Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

«…'Ώστε η δαπάνη να μην υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ»

του Κώστα Καλλίτση

Η Ελλάδα είχε αναλάβει την υποχρέωση να κάνει ό,τι πρέπει στο εσωτερικό για να διευκολύνει την οικοδόμηση ενός διαφορετικού, βιώσιμου μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ είχαν την υποχρέωση να κάνουν ό,τι πρέπει με το δημόσιο χρέος μας, για να μπορέσουμε να βγούμε στις διεθνείς αγορές.
Εμείς, παρά τις γνωστές αδυναμίες, κάναμε πολλά και δύσκολα. Εταίροι και ΔΝΤ, σήμερα, δείχνουν απρόθυμοι να ανταποκριθούν στη δική τους υποχρέωση. Ειδικά το ΔΝΤ, με την ακραία στάση του, υπονομεύει την έξοδό μας στις αγορές και το πιο επείγον, την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του κ. Ντράγκι. Η δε αποκλειστική μέριμνα του κ. Σόιμπλε για τον «κουρέα του Μονάχου» ενόψει εκλογών, εμποδίζει την ευελιξία που απαιτείται προκειμένου να συναφθεί μια θετική συμφωνία πριν από τον Οκτώβριο.
Το κρίσιμο είναι να μην εμποδιστεί η ένταξή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Οχι μόνο γιατί αυτή η ένταξη θα είναι μια συμβολική σφραγίδα φερεγγυότητας της χώρας. Αλλά, επίσης, διότι η ένταξη (α) μεσοπρόθεσμα θα μειώσει το κόστος δανεισμού της χώρας, (β) άμεσα θα επιτρέψει τη μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων και (γ) θα διευκολύνει τις ελληνικές τράπεζες να βγουν στις αγορές το φθινόπωρο με νέες τιτλοποιήσεις, ώστε να έχουν καλά αποτελέσματα στα stress tests των αρχών του 2018. Αν αυθαίρετα αποκλειστούμε από το πρόγραμμα, οι τράπεζες όχι μόνο δεν θα ωθηθούν να δώσουν νέα δάνεια, αλλά θα εμποδιστούν να βγουν στις αγορές για να καλύψουν και τις δικές τους ανάγκες με επάρκεια, έγκαιρα και ανεκτό κόστος.
Με άλλα λόγια, ενδεχόμενος αποκλεισμός μας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα υπονομεύσει την ολοκλήρωση της δικής μας δουλειάς, της ανασυγκρότησης της οικονομίας. Θα μπει θηλιά σε ένα ήδη πολύ δύσκολο πρόγραμμα. Περί αυτού πρόκειται.
Τι θα ήταν σκόπιμο να επιδιώξει η ελληνική κυβέρνηση;
Αυτό που δεν είναι μείζον θέμα ώστε να απορροφά όλη τη σκέψη και τη δράση της, είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα. Γιατί:
(α) Μέχρι το 2022 είναι απολύτως εφικτός ο στόχος του 3,5% εφόσον πετύχουμε μια οικονομική μεγέθυνση – ήδη επετεύχθη πολύ μεγαλύτερο φέτος, παρά τη μηδενική ανάπτυξη.
(β) Επί σειρά ετών, το δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990, πετυχαίναμε πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι τότε πετυχαίναμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης – αυτό είναι το κρίσιμο.
(γ) Μετά το 2022 τα πλεονάσματα θα προσδιορίζονται με βάση όσα ορίζονται από το ευρωπαϊκό Fiscal and Growth Pact, δηλαδή από το Σύμφωνο που ισχύει για όλη την Ευρώπη και είχε ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή το 2014 – με εισηγητή τον κ. Χρ. Σταϊκούρα. Α (κατα)νοήτως η αντιπολίτευση ωρύεται για δέσμευση της χώρας μέχρι το 2060 και λοιπά πένθιμα. Αυτό το Σύμφωνο θα ισχύσει και για την Ελλάδα ως μέλος της Ευρωζώνης. Και βάσιμα εκτιμάται ότι μετά το 2022 τα πρωτογενή πλεονάσματα σταδιακά θα μειώνονται. Αν το Σύμφωνο δεν μας αρέσει, ε, ας βγούμε από την Ευρωζώνη…
Το μείζον θέμα είναι να επιτευχθεί η ένταξή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης άμεσα.
Η πρόταση των 8 σημείων που διατύπωσε ο κ. Σόιμπλε είναι μια βάση – δεν είναι για πέταμα. Περιέχει ορισμένα θετικά σημεία, όπως την απαλλαγή μας από την επιβάρυνση 2% (περίπου 200 εκατ. ευρώ) στο δάνειο για την επαναγορά ομολόγων που κάναμε τον Δεκέμβριο 2012, τη μετατροπή ενός μέρους κυμαινόμενου σε χαμηλό σταθερό κόστος κ.ά. Εχει δύο αρνητικά: Προβλέπει (α) περίοδο χάριτος για τα ευρωπαϊκά δάνεια «από 0 έως 15 έτη» και (β) επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους «με ή χωρίς μέτρα ελάφρυνσης». Αυτά τα σημεία, έτσι διατυπωμένα, δένουν τα χέρια του κ. Ντράγκι.
Αυτό που πρέπει να επιδιώξει η ελληνική κυβέρνηση είναι μια ενδιάμεση τοποθέτηση που θα λύνει τα χέρια του κ. Ντράγκι. Κι αυτή θα ήταν μια πρόβλεψη στη συμφωνία, ότι οι εταίροι μας θα λάβουν «όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου η δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους να μην υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ». Αυτό, ενδεχομένως να έδινε το «πράσινο φως» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μας εντάξει στο πρόγραμμα. Αυτό λοιπόν θα έπρεπε να επιδιώξει η κυβέρνηση.
Οσον αφορά τα μέτρα που έχουμε συμφωνήσει, είναι βέβαιο ότι θα τα εφαρμόσουμε – είτε συμμετέχει είτε δεν συμμετέχει το ΔΝΤ. Τα περί του αντιθέτου, καλό είναι να τα ξεχάσουν όλοι. Και αντί για εθνική συναίνεση στο να μας χαρίσουν τα χρέη, αντί παλινωδίες «ναι ή όχι στο ΔΝΤ» και «ναι ή όχι στην πρόταση Σόιμπλε», καλό θα ήταν να κάνουμε μια εθνική προσγείωση. Στην πραγματικότητα. Γιατί αν την αγνοείς, ως γνωστόν, δεν μπορείς να την αλλάξεις...
Καθημερινή 28/5/2017

