Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Από την αντισυστημική ψήφο στην κοινωνική σύγκρουση


του Σταύρου Λυγερού
Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν έρχονται απλώς να προστεθούν σε μία σειρά γεγονότων, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η λεγόμενη φιλελεύθερη συναίνεση (Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά), που κυριάρχησε στη Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κλυδωνίζεται. Ανεβαίνουν “πίστα” σ’ αυτή τη διαδικασία: η κοινωνική αντίδραση δεν εκφράζεται πλέον μόνο ως αντισυστημική ψήφος, αλλά και ως κοινωνική σύγκρουση.
Η Δύση δεν βρίσκεται στο 2007, παρότι οι άρχουσες ελίτ έχουν την τάση να διαβάζουν τα γεγονότα λες και βρισκόμαστε πριν την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Γι’ αυτό και συνήθως διαψεύδονται, γεγονός που τραυματίζει την αξιοπιστία τους. Δεν τους είναι, άλλωστε, εύκολο να χωνέψουν το γεγονός ότι το μέχρι πριν μερικά χρόνια χειραγωγημένο ακροατήριό τους έχει περιέλθει σε κατάσταση ημιανταρσίας. Η ημιανταρσία μικρομεσαίων στρωμάτων εκδηλώθηκε πρώτα στις κάλπες και προσέλαβε τη μορφή αντισυστημικής ψήφου. Με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων ανέβηκε ένα επίπεδο, προσλαμβάνοντας διαστάσεις κοινωνικής αναταραχής. Τα γεγονότα, πάντως, είναι πολλά και πεισματάρικα για να τα αγνοήσουμε
Oι πρώτες τεκτονικές αλλαγές έλαβαν χώρα στην Ελλάδα των Μνημονίων. Η εκλογική επιρροή του άλλοτε πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ η ΝΔ αγωνίζεται να φθάσει το ποσοστό που έπαιρνε όταν υφίστατο βαριά ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μια ζωή αγωνιζόταν να υπερβεί το 3% για να εισέλθει στη Βουλή, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτο κόμμα και κυβερνά. Η Χρυσή Αυγή, που έπαιρνε 0,3%, σήμερα είναι σταθερά τρίτο κόμμα, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της είναι στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Το Brexit μπορεί να πάτησε στον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά πήγασε από την ίδια μήτρα που τροφοδοτεί και την Ακροδεξιά και κάποια αριστερά ή ιδιότυπα κόμματα, τα οποία αλλάζουν τον παραδοσιακό πολιτικό χάρτη στη Δύση. Στην Αυστρία με την μακρά σοσιαλδημοκρατική παράδοση, πριν λίγα χρόνια ο ακροδεξιός υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας έχασε μόλις και μετά βίας. Πιθανόν, μάλιστα, να κέρδιζε εάν απέναντί του δεν ήταν ένας οικολόγος υποψήφιος με αντισυστημικό προφίλ.
Από το πουθενά έχουν γίνει κεντρικοί πολιτικοί παίκτες στην Ισπανία το αριστερό κίνημα Ποδέμος και στη χώρα της Μέρκελ το ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία. Στην Ολλανδία η ακροδεξιά του Βίλντερς δεν κέρδισε την πρωτιά, αλλά ενίσχυσε τη δύναμή της. Στην Ουγγαρία και στην Πολωνία υπάρχουν λαοπρόβλητες κυβερνήσεις, οι οποίες στέκονται απέναντι στο ευρωιερατείο.

