του Νικόλα Σεβαστάκη
Το ζήτημα είναι όμως ότι κάθε καινούργιο συμβάν τρόμου αποσταθεροποιεί ένα ήδη κλονισμένο πλαίσιο. Δεν είναι μια επανάληψη αλλά ορίζει μια νέα κατάσταση. Προσθέτει μια ψηφίδα στο χάος και με αυτή την έννοια αλλάζει ποιότητες το γνωστό δεδομένο. Αυτός ο τύπος τρομοκρατίας λειτουργεί ως ακολουθία πολεμικών προκλήσεων· δοκιμάζει τις αντοχές των κοινωνιών και τα θεσμικά συστήματα, τους κρατικούς μηχανισμούς αλλά κυρίως το ήθος της καθημερινότητας. Αυτές οι πράξεις είναι «προκλήσεις» με την αστυνομικο-στρατιωτική σημασία του όρου καθώς αμφισβητούν με ριζικό τρόπο θεμελιώδεις όρους ασφαλείας και ελευθερίας των σωμάτων. Αλλά έχουμε από καιρό βρεθεί μπροστά σε προβλήματα πολύ πιο μακροπρόθεσμης υφής: να κατανοήσουμε, ας πούμε, τη σημασία της ιδεολογίας του ισλαμισμού και των ιδιαίτερων σχηματισμών του. Να μάθουμε περισσότερο για τους τρόπους ριζοσπαστικοποίησης στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα. Προσπαθώντας, τέλος, να ανιχνεύσουμε τη σχέση όλων αυτών με την καταστροφή κρατικών δομών και τοπικών συστημάτων οργάνωσης στη Μέση Ανατολή ή στη Βόρεια Αφρική. Εδώ τον πρώτο λόγο τον έχουν οι ειδικοί και όσοι έχουν αφιερώσει πολύτιμο χρόνο και μόχθο στην έρευνα. Ολοι οι υπόλοιποι κινούμαστε στη σφαίρα της δημόσιας γνώμης.
Και η Ελλάδα; Η δική μας αποσυντονισμένη επικράτεια με τα δικά της πάθη; Εδώ το συνεχιζόμενο οικονομικό μαράζι, η απουσία του κρατικού μηχανισμού και η ντροπιαστική Ειδομένη έχουν δημιουργήσει ένα πολύ ανησυχητικό μείγμα.
Μπορούμε να συμφωνήσουμε στο εξής: η μεταναστευτική πίεση, το Προσφυγικό και η ισλαμιστική απειλή δεν αποτελούν ένα πράγμα, δεν συνιστούν μια αλληλένδετη πραγματικότητα. Οσοι ενοποιούν τα πάντα φτιάχνοντας έναν πολτό με άγνοια και γενικεύσεις δικαιώνουν απλώς τη συνωμοσιολογική ρητορεία περί «εισβολής».
Φτάνει όμως και στο όριό της μια αμήχανη και χαλαρή προσέγγιση στο ριζοσπαστικό Ισλάμ και στις απειλές που αντιπροσωπεύει. Πολλοί καταφεύγουν σε αφηρημένες εκθέσεις περί «φανατισμού» για να μην κατονομάσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Μετά από κάθε αιματοκύλισμα από το Ισλαμικό Κράτος ή άλλες οργανώσεις του χώρου βλέπει κανείς γενικές διδακτικού τύπου τοποθετήσεις περί θρησκειών, φανατισμού και ρατσισμού. Ο εξωραϊσμός περνάει κυρίως από την άρνηση να παραδεχθεί κανείς τη σχετική αυτονομία ενός προβλήματος. Αλλά και σε ένα άλλο επίπεδο, μια μαξιμαλιστική ρητορική περί «ανοιχτών συνόρων για όλους» έχει ένα κυρίως αποτέλεσμα: όχι μόνο δεν απαντά στην ανασφάλεια και στις ανησυχίες των πολιτών αλλά μοιάζει να περιφρονεί αυτή την ανασφάλεια σαν να πρόκειται για κουσούρι κάποιων «ισλαμόφοβων».
Και τότε, πάνω σε αυτά τα κενά και τις αφέλειες, φτάνει η ώρα των πρόθυμων δημαγωγών. Ερχεται, δηλαδή, η στιγμή των ακροδεξιών που αντικαθιστούν παγίως την πολιτική με την Αστυνομία και τις σύνθετες προσεγγίσεις με λογικές πογκρόμ και μύθους μαζικής, αδιάκριτης απέλασης.