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

H «αέναη» λύση για το χρέος και οι γερμανικές εκλογές

του  Γιώργου Παπανικολάου

Η μάχη οπισθοφυλακών που δίνει ο «πολύς» κ. Σόιμπλε για το θέμα του ελληνικού χρέους, προσπαθώντας να αφήσει όσο το δυνατόν πιο αόριστες τις ρυθμίσεις κι αποφεύγοντας όπως ο διάολος το λιβάνι οποιαδήποτε δέσμευση για μείωση των επιτοκίων, μόνο ανεξήγητη δεν είναι.
Ενόψει εκλογών, το τελευταίο που θα ήθελε η παράταξη της κας Μέρκελ είναι να δει τους ευρωσκεπτικιστές της χώρας να κάνουν σημαία την απώλεια χρημάτων εκ μέρους του πάντα συντηρητικού Γερμανού φορολογούμενου.
Ωστόσο, οι επαΐοντες -και όχι μόνον αυτοί- γνωρίζουν ήδη ότι αργά ή γρήγορα το ελληνικό χρέος θα ρυθμιστεί με έναν τρόπο που θα θυμίζει τα perpetual bonds, τα λεγόμενα ομόλογα «αέναης» λήξης.
Χαρακτηριστικό είναι πρόσφατο άρθρο των Financial Times που δημοσίευσε το Euro2day.gr, με τίτλο «Το ελληνικό χρέος και η Οδύσσεια μέχρι το… 2100», όπου καταγράφεται η αδυσώπητη πραγματικότητα: «Η προσπάθεια να "παντρευτούν" οι απαισιόδοξες υποθέσεις του ΔΝΤ για τα μελλοντικά πλεονάσματα του προϋπολογισμού της Ελλάδας με το περιορισμένο εύρος των επιλογών για την ελάφρυνση του χρέους που θα μπορούσε να δεχθεί η ευρωζώνη, οδηγεί σε αποτελέσματα που προκαλούν κατάπληξη. Ένα σενάριο προβλέπει πως ορισμένα από τα δάνεια διάσωσης δεν θα αποπληρωθούν πριν το 2100».
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι θα δούμε τέτοιες λύσεις να περιγράφονται ευκρινώς σε όποια δέσμευση των δανειστών για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους αναμένουμε για το επόμενο διάστημα.
Σημαίνει όμως ότι για πολιτικούς λόγους θα συνεχίσει κατά πάσα πιθανότητα να υπάρχει ένα παιχνίδι «extend and pretend», που θα κλωτσάει το τενεκεδάκι παρά πέρα, χωρίς μάλλον να δίνει μια οριστική λύση για αρκετό ακόμη διάστημα.
Ποιους αφορά το παιχνίδι αυτό; Αφορά τις πολιτικές ηγεσίες των Ευρωπαίων δανειστών μας -και κυρίως τη Γερμανία, η οποία κατά τα φαινόμενα δεν θα έχει πολιτική αλλαγή μέσω των εκλογών-, που προσπαθούν να κρύψουν από την κοινή γνώμη των χωρών τους μια άλλη πραγματικότητα. Ότι λαμβάνοντας την απόφαση να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα το 2010, προκειμένου να μη χρεοκοπήσουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και δημιουργηθεί φαινόμενο «ντόμινο», ουσιαστικά μετέφεραν το «φέσι», που θα έτρωγε ο ιδιωτικός (τραπεζικός) τομέας, στην πλάτη των φορολογουμένων τους.
Όλα αυτά δεν είναι άγνωστα στην ελληνική πλευρά, είτε μιλάμε για την κυβέρνηση, είτε για τους ειδήμονες της αγοράς, γι' αυτό και σε τούτη τη φάση, όλοι θα είναι ικανοποιημένοι, αν η «λύση» που θα σχηματοποιηθεί το επόμενο διάστημα για το χρέος γίνει αποδεκτή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κι ας μην είναι μια τελεσίδικη και οριστική λύση.
ΥΓ: Για τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς των «αριθμών» και των άμεσων οικονομικών λύσεων, τα όσα συμβαίνουν, φαντάζουν κωμικοτραγικά. Πλην όμως, όταν τα οικονομικά θέματα μπλέκουν πολύ με την πολιτική, κάτι που συμβαίνει σίγουρα όταν δανειστές και δανειζόμενοι είναι κρατικές οντότητες, οι αριθμοί περνούν στο πίσω κάθισμα και μένει στο τιμόνι το «πολιτικά εφικτό».
www.euro2day.gr 22/5/2017

