Αριστερά, αναδύεται από τα σπλάχνα των δυτικών κοινωνιών μία νέα διαχωριστική γραμμή που παραπέμπει σε μία νέα κοινωνικοταξική πραγματικότητα. Αυτό κατέστη εμφανές από το κίνημα των Αγανακτισμένων στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο τώρα στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία. Αυτού του είδους τα νέα κινήματα δεν έχουν παραδοσιακό ιδεολογικό πρόσημο, είναι ακηδεμόνευτα, α-δέσποτα.
Στην πραγματικότητα γεννήθηκαν και τροφοδοτούνται από την κοινωνικοταξική πραγματικότητα που έχει επιβάλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στις δυτικές κοινωνίες. Η μόνη διαφορά αυτού που σήμερα λαμβάνει χώρα στη Γαλλία είναι ότι η κοινωνική αντίδραση δεν περιορίζεται πλέον στην αντισυστημική ψήφο. Εκδηλώνεται και ως κοινωνική αναταραχή.
Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων μπορεί να ξεκίνησε από την αύξηση της φορολογίας στη βενζίνη, αλλά είναι οι προαναφερθείσες βαθύτερες αιτίες που το μετατρέπουν σε συγκρουσιακό κίνημα αμφισβήτησης της εξουσίας και ενστικτωδώς συνολικά του συστήματος, έστω κι αν ούτε το συνειδητοποιεί, ούτε και έχει τις προϋποθέσεις να το αλλάξει.
www.slpress.gr
12/12/2018