Αυτές τις ημέρες η Ειδομένη βράζει. Μπορεί ως τη στιγμή δημοσίευσης του κειμένου να έχει εκτραχυνθεί περισσότερο η κατάσταση. Η Συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας φαίνεται με πρόχειρη και ενδεχομένως νομικά προβληματική απάντηση στο επείγον. Ολοι σχεδόν συμφωνούν ότι δεν ρυθμίζει το προσφυγικό -μεταναστευτικό ζήτημα αλλά επιχειρεί να ελέγξει κάπως μια δυναμική που δείχνει να ξεφεύγει. Με κλειδί την τουρκική συμμετοχή στη λύση.
Δεν έχω τα εργαλεία να κρίνω αν αυτή η Συμφωνία είναι εφαρμόσιμη ή όχι. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί - κυρίως από εκείνους που μίλησαν αμέσως για «επαίσχυντη» και αντιπροσφυγική συμφωνία - είναι αν πρέπει τελικά να υπάρχει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, να υφίστανται κρατικά σύνορα και κριτήρια αποδοχής και απόρριψης. Ή αν, αντιθέτως, μοναδική ανθρωπιστική θέση είναι αυτή που διαβάζει κανείς εδώ κι εκεί: μια αποδοχή όλων όσοι δηλώνουν πως έχουν ανάγκη να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη και να εγκατασταθούν όπου και όσο επιθυμούν. Θέση η οποία πρακτικά νομιμοποιεί a priori κάθε προσδοκία μετανάστευσης όχι μόνο από βομβαρδισμένα χωριά και πόλεις της Συρίας αλλά από οιαδήποτε περιοχή της Περιφέρειας και του Νότου. Σαν να απαιτεί κανείς από την Ελλάδα και την ΕΕ να θεραπεύσουν με αυτόν τον τρόπο τις μεγάλες ανισότητες του διεθνούς συστήματος ή να πάρουν επάνω τους όλα τα προβλήματα ανάπτυξης και σταθερότητας μιας τεράστιας γεωγραφικά και πληθυσμιακά έκτασης. Εχουμε εδώ την πιο κλασική εκδοχή μιας ηθικής της πεποίθησης που αδιαφορεί ή δεν διευκρινίζει τίποτα για τις συνέπειες της υποθετικής πραγμάτωσής της: για τις πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικο-εκπαιδευτικές περιπλοκές, τις αντιθέσεις που οξύνει κ.τ.λ.
Επιστρέφω όμως στο πρώτο θέμα, στο τραύμα των Βρυξελλών. Ποιες συνέπειες θα έχει αυτό στις πολιτικές ισορροπίες της Ευρώπης; Θα γίνει ένα ακόμη «τρόπαιο» για την επιβεβαίωση των ακροδεξιών δημαγωγών ή θα γεννήσει ωριμότερες πολιτικές απαντήσεις; Θα ενισχύσει την απόλυτη εθνική μονομέρεια (ως προς τους πρόσφυγες) ή όχι;
Οι αρνητικές πιθανότητες είναι πιο κοντά, πιο ορατές. Αν όμως άλλες πολιτικές δυνάμεις και στην Αριστερά συνειδητοποιήσουν το βάθος του προβλήματος και δεν μείνουν στο εφέ της στιγμής, τότε μπορεί να φανταστεί κανείς καλύτερες εκδοχές. Οχι πως θα εξαλειφθεί η τζιχαντιστική τρομοκρατία (ανέφικτο) αλλά ίσως επανακτηθεί ο έλεγχος των «αποσχισμένων» κοινοτήτων. Το ενδιαφέρον για έναν τέτοιον έλεγχο, ορθότερα. Είναι άλλωστε αυταπάτη να πιστεύει κανείς πως Μόλενμπεκ υπάρχει μόνο στις Βρυξέλλες.
Με πένθη προχωράει τώρα τελευταία η Ιστορία, αν και ίσως πάντα έτσι πήγαινε. Πολύ λίγα να χαιρόμαστε, πολλά περισσότερα για να ανησυχούμε και να θυμώνουμε. Ετσι και η 22α Μαρτίου με τον φριχτό θάνατο δεκάδων ανθρώπων στο μετρό και στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών. Τα ρεπορτάζ έχουν ήδη δώσει τις λεπτομέρειες των εξελίξεων, τα περιγράμματα και τα χαρακτηριστικά στιγμιότυπα. Η ανάληψη της ευθύνης από το Ισλαμικό Κράτος επισφραγίζει απλώς ό,τι γνωρίζαμε καλά και από το Παρίσι του «Charlie Hebdo» και του «Bataclan» και από άλλες τζιχαντιστικές επιθέσεις. Οι δράστες των Βρυξελλών είναι «ουρά» των δολοφόνων του Παρισιού τον Νοέμβριο. Μέρος της ίδιας ανθρωπογεωγραφίας.