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Οι τρεις διαστάσεις του λαϊκισμού

του Νίκου Μουζέλη

Με τη θεαματική άνοδο του λαϊκισμού, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, στην Τουρκία και αλλού, η ενασχόληση με το θέμα δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της καθημερινότητας και των ΜΜΕ, αλλά παίζει και κεντρικό ρόλο στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Στον καθημερινό λόγο ο λαϊκισμός παραπέμπει στην ιδέα πως ένας χαρισματικός ηγέτης στον πολιτικό χώρο (αλλά όχι μόνο), για ψηφοθηρικούς κυρίως λόγους, δίνει υποσχέσεις που ξέρει εκ των προτέρων πως δεν μπορεί να υλοποιήσει - ή δίνει μια εικόνα της κατάστασης (εντός και εκτός της χώρας) που είναι τελείως εξωπραγματική. Στις κοινωνικές επιστήμες, η θεωρία του λαϊκισμού είναι πιο πολύπλοκη. Θα προσπαθήσω να δώσω μια γενική εικόνα αυτής της πολυπλοκότητας εξετάζοντας τρεις διαστάσεις του λαϊκισμού: την ιδεολογική, την οργανωτική και την κοινωνική βάση του.

Ιδεολογία

Εδώ οι βασικές ιδέες είναι λίγο-πολύ γνωστές: ο λαός έχει πάντα δίκιο, άρα το Σύνταγμα και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία υποβιβάζονται. Επιπλέον υπάρχει ένα κατεστημένο που χειραγωγεί τον λαό. Ο λαός θεοποιείται και το κατεστημένο δαιμονοποιείται. Υπάρχουν επίσης μειονότητες, πολιτισμικές κοινότητες, θρησκευτικές σέκτες, μετανάστες κ.τ.λ. που υποσκάπτουν την εθνική κουλτούρα ή/και τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων. Οσο για τον εξωτερικό χώρο, δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, οι Βρυξέλλες, η Γερμανία κ.τ.λ. χειραγωγούν με διάφορους άμεσους ή έμμεσους τρόπους τον λαό. Τα παραδείγματα τέτοιων ιδεολογιών βρίθουν. Στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, στον Μεσοπόλεμο και μετά, χαρισματικοί ηγέτες όπως ο Βάργκας (Βραζιλία), ο Ιμπανέζ (Χιλή) και ο Περόν (Αργεντινή) κινητοποίησαν τα λαϊκά στρώματα με αναφορές στο ολιγαρχικό κατεστημένο και στη χειραγώγησή του από τις ΗΠΑ. Αυτού του είδους η παράδοση συνεχίζεται σήμερα με λαϊκιστές ηγέτες όπως ο Τσάβες και ο Μαδούρο. Στη μεσοπολεμική Ευρώπη μια σειρά αυταρχικά καθεστώτα (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) ανέπτυξαν μια εθνικολαϊκιστική ιδεολογία. Το πιο ακραίο παράδειγμα ήταν βέβαια αυτό του ναζιστικού κινήματος. Αυτό εστιαζόταν στην εβραϊκή και παγκόσμια συνωμοσία, στους κομμουνιστές, στους αριστερούς διανοούμενους, στους υπανάπτυκτους Σλάβους και στους «υπάνθρωπους» Ρομά.