Από τον Τραμπ στην Ιταλία

Ο “ιός” της αντισυστημικής ψήφου πρόσβαλε δυνατά και την μητρόπολη του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πριν 15 χρόνια θα ήταν αδιανόητο να εκλεγεί πρόεδρος ένας τύπος με το πρόγραμμα του Τραμπ. Εξίσου αδιανόητο ήταν ο Σάντερς, ένας σοσιαλιστής από το ασήμαντο Βερμόντ, να διεκδικούσε με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών από την Κλίντον. Η εκλογή Τραμπ αιφνιδίασε, επειδή η αντισυστημική ψήφος ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Ειδικά όταν προέρχεται από μικρομεσαίους νοικοκυραίους με μάλλον συντηρητική ιδεολογία, οι οποίοι δεν έχουν συνηθίσει να κάνουν πολιτικό θόρυβο, όπως οι δεδηλωμένοι αριστεροί και οι αμφισβητίες των κοινωνικών κινημάτων.
Ας έλθουμε τώρα στην Ιταλία. Τα όσα συμβαίνουν εκεί δεν ήταν καθόλου κεραυνός εν αιθρία. Η τάση ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Στην άλλοτε πρωταθλήτρια του ευρωπαϊσμού ο ευρωπαϊστής κεντροαριστερός Ρέντζι έχασε με διαφορά το δημοψήφισμα και υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο επίσης κεντροαριστερός Τζεντιλόνι, αλλά όταν ήλθε η ώρα της κάλπης, οι Ιταλοί ανέδειξαν νικητές το ιδιότυπο Κίνημα των 5 Αστέρων και τη Λέγκα.
Και τα δύο αυτά κόμματα είχαν κοινό παρονομαστή όχι τον παραδοσιακό βρετανικού τύπου ευρωσκεπτικισμό, αλλά την αντίθεση στη μετάλλαξη της ΕΕ, σ’ αυτό που κωδικά αποκαλείται γερμανική Ευρώπη. Από εκεί προκύπτει και η έντονη επιφύλαξή τους για το ευρώ κι όχι από αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη κοινού νομίσματος. Οι δύο νικητές, παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, σχημάτισαν την κυβέρνηση Κόντε, η οποία δέχεται συνεχώς πιέσεις και εκβιασμούς από το ευρωιερατείο.

Τα πολιτικά νιάτα του Μακρόν!

Ο κατάλογος είναι μακρύς και δεν έχει νόημα να τον εξαντλήσουμε. Θα εστιάσουμε, όμως, στη Γαλλία, η οποία τις τελευταίες εβδομάδες κλυδωνίζεται από ένα ρωμαλέο κοινωνικό κίνημα. Και εκεί είχε εκδηλωθεί δυναμικά η αντισυστημική ψήφος. Διαπιστώνοντας τη δυναμική της Λεπέν, οι γαλλικές άρχουσες ελίτ μεθόδευσαν την εκλογή του άφθαρτου Μακρόν.
Πρώτα επέβαλαν στον πρώην πρόεδρο Ολάντ να τον διορίσει υπουργό, ώστε να πάρει το βάπτισμα του πυρός της πολιτικής από ανώτατη θέση. Στη συνέχεια, όταν η κυβέρνηση Ολάντ πήρε κατεύθυνση προς τα βράχια, ο Μακρόν εγκατέλειψε το σκάφος και ίδρυσε ένα κίνημα για να διεκδικήσει την προεδρία. Εάν το έκανε οποιοσδήποτε άλλος θα είχε αποτύχει παταγωδώς.
Ο Μακρόν, όμως, είχε την αμέριστη παρασκηνιακή υποστήριξη των αρχουσών ελίτ. Όχι μόνο βοήθησαν την υποψηφιότητά του με όλα τα μέσα, αλλά φρόντισαν και να του καθαρίσουν το έδαφος. Μέσω των ΜΜΕ που ευθέως ή εμμέσως ελέγχουν, έβαλαν στο στόχαστρο τον υποψήφιο της γκωλικής Δεξιάς Φιγιόν, ο οποίος ήταν και το φαβορί. Με την υπερπροβολή μικροπαραπτωμάτων, τα οποία αναγορεύθηκαν σε σκάνδαλα, η υποψηφιότητα Φιγιόν πριονίστηκε, με αποτέλεσμα στον δεύτερο γύρο να περάσει ο Μακρόν.
Από εκεί και πέρα η εκλογή του ήταν δεδομένη, λόγω του γεγονότος ότι όλοι οι άλλοι υποχρεωτικά τον ψήφισαν για να αποτρέψουν την εκλογή της Λεπέν. Μπορεί ο Μακρόν να εξελέγη θριαμβευτικά, αλλά τα υψηλά ποσοστά στον πρώτο γύρο τόσο της Λεπέν όσο και του μοναχικού καβαλάρη της Αριστεράς Μελανσόν έδειξαν τις διεργασίες που συντελούνταν στη γαλλική κοινωνία.
Τα πολιτικά νιάτα του Μακρόν, άλλωστε, δεν κράτησαν για πολύ. Ούτε και οι ελπίδες που επενδύθηκαν από πολλούς Γάλλους στην υποψηφιότητά του. Αποδείχθηκε στην πράξη πως ως πρόεδρος δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να συνεχίζει την ίδια (νεο)φιλελεύθερη πολιτική, συχνά με πιο επιθετικό τρόπο από τον Ολάντ. Εξ ου και το προσωνύμιο ο “πρόεδρος των πλουσίων”.

