Του Γιώργου
Σιακαντάρη, Αthens Voice
Tα τρία τελευταία
χρόνια όσο περισσότερο ανθεί η πραγματική βία στην ελληνική κοινωνία, τόσο και
πολλαπλασιάζονται τα κείμενα και οι απόψεις, που αντί να επιχειρούν να εξετάσουν
πολιτικά το φαινόμενο της βίας, το ανάγουν σε ζήτημα ηθικής και ηθικολογικής
διάστασης, του τύπου δεν «επιτρέπεται να δέρνουμε τους άλλους». Οι ανιστόρητες
ταυτίσεις των διαφόρων μορφών βίας, ταυτίσεις που υποτίθεται ότι καταδικάζουν τη
βία απ’ όπου και αν αυτή προέρχεται, το μόνο που κατορθώνουν είναι να
αναπαράγουν τις κυρίαρχες αντιλήψεις μιας εποχής που σηματοδοτούσε το λυκόφως
της προνεωτερικής κοινωνίας και το λυκαυγές της νεωτερικής. Ο Χόμπς έκανε τότε το
πρώτο βήμα δείχνοντας πως η πολιτική
πράξη είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ ατόμων και εξουσίας. Αυτό το βήμα
όμως περιορίζονταν από την αντίληψή του, πως τα άτομα για να αποφύγουν τη
ενυπάρχουσα μέσα στη κοινωνία βία οφείλουν υπό όλες τις συνθήκες να υποτάσσονται
στις επιταγές και διαταγές του μονάρχη.
Ήταν όμως το
1688 όταν ο πρώτος πραγματικά φιλελεύθερος φιλόσοφος Τζων Λοκ με το
έργο του Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως (στα ελληνικά από εκδόσεις Πόλις,
σε μετάφραση και εισαγωγή του Πασχάλη Κιτρομηλίδη) νομιμοποιούσε την πολιτική-
όχι τη διαπροσωπική ή την αντικοινωνική όπως είναι αυτή που ζούμε στη σημερινή
Ελλάδα- ανυπακοή. Εκείνη δηλαδή την ανυπακοή που προάσπιζε τα ατομικά δικαιώματα
και το συνταγματικό δημοκρατικό πολίτευμα.
Ο Λοκ, ακριβώς τις
μέρες που πραγματοποιούνταν η ένδοξη ή η αναίμακτη Αγγλική Επανάσταση
του 1688 και περίπου 100 χρόνια πριν τις αιματηρές Επαναστάσεις στην Αμερική
πρώτα και στη Γαλλία στη συνέχεια, αλλάζει το παράδειγμα και θέτει στην ημερήσια
διάταξη την προτεραιότητα της έννοιας του πολίτη, του συνταγματικού και
δημοκρατικού κράτους. Μπροστά στο μείζον που για την εποχή ήταν ο αγώνας για την
επικράτηση της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτός αναγνωρίζει το
δικαίωμα άσκησης βίας, σ’ όσους πλήττονται από τον κρατικό
αυταρχισμό.
Μέχρι να μετατραπεί
το κράτος στον -κατά Βέμπερ- νόμιμο φορέα άσκησης βίας οι πολίτες είχαν
το νόμιμο και ηθικό δικαίωμα, όπως αυτό απορρέει από το κοινωνικό τους
συμβόλαιο, να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, συμπεριλαμβανόμενης και της πολιτικής
ανυπακοής ή της βίας, ώστε να φθάσουν μέχρι τη δημοκρατία.
Η περίφημη πολιτική
ανυπακοή δεν είναι ανακάλυψη ούτε του Λένιν, ούτε του Καρλ Σμιτ. Είναι
ανακάλυψη των αστικών νεωτερικών κοινωνιών και απαίτηση του δημοκρατικού
συνταγματισμού. Οι δυο μεγάλες επαναστάσεις που προανέφερα έθεσαν τα θεμέλια
αυτού που είναι η σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αυτό που έκαναν και οι
δυο Επαναστάσεις ήταν να διευρύνουν το πεδίο της πολιτικής συμμετοχής μέσα από
την ανάδειξη του αιτήματος της λαϊκής κυριαρχίας. Αίτημα που μπορούσε να
πραγματοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο του ενιαίου μεγάλου έθνους-κράτους και μόνο
μέσα από τη σταδιακή και συνεχή διεύρυνση της εκλογικής βάσης, ώστε να
προσεγγίζεται με σύγχρονους όρους το αίτημα της λαϊκής συμμετοχής.