Η οργάνωση

Ο χαρισματικός ηγέτης τείνει να υποσκάπτει την αυτονομία των ενδιάμεσων στρωμάτων (οργανωσιακών, συνδικαλιστικών, επαγγελματικών) που εμποδίζουν την άμεση επαφή του με τα λαϊκά στρώματα, αφού είναι ο «πατέρας» του λαού ΤΟΥ. Ο Περόν, για παράδειγμα, κατάφερε να καταργήσει την αυτονομία των συνδικάτων που λειτουργούσαν ως αντίβαρο στην παντοδυναμία του. Ενα πιο πρόσφατο παράδειγμα στον χώρο της κομματικής οργάνωσης ήταν το ανδρεϊκό ΠαΣοΚ. Ενώ στα πριν της χούντας πελατειακά κόμματα οι τοπικοί προύχοντες/πάτρωνες είχαν σημαντική αυτονομία έναντι της κεντρικής κομματικής εξουσίας, στην πρώιμη ανδρεϊκή οργάνωση του ΠαΣοΚ τα μεσαία και κατώτερα στελέχη μετατράπηκαν σε υπαλλήλους ενός μαζικού κόμματος όπου κυριαρχούσε η βούληση του αρχηγού. Δεν υπήρχε σοβαρή εσωκομματική αντιπολίτευση, αφού ο κάθε υπουργός ή άλλος ισχυρός παράγοντας μπορούσε να αποπεμφθεί με ένα τηλεφώνημα.

Η λαϊκή βάση

Σε αυτό το τρίτο επίπεδο τα κοινωνικά στρώματα που προσφέρουν ευνοϊκό έδαφος για λαϊκιστικές κινητοποιήσεις είναι συνήθως όλοι αυτοί που βρίσκονται στο περιθώριο, καθώς και αυτοί που δεν έχουν «φωνή», που δεν παίζουν ρόλο στην ενεργό πολιτική αρένα. Για παράδειγμα, τα προπολεμικά λαϊκιστικά αγροτικά κινήματα στις ΗΠΑ στράφηκαν εναντίον των τραπεζών και του οικονομικού κατεστημένου των πόλεων. Με τη ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη τεχνολογικά εξελιγμένες μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις περιθωριοποίησαν έναν μεγάλο αριθμό μικροπαραγωγών. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε στα μεσοπολεμικά Βόρεια Βαλκάνια. Στη Βουλγαρία, π.χ., ο χαρισματικός ηγέτης Σταμπολίσκι κατόρθωσε να κινητοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού εναντίον των εμπόρων και του μοναρχικού κατεστημένου (τέτοιου είδους μαζικές κινητοποιήσεις δεν παρατηρούμε στη μεσοπολεμική Ελλάδα).

Περνώντας τέλος στον τωρινό λαϊκισμό του Τραμπ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατόρθωσε να κινητοποιήσει, κυρίως αλλά όχι μόνο, τους λευκούς βιομηχανικούς εργάτες στη λωρίδα των «σκουριασμένων» βιομηχανιών των βορειοδυτικών Πολιτειών. Οσο για την Ευρώπη σήμερα, ο ακροδεξιός εθνολαϊκισμός έχει ως βάση τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, καθώς και όλους αυτούς που είναι εναντίον των φυλετικά διαφορετικών, των προσφύγων (που υποτίθεται πως παίρνουν τις θέσεις εργασίας των ντόπιων), του κοσμοπολιτισμού κ.τ.λ.

Δεν χρειάζεται να τονίσω πως τις τρεις διαστάσεις με τη βοήθεια των οποίων ανέπτυξα τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκισμού (ιδεολογία, κομματική δομή, κοινωνική βάση) δεν τις βρίσκουμε μαζί σε όλα τα λαϊκιστικά κινήματα. Με άλλα λόγια, η παραπάνω θεωρητική κατασκευή αποτελεί αυτό που ο Max Weber αποκάλεσε «ιδεώδη τύπο». Γιατί στην πραγματικότητα κάθε λαϊκιστικό κόμμα/κίνημα/καθεστώς αποτελεί ένα μείγμα από λαϊκιστικά και μη λαϊκιστικά στοιχεία σε ένα πλαίσιο όπου τα πρώτα υπερτερούν.