Η αμφισβήτηση της (νεο)φιλελεύθερης ηγεμονίας

Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι η παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου της (νεο)φιλελεύθερης πλέον συναίνεσης (Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά) αμφισβητείται. Τα μικρομεσαία στρώματα, που αρχίζουν να στρέφουν μαζικά την πλάτη στις παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, δεν έχουν, βεβαίως, προσβληθεί από κάποιου είδους ιδεολογικό ιό που τα ωθεί προς τα άκρα. Η κύρια αιτία που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ότι αυτή περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του Δυτικού Κόσμου.
Ο πολιτικός χάρτης των δυτικών χωρών αλλάζει περισσότερο ή λιγότερο, λόγω των τεκτονικών αλλαγών που προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες όχι μόνο η οικονομική κρίση του 2008, αλλά και η παγκοσμιοποίηση. Η παρόξυνση της ανισοκατανομής του πλούτου και η μετανάστευση της παραγωγής σε αναδυόμενες βιομηχανικές χώρες συμπιέζουν οικονομικά και κοινωνικά τη μικρομεσαία τάξη και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Μεγάλα τμήματά της δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να διατηρήσουν το επίπεδο ευημερίας, ενώ τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα δυσκολεύονται να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το “τρένο” μικρομεσαίους νοικοκυραίους και βεβαίως την παραδοσιακή εργατική τάξη που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση.
Η αντανάκλαση αυτής της οικονομικής συμπίεσης στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο ροκανίζει την πολιτική ηγεμονία του διδύμου Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά. Παραλλήλως, η μαζική είσοδος παράνομων μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνιών που ήδη νοιώθουν ότι απειλούνται με φτωχοποίηση. Γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού, ο ανταγωνισμός από τη φθηνή εργασία των μεταναστών βιώνεται σαν πρόσθετη απειλή. Όπως σαν απειλή βιώνονται και οι διάφορες κοινωνικές παρενέργειες της παράνομης μετανάστευσης. Ως αντίδραση στο επώδυνο σήμερα, εκδηλώνεται ένα αίσθημα νοσταλγίας για τις παλιές καλές ημέρες και μία τάση παλινδρόμησης στο εθνικό κράτος.