Επομένως είναι
διαφορετικό πράγμα η βία που καλούνται να χρησιμοποιήσουν οι πολίτες
για να ανατρέψουν τυραννικά και αυταρχικά καθεστώτα ή για να επιβάλλουν την
αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία και πολύ διαφορετική η βία την οποία κάποιοι
επικαλούνται, όταν κανείς δεν τους εμποδίζει να εκφράσουν τις ιδέες τους, όταν
κανείς δεν τους εμποδίζει να γίνουν πλειοψηφία.
Αυτό όμως είναι και
το κρίσιμο ζήτημα. Η δημοκρατία έχει τρόπους και μέσα να προστατευτεί
απ’ όσους την χρησιμοποιούν με σκοπό να την καταργήσουν; Αντιμετωπίζουμε εδώ με
σύγχρονους όρους το θέμα που έθεσε ο Λοκ. Πως πρέπει να αντιδρούν όσοι εκτιμούν
τη δημοκρατία ως εκείνο το πολίτευμα που επιτρέπει σ’ όλους να κυβερνήσουν,
έναντι εκείνων που θεωρούν πως μπορούν να την καταργούν, όταν οι ίδιοι έρχονται
στην εξουσία;
Αυτό το ζήτημα
είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από την καθημερινή διαπροσωπική βία,
η οποία αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς στην ελληνική κοινωνία. Καθημερινή βία
που όχι απλά φουντώνει, αλλά και νομιμοποιείται από τα δύο άκρα, τα οποία
βεβαίως και δεν είναι ίδια. Στο βαθμό όμως που μισούν τη δημοκρατία, που τους
επιτρέπει να αναπτύσσονται, είναι άκρα.
Για αυτούς ακριβώς
τους λόγους, η πολιτική δημοκρατία πρέπει να έχει πάντα εκείνες τις
ασφαλιστικές δικλείδες που θα την προστατεύουν απ’ όσους την απειλούν. Απ’ ότι
δείχνουν τα πράγματα η ελληνική δημοκρατία δεν τις έχει. Το όχι στη βία, γενικά,
ηθικοποιεί μια πολιτική έννοια και εντέλει βοηθά και δεν αποδυναμώνει τα
άκρα.
Έτσι όμως το
πραγματικό ερώτημα είναι όχι το βία ή μη βία, αλλά το δημοκρατία ή
βαρβαρότητα. Χωρίς βία καμία νεωτερική κοινωνία δεν θα ήταν εφικτή και ακόμη θα
ζούσαμε σε εποχές βαρβαρότητας. Αν όμως οι νόμιμοι φορείς δεν κάνουν αυτό το
οποίο νομιμοποιούνται να κάνουν για να υπερασπίσουν τη δημοκρατία, αν δεν
πείθουν πως είναι ικανοί να υπερασπίζουν το δημόσιο συμφέρον, τότε θα
επικρατήσει είτε η νεοναζιστική είτε η βαρβαρότητα της 17ης Νοέμβρη. Σ’ αυτή
όμως την περίπτωση καλείται το κράτος ως νόμιμος φορέας άσκησης βίας και οι
ίδιοι οι δημοκρατικοί πολίτες ως άμεσα θιγόμενοι, να υπερασπίσουν αυτό που τους
κάνει δημοκρατικό κράτος και δημοκρατικούς πολίτες: να υπερασπίσουν τη
δημοκρατία έναντι της βαρβαρότητας των άκρων, με κάθε μέσο του κράτους ως του
νόμιμου θεσμού οργανωμένης βίας. Και όπως έδειξε σ’ άρθρο του στην Καθημερινή ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος τέτοια
μέσα υπάρχουν.