Νέα εργαλεία

Η πιο επεξεργασμένη θεωρία περί αριστερού λαϊκισμού (παγκοσμίως γνωστή και δημοφιλής σε κύκλους της αριστερής διανόησης) είναι αυτή του Ernesto Laclau. Ο αργεντινός στοχαστής είχε ασχοληθεί στο πρώιμο έργο του με τη θεωρία του λαϊκισμού. Πιο πρόσφατα επανήλθε αντλώντας εννοιολογικά εργαλεία από τη σημειολογία.
Πολύ συνοπτικά, ο Laclau ξεκινά με την έννοια των (λαϊκών) απαιτήσεων. Αυτές συγκροτούνται σε δύο τύπους «αλυσίδων». Η μία είναι ένα σύνολο απαιτήσεων τις οποίες το κατεστημένο μπορεί να ικανοποιήσει σταδιακά, με ρεφορμιστικό τρόπο (π.χ., πρώτα η απαίτηση για ψήφο και μετά αυτή για κοινωνικές παροχές). Η δεύτερη αλυσίδα εμπεριέχει απαιτήσεις που πρέπει οι ελίτ να τις ικανοποιήσουν όλες μαζί (π.χ., απαιτήσεις που προέρχονται συνδυαστικά από διάφορες ομάδες, ομάδες που διαφοροποιούνται με βάση τη φυλή, το φύλο, την οικονομική ανέχεια, την πολιτική καταπίεση κ.τ.λ.). Σε αυτή την περίπτωση, οι ελίτ αδυνατούν να διαχειριστούν τις αλληλοσυνδεόμενες πιέσεις. Αυτό απειλεί σοβαρά το status quo. Δημιουργεί μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του κατεστημένου και του λαού - του «λαού» με την έννοια πως περνάμε από μια μάζα σε ένα λαϊκό, συγκροτημένο σύνολο. Σε έναν σχηματισμό ατόμων που αποκτούν μια ταυτότητα που διαμορφώνεται σταδιακά μέσα από το λαϊκό κίνημα. Οταν και αν αυτό εδραιωθεί, εγκαθιδρύεται μια μεταολιγαρχική ηγεμονία (π.χ., η πρώιμη περονική διακυβέρνηση).

Είναι κυρίως οι οπαδοί του Laclau που προσπάθησαν να διαχωρίσουν τη θεωρία του από τον εθνολαϊκισμό τύπου Λεπέν. Η λεγόμενη «Σχολή του Πανεπιστημίου του Essex» κάνει έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ του «αντιδραστικού» και του «προοδευτικού» λαϊκισμού. Ο πρώτος είναι ρατσιστικός και δίνει προτεραιότητα στην κουλτούρα και στις ταυτότητες, ενώ ο δεύτερος δίνει έμφαση σε προβλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης.
Κατά τη γνώμη μου όμως, και οι δύο λαϊκισμοί έχουν αρνητικά στοιχεία. Αυτό είναι προφανές αν ξεχωρίσει κανείς την πρώτη από τη δεύτερη φάση του λαϊκιστικού γίγνεσθαι. Ο αριστερός/προοδευτικός λαϊκισμός τύπου Laclau χαρακτηρίζεται αρχικά από έναν δημοκρατικό προσανατολισμό. Δηλαδή σπάει το μονοπώλιο εξουσίας ενός ολιγαρχικού κατεστημένου και αμβλύνει τις ανισότητες: δίνει «φωνή» στους περιθωριοποιημένους, τους εντάσσει εντός της ενεργού πολιτικής αρένας. Στη δεύτερη φάση όμως, με την οποία ο Laclau δεν ασχολείται σοβαρά, παρατηρούμε τη θεσμοποίηση ενός αυταρχικού καθεστώτος που οδηγεί σε οικονομικό αδιέξοδο. Ετσι στη Λατινική Αμερική χαρισματικοί ηγέτες λαϊκιστικού προσανατολισμού όταν πήραν την εξουσία βοήθησαν τις οικονομικά αδύναμες τάξεις κατά «αντιπαραγωγικό» τρόπο. Για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή φράση, «έδωσαν ψάρια στον λαό χωρίς να τους μάθουν να ψαρεύουν». Ετσι ο Τσάβες και κατόπιν ο Μαδούρο, π.χ., σπατάλησαν τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας χωρίς να ακολουθήσουν ένα σχέδιο ένταξης των λαϊκών στρωμάτων στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Συμπερασματικά, ο λαϊκισμός δεν είναι ένα συμπαγές, ομοιόμορφο σύνολο που μένει το ίδιο ανεξαρτήτως πλαισίου. Προσπάθησα να δείξω την πολυπλοκότητα του λαϊκιστικού φαινομένου εξετάζοντάς το σε τρία επίπεδα. Σε αυτά της ιδεολογίας, της κομματικής οργάνωσης και της λαϊκής βάσης. Παρ' όλη την πολυπλοκότητα όμως, υπάρχει σε όλους τους λαϊκισμούς ένα κοινό σημείο: το δίπολο λαός-κατεστημένο που αμβλύνει το δίπολο εργασία-κεφάλαιο. Κατά τη γνώμη μου, για την ανάλυση κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης, απαιτούνται και οι δύο προσεγγίσεις. Και αυτή των ταξικών και αυτή των λαϊκιστικών συγκρούσεων. Απαιτείται επίσης μια προσέγγιση που δεν εξετάζει μόνο την πρώτη φάση της εξέλιξης ενός λαϊκιστικού κινήματος αλλά και την επόμενη. Δηλαδή τη φάση όπου λαϊκιστές ηγέτες παίρνουν την εξουσία και ακολουθούν πολιτικές που οδηγούν σε οικονομικό αδιέξοδο και πολιτικό αυταρχισμό.