Το ζήτημα είναι όμως ότι κάθε καινούργιο συμβάν τρόμου αποσταθεροποιεί ένα ήδη κλονισμένο πλαίσιο. Δεν είναι μια επανάληψη αλλά ορίζει μια νέα κατάσταση. Προσθέτει μια ψηφίδα στο χάος και με αυτή την έννοια αλλάζει ποιότητες το γνωστό δεδομένο. Αυτός ο τύπος τρομοκρατίας λειτουργεί ως ακολουθία πολεμικών προκλήσεων· δοκιμάζει τις αντοχές των κοινωνιών και τα θεσμικά συστήματα, τους κρατικούς μηχανισμούς αλλά κυρίως το ήθος της καθημερινότητας. Αυτές οι πράξεις είναι «προκλήσεις» με την αστυνομικο-στρατιωτική σημασία του όρου καθώς αμφισβητούν με ριζικό τρόπο θεμελιώδεις όρους ασφαλείας και ελευθερίας των σωμάτων. Αλλά έχουμε από καιρό βρεθεί μπροστά σε προβλήματα πολύ πιο μακροπρόθεσμης υφής: να κατανοήσουμε, ας πούμε, τη σημασία της ιδεολογίας του ισλαμισμού και των ιδιαίτερων σχηματισμών του. Να μάθουμε περισσότερο για τους τρόπους ριζοσπαστικοποίησης στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα. Προσπαθώντας, τέλος, να ανιχνεύσουμε τη σχέση όλων αυτών με την καταστροφή κρατικών δομών και τοπικών συστημάτων οργάνωσης στη Μέση Ανατολή ή στη Βόρεια Αφρική. Εδώ τον πρώτο λόγο τον έχουν οι ειδικοί και όσοι έχουν αφιερώσει πολύτιμο χρόνο και μόχθο στην έρευνα. Ολοι οι υπόλοιποι κινούμαστε στη σφαίρα της δημόσιας γνώμης.
Και η Ελλάδα; Η δική μας αποσυντονισμένη επικράτεια με τα δικά της πάθη; Εδώ το συνεχιζόμενο οικονομικό μαράζι, η απουσία του κρατικού μηχανισμού και η ντροπιαστική Ειδομένη έχουν δημιουργήσει ένα πολύ ανησυχητικό μείγμα.
Μπορούμε να συμφωνήσουμε στο εξής: η μεταναστευτική πίεση, το Προσφυγικό και η ισλαμιστική απειλή δεν αποτελούν ένα πράγμα, δεν συνιστούν μια αλληλένδετη πραγματικότητα. Οσοι ενοποιούν τα πάντα φτιάχνοντας έναν πολτό με άγνοια και γενικεύσεις δικαιώνουν απλώς τη συνωμοσιολογική ρητορεία περί «εισβολής».
Υπάρχει όμως μια άλλη και πιο άβολη διαπίστωση: ότι αποδεικνύονται βαθιά προβληματικές και εκείνες οι ιδεολογικές κατασκευές που εξωραΐζουν καταστάσεις. Είναι ας πούμε απαράδεκτη και εξοργιστική η ιδεολογική χρήση των εμπειριών του μετανάστη ή της συνθήκης του πρόσφυγα. Το να αξιοποιούνται εργαλειακά οι επώδυνες εμπειρίες τους ως «τεκμήρια ενοχής» της Δύσης σε ένα διαρκές έκτακτο δικαστήριο. Η διαχείριση γεγονότων όπως του Παρισιού τον Νοέμβριο και των Βρυξελλών τώρα φανερώνει ότι στη δημόσια σφαίρα της χώρας μας δεν έχουν ξεπεραστεί κατάλοιπα ενός πρωτόλειου τριτοκοσμισμού ή παλιές «αντιιμπεριαλιστικές» ευκολίες που διατηρούνται τεχνητά στη ζωή. Και το θέμα είναι ότι αυτές οι δικογραφίες και τα αντίστοιχα αντιευρωπαϊκά κατηγορητήρια εμποδίζουν την κατανόηση των νέων φαινομένων.
Φτάνει όμως και στο όριό της μια αμήχανη και χαλαρή προσέγγιση στο ριζοσπαστικό Ισλάμ και στις απειλές που αντιπροσωπεύει. Πολλοί καταφεύγουν σε αφηρημένες εκθέσεις περί «φανατισμού» για να μην κατονομάσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Μετά από κάθε αιματοκύλισμα από το Ισλαμικό Κράτος ή άλλες οργανώσεις του χώρου βλέπει κανείς γενικές διδακτικού τύπου τοποθετήσεις περί θρησκειών, φανατισμού και ρατσισμού. Ο εξωραϊσμός περνάει κυρίως από την άρνηση να παραδεχθεί κανείς τη σχετική αυτονομία ενός προβλήματος. Αλλά και σε ένα άλλο επίπεδο, μια μαξιμαλιστική ρητορική περί «ανοιχτών συνόρων για όλους» έχει ένα κυρίως αποτέλεσμα: όχι μόνο δεν απαντά στην ανασφάλεια και στις ανησυχίες των πολιτών αλλά μοιάζει να περιφρονεί αυτή την ανασφάλεια σαν να πρόκειται για κουσούρι κάποιων «ισλαμόφοβων».