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

H αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής επιχειρηματικότητας

του Γιώργου Παπανικολάου

Σε μια περίοδο που η χώρα χρειάζεται επενδύσεις ύψους έως και 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά και σημαντικές συνενώσεις δυνάμεων προκειμένου να αυξηθεί το «μέσο μέγεθος» της ελληνικής επιχείρησης, τα στοιχεία δείχνουν πως, με κάποιες εξαιρέσεις, η εγχώρια αγορά παραμένει σε μεγάλο βαθμό... απαθής.
Οι βασικότερες ενδείξεις περί αυτού προκύπτουν, αφενός, από τα ελάχιστα κεφάλαια που έχουν επαναπατριστεί κατόπιν της μαζικής εξόδου καταθέσεων, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, κι αφετέρου, από τα ελάχιστα deal συνένωσης που έχουν προκύψει ως σήμερα, με πρωτοβουλία ελληνικών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ουδείς αμφισβητεί αυτά τα γεγονότα, πλην όμως, αρκετοί είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να σημειώσουν ως δικαιολογίες, είτε τις δυσκολίες χρηματοδότησης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είτε τα -γνωστά έτσι κι αλλιώς- εμπόδια της ελληνικής πραγματικότητας, καθώς το κράτος, ακόμη και σήμερα που επιβάλλεται να στηριχθεί η εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα, εξακολουθεί να δυσλειτουργεί.
Είναι όμως τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα; Ή μήπως σημαντική επίδραση έχει και η ελληνική νοοτροπία, που παραδοσιακά εμπόδιζε τις συνενώσεις (στη λογική του καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη), αλλά και η έλλειψη σοβαρής μελέτης των «ευκαιριών» που προσφέρει η σημερινή πραγματικότητα των (κατά γενική ομολογία) απομειωμένων αποτιμήσεων και των ανακατατάξεων σε κλάδους και τομείς;
Συγκεκριμένα παραδείγματα, από διαφορετικούς κλάδους (μεταξύ αυτών και ο τουρισμός) δείχνουν πως όταν υπάρχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, τα κεφάλαια βρίσκονται, είτε από την Ελλάδα είτε από το εξωτερικό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, η είσοδος ξένων επενδυτών (που κατά τεκμήριο έχουν το μειονέκτημα της ελλιπούς γνώσης της ελληνικής αγοράς) δείχνει ότι ούτε τα γραφειοκρατικά και λοιπά εμπόδια αποτελούν πειστική δικαιολογία «αποχής», εφόσον υπάρχει επιχειρηματική ευκαιρία.
Είναι ίσως χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας ότι στον περιβόητο κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας, που γέννησε μεγάλες προσδοκίες, για να οδηγηθεί τελικά σε κατάρρευση (με ουσιώδη υπαιτιότητα των πάλαι ποτέ πρωταγωνιστών του), η συνένωση έγινε τελικά από ξένο παίκτη, κι αυτό μόνον όταν οι τεράστιες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες οδήγησαν σε υποχρεωτική πώληση των εταιριών. Κι έτσι ένας εξαιρετικά υποσχόμενος κλάδος πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια ξένων συμφερόντων.
Χωρίς να είναι βέβαια ο μόνος. Η πικρή αλήθεια είναι ότι εάν δεν κινητοποιηθεί σύντομα η εγχώρια επιχειρηματικότητα κινδυνεύει να μείνει εκτός του νυμφώνος στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, με τους ξένους να αγοράζουν επιχειρήσεις και στρατηγικό «μέγεθος», σε τιμές ευκαιρίας.
Ακόμη όμως και σε άλλους κλάδους, στους οποίους δεν υπάρχει σήμερα ικανό μέγεθος για να προσελκύσει ούτε ως «βάση μελλοντικών κινήσεων», ξένα κεφάλαια, η κατάσταση παραμένει σε τέλμα, ελλείψει εγχώριων πρωτοβουλιών, παρότι η ανάγκη περιορισμού των κόκκινων δανείων δημιουργεί ευκαιρίες.
Αναμφίβολα και στον τομέα αυτόν υπάρχουν εμπόδια, είτε γραφειοκρατικά είτε οφειλόμενα στη διστακτικότητα των τραπεζών, ακόμη και σε περιπτώσεις που θα έπρεπε να στρώνουν χαλί για την εμφάνιση αξιόπιστου συνομιλητή. Το βασικότερο θέμα όμως φαίνεται να είναι η έλλειψη πρόθυμων επιχειρηματιών που έχουν το know how και τη διάθεση για να προωθήσουν συνενώσεις, αυξάνοντας το μέγεθός τους.
Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη «χαμένη ευκαιρία» της σημερινής συγκυρίας, καθώς, όπως καταγράφεται και σε σχετικό ρεπορτάζ του Euro2day.gr, εάν κάποιοι επιχειρηματίες τολμούσαν τέτοιου είδους κινήσεις, είναι πολύ πιθανό ότι θα έβρισκαν όχι μόνο χρηματοδότες από το εξωτερικό αλλά ενδεχομένως και «έτοιμους αγοραστές» για τη νέα -και μεγαλύτερη- οντότητα. Κι αυτό θα είχε πολλαπλασιαστική επίπτωση στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αυξάνοντας συνδυαστικά και την «υπεραξία» για την εγχώρια επιχειρηματικότητα, αλλά και το εύρος εμπλοκής ξένων κεφαλαίων, που σήμερα περιορίζεται από την πολυδιάσπαση και το μικρό αναλογικά μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων.
Αυτή η «αχίλλειος πτέρνα» της ελληνικής επιχειρηματικότητας δεν αποτελεί βεβαίως νέο φαινόμενο. Ακόμη και στις πιο καλές εποχές, κατέστη εμφανής η αδυναμία ελληνικών εταιριών (με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) να αυξήσουν αποτελεσματικά το μέγεθός τους, αλλά και να αναδιαρθρωθούν εσωτερικά προκειμένου να εκσυγχρονιστούν και να ξεφύγουν από το προσωπικό ή το οικογενειακό μοντέλο.
Η οδυνηρή έκπληξη είναι ότι ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια κρίσης, φαίνεται να ισχύει το ίδιο!
www.euro2day.gr
10/12/2018