ΒΗΜΑ 14/5/2017

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Η συμβίωση με το τέλος της Ιστορίας

του Αντώνη Λιάκου

Πολλοί μιλούν απαξιωτικά και επικριτικά για «Το τέλος της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα, λίγοι όμως το έχουν διαβάσει και ακόμη λιγότεροι έχουν καταλάβει την προβληματική του. Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι η φιλελεύθερη κοινωνία φτάνει σε ένα σημείο στο οποίο λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που δεν χρειάζεται έξωθεν ρυθμίσεις, ή τουλάχιστον μεγάλες ρυθμίσεις που να προκαλούν αντίστοιχου μεγέθους διαμάχες. Αν η οικονομία είναι στον αυτόματο πιλότο, αυτορρυθμίζεται υπό τον όρο ότι δεν νοθεύεται ο αυτοματισμός της από εξωγενείς παράγοντες και δεν γίνονται υποχωρήσεις από τους κανόνες που έχουν τεθεί. Κι αν εξασφαλίζεται αυτή η λειτουργία, τότε η πολιτική είναι λιγότερο συγκρουσιακή και έχει ως κύριο καθήκον να εξασφαλίζει το  απρόσκοπτο του αυτοματισμού. Η πολιτική έχει επομένως όχι τον κύριο, αλλά συμπληρωματικό ρόλο. Υγιές νόμισμα και   τραπεζικό σύστημα θα εξασφαλίζουν την   αειφορία του συστήματος.  

Πηγή έμπνευσης του Φουκουγιάμα είναι ο Αλεξάντρ Κοζέβ, από τους πρώτους που προϊδεάστηκαν το μοντέλο της ευρωπαϊκής ένωσης ως έναν μηχανισμό με αυτά τα χαρακτηριστικά, αμέσως μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή καριέρα στη Γαλλία για να εργαστεί στις Βρυξέλλες ως γραφειοκράτης. Το τέλος της Ιστορίας επομένως δεν είναι μια χρονική στιγμή όπου υποτίθεται ότι τελειώνει η Ιστορία παντού, αλλά μια συνθήκη στην οποία προσχωρεί κανείς και η οποία επιβάλλεται με ακατάβλητη δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε φορά που η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να διαπραγματευθεί τους όρους των μνημονίων σε πολιτικό επίπεδο την παρέπεμπαν στα τεχνικά κλιμάκια. Στη συνθήκη αυτή τα πολιτικά ζητήματα είναι τεχνικά ζητήματα, λύνονται με προκαθορισμένους κανόνες. Από αυτή την πλευρά ασκείται κριτική από το Βερολίνο στον Γιούνκερ και στην Κομισιόν ότι ρόλος τους δεν είναι να κάνουν πολιτική αλλά να εξασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων. Η συναίνεση που εξασφαλίζεται στις συναντήσεις κορυφής, η συναίνεση ανάμεσα στις δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης, την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, εκφράζει αυτό το τέλος των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση το έμαθε αυτό το μάθημα σκληρά στο πρώτο εξάμηνο του 2015 και τα capital controls δείχνουν ότι η τιμωρία δεν έχει λήξει. Το νόημα των μεταρρυθμίσεων, με το νόημα που τους αποδίδουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η γραφειοκρατία που φροντίζει τους αυτοματισμούς, είναι αυτό ακριβώς: μπείτε στη συνθήκη του αυτοματισμού, αποδεχθείτε τη σταθερότητα των κανόνων της οικονομίας, δεν έχετε άλλη επιλογή από εκείνη που εξασφαλίζει την αξία του νομίσματος, τερματίστε τις πολιτικές αναζητήσεις και αντιρρήσεις, εισέλθετε στην εποχή του τέλους της Ιστορίας. Αυτή είναι η σημασία της αποδοχής της «ιδιοκτησίας του προγράμματος». Δεν σας το επιβάλλουμε, το θέλετε μόνοι σας.