Α-δέσποτα συγκρουσιακά κινήματα

Όσο οι άρχουσες ελίτ συνειδητοποιούν ότι χάνουν τον πολιτικό έλεγχο μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας τόσο καταφεύγουν με αντιδημοκρατικές πρακτικές. Σερβίρουν νέου τύπου “αριστοκρατικές” αντιλήψεις, με σκοπό να αμφισβητήσουν την ικανότητα του λαού να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο αμφισβητείται η πολιτική ηγεμονία τους, τόσο οι (νεο)φιλελεύθεροι (και στις δύο εκδοχές τους) αμφισβητούν εντονότερα τον πυρήνα της αστικής δημοκρατίας, η οποία, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τείνει να μετατραπεί σε κέλυφος.
Οτιδήποτε αμφισβητεί τη δέσμη των κυρίαρχων δογμάτων χαρακτηρίζεται λαϊκισμός, απαξιώνεται και εξοβελίζεται. Είναι τέτοια η περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι άρχουσες ελίτ και οι πολιτικές εκφράσεις τους προς το “πόπολο” και έχει γίνει τέτοια κατάχρηση στην πλύση εγκεφάλου, κυρίως με την ιδεολογική ρομφαία του αντιλαϊκισμού, που πλέον φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν τα καθεστωτικά Μίντια υποστηρίζουν με πάθος κάτι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντανακλαστικά υιοθετεί την αντίθετη θέση.
Στην πραγματικότητα, παραλλήλως με την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιά-Αριστερά, αναδύεται από τα σπλάχνα των δυτικών κοινωνιών μία νέα διαχωριστική γραμμή που παραπέμπει σε μία νέα κοινωνικοταξική πραγματικότητα. Αυτό κατέστη εμφανές από το κίνημα των Αγανακτισμένων στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο τώρα στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία. Αυτού του είδους τα νέα κινήματα δεν έχουν παραδοσιακό ιδεολογικό πρόσημο, είναι ακηδεμόνευτα, α-δέσποτα.
Στην πραγματικότητα γεννήθηκαν και τροφοδοτούνται από την κοινωνικοταξική πραγματικότητα που έχει επιβάλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στις δυτικές κοινωνίες. Η μόνη διαφορά αυτού που σήμερα λαμβάνει χώρα στη Γαλλία είναι ότι η κοινωνική αντίδραση δεν περιορίζεται πλέον στην αντισυστημική ψήφο. Εκδηλώνεται και ως κοινωνική αναταραχή.
Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων μπορεί να ξεκίνησε από την αύξηση της φορολογίας στη βενζίνη, αλλά είναι οι προαναφερθείσες βαθύτερες αιτίες που το μετατρέπουν σε συγκρουσιακό κίνημα αμφισβήτησης της εξουσίας και ενστικτωδώς συνολικά του συστήματος, έστω κι αν ούτε το συνειδητοποιεί, ούτε και έχει τις προϋποθέσεις να το αλλάξει.
www.slpress.gr
12/12/2018