Και τότε, πάνω σε αυτά τα κενά και τις αφέλειες, φτάνει η ώρα των πρόθυμων δημαγωγών. Ερχεται, δηλαδή, η στιγμή των ακροδεξιών που αντικαθιστούν παγίως την πολιτική με την Αστυνομία και τις σύνθετες προσεγγίσεις με λογικές πογκρόμ και μύθους μαζικής, αδιάκριτης απέλασης.
Αυτές τις ημέρες η Ειδομένη βράζει. Μπορεί ως τη στιγμή δημοσίευσης του κειμένου να έχει εκτραχυνθεί περισσότερο η κατάσταση. Η Συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας φαίνεται με πρόχειρη και ενδεχομένως νομικά προβληματική απάντηση στο επείγον. Ολοι σχεδόν συμφωνούν ότι δεν ρυθμίζει το προσφυγικό -μεταναστευτικό ζήτημα αλλά επιχειρεί να ελέγξει κάπως μια δυναμική που δείχνει να ξεφεύγει. Με κλειδί την τουρκική συμμετοχή στη λύση.
Δεν έχω τα εργαλεία να κρίνω αν αυτή η Συμφωνία είναι εφαρμόσιμη ή όχι. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί - κυρίως από εκείνους που μίλησαν αμέσως για «επαίσχυντη» και αντιπροσφυγική συμφωνία - είναι αν πρέπει τελικά να υπάρχει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, να υφίστανται κρατικά σύνορα και κριτήρια αποδοχής και απόρριψης. Ή αν, αντιθέτως, μοναδική ανθρωπιστική θέση είναι αυτή που διαβάζει κανείς εδώ κι εκεί: μια αποδοχή όλων όσοι δηλώνουν πως έχουν ανάγκη να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη και να εγκατασταθούν όπου και όσο επιθυμούν. Θέση η οποία πρακτικά νομιμοποιεί a priori κάθε προσδοκία μετανάστευσης όχι μόνο από βομβαρδισμένα χωριά και πόλεις της Συρίας αλλά από οιαδήποτε περιοχή της Περιφέρειας και του Νότου. Σαν να απαιτεί κανείς από την Ελλάδα και την ΕΕ να θεραπεύσουν με αυτόν τον τρόπο τις μεγάλες ανισότητες του διεθνούς συστήματος ή να πάρουν επάνω τους όλα τα προβλήματα ανάπτυξης και σταθερότητας μιας τεράστιας γεωγραφικά και πληθυσμιακά έκτασης. Εχουμε εδώ την πιο κλασική εκδοχή μιας ηθικής της πεποίθησης που αδιαφορεί ή δεν διευκρινίζει τίποτα για τις συνέπειες της υποθετικής πραγμάτωσής της: για τις πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικο-εκπαιδευτικές περιπλοκές, τις αντιθέσεις που οξύνει κ.τ.λ.
Επιστρέφω όμως στο πρώτο θέμα, στο τραύμα των Βρυξελλών. Ποιες συνέπειες θα έχει αυτό στις πολιτικές ισορροπίες της Ευρώπης; Θα γίνει ένα ακόμη «τρόπαιο» για την επιβεβαίωση των ακροδεξιών δημαγωγών ή θα γεννήσει ωριμότερες πολιτικές απαντήσεις; Θα ενισχύσει την απόλυτη εθνική μονομέρεια (ως προς τους πρόσφυγες) ή όχι;
Οι αρνητικές πιθανότητες είναι πιο κοντά, πιο ορατές. Αν όμως άλλες πολιτικές δυνάμεις και στην Αριστερά συνειδητοποιήσουν το βάθος του προβλήματος και δεν μείνουν στο εφέ της στιγμής, τότε μπορεί να φανταστεί κανείς καλύτερες εκδοχές. Οχι πως θα εξαλειφθεί η τζιχαντιστική τρομοκρατία (ανέφικτο) αλλά ίσως επανακτηθεί ο έλεγχος των «αποσχισμένων» κοινοτήτων. Το ενδιαφέρον για έναν τέτοιον έλεγχο, ορθότερα. Είναι άλλωστε αυταπάτη να πιστεύει κανείς πως Μόλενμπεκ υπάρχει μόνο στις Βρυξέλλες.
ΒΗΜΑ 26/3/2016