Οπως έδειξε το παράδειγμα των γαλλικών εκλογών, και λίγο πριν των ολλανδικών, όπως θα δείξουν πιθανότατα και οι γερμανικές εκλογές, αυτή η λογική παραμένει πλειοψηφική, παρά τις αμφισβητήσεις. Γιατί; Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο πολιτικά όντα (Αριστοτέλης: ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον) αλλά και οικονομικά (homo economicus). Και ως οικονομικά όντα δεν μπαίνουν μόνο στις παραγωγικές σχέσεις ως ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής και ιδιοκτήτες της εργατικής τους δύναμης (Μαρξ). Είναι  και καταθέτες, είτε ατομικοί (αποταμιεύσεις) είτε συμμέτοχοι σε συλλογικά εγχειρήματα με χαρακτήρα αποταμιευτικό (κοινωνικές ή ιδιωτικές ασφαλίσεις) κ.λπ. Για όλους αυτούς, οποιουδήποτε μεγέθους καταθέτες, η σταθερότητα του νομίσματος και του τραπεζικού συστήματος που εξασφαλίζει την κυκλοφορία του προηγείται της ποιότητας της δημοκρατίας, και αντίστροφα, η σταθερότητα της δημοκρατίας γίνεται συνάρτηση της σταθερότητας του νομίσματος. Σταθερότητα του νομίσματος σημαίνει σταθερότητα της δημοκρατίας. Η κοινωνιολογική έννοια «κοινωνία του ρίσκου» είναι κλασική ιδεολογική αντιστροφή. Ασφάλεια σε όλες τις διαστάσεις είναι η μεγίστη επιδίωξη. Το ρίσκο έρχεται ως επιδόρπιο σε ένα εξασφαλισμένο γεύμα.

Αυτή η σταθερότητα είναι η δύναμη του Μακρόν, και του κάθε Μακρόν που εμφανίζεται στην Ευρώπη, απέναντι στην Ακροδεξιά. Γιατί και η Λεπέν υπόσχεται κι αυτή μιαν άλλη σταθερότητα, ψυχολογική, στην αγκαλιά του έθνους και όλων όσων μας γαλούχησε από την τρυφερή ηλικία ο πατροπαράδοτος εθνικός πατερναλισμός. Στον βαθμό που η Ακροδεξιά εμφανίζεται να αμφισβητεί το τέλος της Ιστορίας και τη σταθερότητα που εξασφαλίζει, ο τύπος του Μακρόν θα κερδίζει όχι γιατί συμβολίζει την Ευρώπη του διαφωτισμού και της δημοκρατίας, ούτε γιατί εκφράζει την απέχθεια στον ρατσισμό και στον εθνικισμό. Θα κερδίζει εξαιτίας του φόβου της αστάθειας, γιατί ανταποκρίνεται περισσότερο στον οικονομικά συναλλασσόμενο παρά στον πολίτη.   

Αυτό το τέλος της Ιστορίας είναι η μεγάλη χοάνη που απορροφά και την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, αν ακόμη μπορούμε να διακρίνουμε διαφορές. Αλλά το μείζον ζήτημα είναι ότι αυτό το τέλος της Ιστορίας το αμφισβητεί ο εθνικός αυταρχισμός και όχι η ριζοσπαστική δημοκρατία. Ή διαφορετικά, ο πρώτος το αμφισβητεί έμπρακτα, η δεύτερη θεωρητικά. Το πρόβλημα της Αριστεράς είναι ότι βλέπει στους ανθρώπους την πολιτική τους διάσταση, ενώ παραβλέπει την οικονομική. Απευθύνεται στο ακροατήριό της με πολιτικούς όρους, μεγάλο μέρος της ζωής του ίδιου ακροατηρίου της όμως εξελίσσεται στη σφαίρα της οικονομίας, για την οποία η Αριστερά δεν έχει και πολλά, ή διαφορετικά, να πει. Αυτό είναι παράδοξο, γιατί ιστορικά η Αριστερά είχε διαρρήξει την πολιτική ισότητα για να αναδείξει την οικονομική ανισότητα.  