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

H αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής επιχειρηματικότητας

του Γιώργου Παπανικολάου

Σε μια περίοδο που η χώρα χρειάζεται επενδύσεις ύψους έως και 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά και σημαντικές συνενώσεις δυνάμεων προκειμένου να αυξηθεί το «μέσο μέγεθος» της ελληνικής επιχείρησης, τα στοιχεία δείχνουν πως, με κάποιες εξαιρέσεις, η εγχώρια αγορά παραμένει σε μεγάλο βαθμό... απαθής.
Οι βασικότερες ενδείξεις περί αυτού προκύπτουν, αφενός, από τα ελάχιστα κεφάλαια που έχουν επαναπατριστεί κατόπιν της μαζικής εξόδου καταθέσεων, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, κι αφετέρου, από τα ελάχιστα deal συνένωσης που έχουν προκύψει ως σήμερα, με πρωτοβουλία ελληνικών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ουδείς αμφισβητεί αυτά τα γεγονότα, πλην όμως, αρκετοί είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να σημειώσουν ως δικαιολογίες, είτε τις δυσκολίες χρηματοδότησης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είτε τα -γνωστά έτσι κι αλλιώς- εμπόδια της ελληνικής πραγματικότητας, καθώς το κράτος, ακόμη και σήμερα που επιβάλλεται να στηριχθεί η εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα, εξακολουθεί να δυσλειτουργεί.
Είναι όμως τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα; Ή μήπως σημαντική επίδραση έχει και η ελληνική νοοτροπία, που παραδοσιακά εμπόδιζε τις συνενώσεις (στη λογική του καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη), αλλά και η έλλειψη σοβαρής μελέτης των «ευκαιριών» που προσφέρει η σημερινή πραγματικότητα των (κατά γενική ομολογία) απομειωμένων αποτιμήσεων και των ανακατατάξεων σε κλάδους και τομείς;
Συγκεκριμένα παραδείγματα, από διαφορετικούς κλάδους (μεταξύ αυτών και ο τουρισμός) δείχνουν πως όταν υπάρχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, τα κεφάλαια βρίσκονται, είτε από την Ελλάδα είτε από το εξωτερικό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, η είσοδος ξένων επενδυτών (που κατά τεκμήριο έχουν το μειονέκτημα της ελλιπούς γνώσης της ελληνικής αγοράς) δείχνει ότι ούτε τα γραφειοκρατικά και λοιπά εμπόδια αποτελούν πειστική δικαιολογία «αποχής», εφόσον υπάρχει επιχειρηματική ευκαιρία.
Είναι ίσως χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας ότι στον περιβόητο κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας, που γέννησε μεγάλες προσδοκίες, για να οδηγηθεί τελικά σε κατάρρευση (με ουσιώδη υπαιτιότητα των πάλαι ποτέ πρωταγωνιστών του), η συνένωση έγινε τελικά από ξένο παίκτη, κι αυτό μόνον όταν οι τεράστιες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες οδήγησαν σε υποχρεωτική πώληση των εταιριών. Κι έτσι ένας εξαιρετικά υποσχόμενος κλάδος πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια ξένων συμφερόντων.
Χωρίς να είναι βέβαια ο μόνος. Η πικρή αλήθεια είναι ότι εάν δεν κινητοποιηθεί σύντομα η εγχώρια επιχειρηματικότητα κινδυνεύει να μείνει εκτός του νυμφώνος στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, με τους ξένους να αγοράζουν επιχειρήσεις και στρατηγικό «μέγεθος», σε τιμές ευκαιρίας.
Ακόμη όμως και σε άλλους κλάδους, στους οποίους δεν υπάρχει σήμερα ικανό μέγεθος για να προσελκύσει ούτε ως «βάση μελλοντικών κινήσεων», ξένα κεφάλαια, η κατάσταση παραμένει σε τέλμα, ελλείψει εγχώριων πρωτοβουλιών, παρότι η ανάγκη περιορισμού των κόκκινων δανείων δημιουργεί ευκαιρίες.
Αναμφίβολα και στον τομέα αυτόν υπάρχουν εμπόδια, είτε γραφειοκρατικά είτε οφειλόμενα στη διστακτικότητα των τραπεζών, ακόμη και σε περιπτώσεις που θα έπρεπε να στρώνουν χαλί για την εμφάνιση αξιόπιστου συνομιλητή. Το βασικότερο θέμα όμως φαίνεται να είναι η έλλειψη πρόθυμων επιχειρηματιών που έχουν το know how και τη διάθεση για να προωθήσουν συνενώσεις, αυξάνοντας το μέγεθός τους.
Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη «χαμένη ευκαιρία» της σημερινής συγκυρίας, καθώς, όπως καταγράφεται και σε σχετικό ρεπορτάζ του Euro2day.gr, εάν κάποιοι επιχειρηματίες τολμούσαν τέτοιου είδους κινήσεις, είναι πολύ πιθανό ότι θα έβρισκαν όχι μόνο χρηματοδότες από το εξωτερικό αλλά ενδεχομένως και «έτοιμους αγοραστές» για τη νέα -και μεγαλύτερη- οντότητα. Κι αυτό θα είχε πολλαπλασιαστική επίπτωση στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αυξάνοντας συνδυαστικά και την «υπεραξία» για την εγχώρια επιχειρηματικότητα, αλλά και το εύρος εμπλοκής ξένων κεφαλαίων, που σήμερα περιορίζεται από την πολυδιάσπαση και το μικρό αναλογικά μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων.
Αυτή η «αχίλλειος πτέρνα» της ελληνικής επιχειρηματικότητας δεν αποτελεί βεβαίως νέο φαινόμενο. Ακόμη και στις πιο καλές εποχές, κατέστη εμφανής η αδυναμία ελληνικών εταιριών (με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) να αυξήσουν αποτελεσματικά το μέγεθός τους, αλλά και να αναδιαρθρωθούν εσωτερικά προκειμένου να εκσυγχρονιστούν και να ξεφύγουν από το προσωπικό ή το οικογενειακό μοντέλο.
Η οδυνηρή έκπληξη είναι ότι ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια κρίσης, φαίνεται να ισχύει το ίδιο!
www.euro2day.gr
10/12/2018