Ολα καλά λοιπόν; Τι μπορεί να διαταράξει το τέλος της Ιστορίας; Η ανερχόμενη ανεργία και η μεταναστευτική κρίση. Για να υπάρξουν όμως αλλαγές, και όχι απλώς κύματα διαμαρτυριών (γιατί φτωχοί και μετανάστες είναι εκτός πολιτικού συστήματος),  χρειάζεται να μετακινηθούν τα όρια ανάμεσα στο πολιτικόν ζώον και στον homo economicus, ή να δημιουργηθεί η συνθήκη μιας νέας σταθερότητας που θα εγγυάται τη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να λειτουργούν πολιτικά διευρύνοντας συνεχώς τα δικαιώματα και περιορίζοντας τις στερήσεις. Εως τότε θα μάθουμε να συμβιώνουμε με το τέλος της Ιστορίας, θα φοβόμαστε μάλιστα μήπως τελειώσει. Μπρος Μακρόν και πίσω ρέμα!

ΒΗΜΑ  14/5/2017

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Φιλελεύθεροι εναντίον Φιλελέδων


του Χρήστου Ξανθάκη

Έγραφα τις προάλλες για τους Φιλελέδες στη χώρα μας και μου γκρινιάξανε διάφοροι και διάφορες του Φιλελεύθερου χώρου. Γιατί τους την πέφτω, γιατί τους τη λέω, γιατί τέτοια εμπάθεια τέλος πάντων προς τα πρόσωπά τους. Και απαντούσα εγώ ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα ρε παιδιά, είναι άλλο. Ότι μπορεί να ομοιάζουν σε πρώτη ανάγνωση οι δύο πλευρές, εν τέλει όμως οι διαφορές τους είναι ουκ ολίγες. Ότι οι Φιλελεύθεροι έχουν πολλά πράγματα για τα οποία μπορούν να υπερηφανεύονται, ενώ οι Φιλελέδες ούτε ένα. Και πάει λέγοντας…
Επειδή όμως μπορεί κανείς να γράψει ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια για το θέμα κι επειδή εμένα τα πολλά λόγια δεν μ’ αρέσουν, έκατσα κι έγραψα 10 + 1 πράγματα που ξεχωρίζουν τους Φιλελεύθερους από τους Φιλελέδες. Απολαύστε υπεύθυνα:
1) Οι Φιλελεύθεροι πιστεύουν στην ελεύθερη οικονομία.
Οι Φιλελέδες πιστεύουν στην ελευθερία να κονομάνε από παντού.
2) Οι Φιλελεύθεροι αναζητούν ευκαιρίες για να πάνε μπροστά.
Οι Φιλελέδες βαφτίζουν ευκαιρίες ό,τι βρεθεί μπροστά τους.
3) Οι Φιλελεύθεροι σκίζονται για την ελευθερία του λόγου.
Οι Φιλελέδες κρύβονται πίσω από την ελευθερία του λόγου.
4) Οι Φιλελεύθεροι δεν συμπαθούν τη θεωρία των δύο άκρων.
Οι Φιλελέδες εφηύραν τη θεωρία των δύο άκρων.
5) Οι Φιλελεύθεροι μπορούν (με πόνο έστω) να συνεργαστούν με την αριστερά.
Οι Φιλελέδες ακούνε αριστερά και βγάζουν καντήλες.
6) Οι Φιλελεύθεροι δεν θα είχαν αντίρρηση να μοιραστούν (μικρό έστω) μέρος των κερδών τους.
Οι Φιλελέδες δεν μοιράζονται ούτε τον πυρετό τους.
7) Οι Φιλελεύθεροι αγωνίζονται για τα δικαιώματα των άλλων.
Οι Φιλελέδες πιστεύουν ότι τα δικαιώματα υπάρχουν μόνο γι’ αυτούς.
8) Οι Φιλελεύθεροι διαθέτουν χιούμορ.
Οι Φιλελέδες πουλάνε πνεύμα.
9) Οι Φιλελεύθεροι ξέρουν να χάνουν.
Οι Φιλελέδες ξέρουν να τα τσεπώνουν.
10) Οι Φιλελεύθεροι έχουν το σθένος να αναγνωρίζουν τις μαλακίες τους.
Οι Φιλελέδες έχουν τη λύσσα να αναγνωρίζουν μόνο τις μαλακίες των αλλωνών.
10 + 1) Οι Φιλελεύθεροι είναι ευχαριστημένοι με αυτό που είναι.
Οι Φιλελέδες δεν είναι ευχαριστημένοι ούτε καν με αυτά που βγάζουν.

www.newpost.gr  10/5/2017