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Σήμα κινδύνου: Καταλαβαίνουν η κυβέρνηση και η ΝΔ– που σκιαμαχούν- τι πάει να γίνει στα σχολεία;

του Γιώργου Λακόπουλου

Να αρχίσουμε από την κυβέρνηση. Όπως της συμβαίνει συχνά, είτε αντιλαμβάνεται αργά τις εξελίξεις, είτε ανοίγει λάθος μέτωπο, είτε πατάει τα κορδόνια της. Συμβαίνουν και τα τρία στην περίπτωση των μαθητικών καταλήψεων- που είναι αποτέλεσμα κινήσεων για μεταφορά  στα σχολεία της νεοφασίζουσας  κουλτούρας  που υφέρπει από καιρό και έχει περάσει και τις πόρτες του παλιού δικομματισμού σε ορισμένες περιπτώσεις.
Οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες είδαν τα δένδρα, αλλά δεν βλέπουν το δάσος. Η προσπάθεια  να ανοίξει ένα τέτοιο μέτωπο στα σχολεία ενθαρρύνθηκε από την αδράνεια της κυβέρνησης όταν εμφανίσθηκε το πρώτο σύμπτωμα. Αλλά και από τη χρόνια αφασία της ηγεσίας της ΝΔ που συντηρεί και αναπαράγει τον ακραίο λόγο, την μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό και επιμένει να συνδιαλέγεται με την ακροδεξιά.
Μόλις προ δυο εβδομάδων μια ομάδα ιδιωτικών σχολείων της πρωτεύουσας  δεν επέτρεψαν στους μαθητές τους να εορτάσουν την  επέτειο για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, παρότι είναι επίσημα κατοχυρωμένη εκδήλωση. Την αγνόησαν με το επιχείρημα ότι αποτελεί… «ιδεολογικό καταναγκασμό» και «ομοιομορφία του κεντρικού σχεδιασμού».
Σε περίοδο που η επιστροφή της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη καθιστά το μήνυμα το Πολυτεχνείου ακόμη πιο επίκαιρο, κάποιοι σχολάρχες κατέφυγαν σε θεωρίες ότι «δεν ψάχνουν αφορμές να χαθεί εκπαιδευτικός χρόνος».
Μια κυβέρνηση με αντανακλαστικά θα είχε αντιδράσει ακαριαία και η αντιπολίτευση θα επικροτούσεθα αφαιρούσε τις άδειες από τα συγκεκριμένα σχολεία και θα παρέπεμπε τους υπευθύνους για ενέργειες κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος
Αλλά το υπουργείο Παιδείας ανέθεσε απλώς σε μια υπηρεσία του να καταγράψει το φαινόμενο για να διαπιστώσει αν «εγείρονται εξαιρετικά σοβαρά διοικητικά και εκπαιδευτικά ζητήματα». Και μετά το ξέχασε. Όσο για τη ΝΔ απλώς σιώπησε.
Η ανοχή λειτούργησε ως ενθάρρυνση και οι χρυσαυγίτικοι πυρήνες ανά την επικράτεια διέκριναν ότι έχουν περιθώρια να εισβάλλουν στα σχολεία και να παραπλανήσουν τους μαθητές με καταλήψεις για το «Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων Μαθητών Ελλάδας καταγγέλλει ευθέως: «Αυτές τις μέρες τα σχολεία και οι μαθητές έχουν μπει στο στόχαστρο διαφόρων εξωσχολικών κύκλων που τους προτρέπουν να κάνουν καταλήψεις για «Μακεδονικό», «Κατσίφα» και «Β. Ήπειρο», παροτρύνοντας τους μαθητές να κλείσουν τα σχολεία τους»

Η προσωπική ευθύνη του Μητσοτάκη


Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήλθε η ώρα να θερίσει ό,τι έσπειρε με τη συγκατάθεση στα συλλαλητήρια, την απόρριψη της λύσης του Σκοπιανού και τη ρητορική Σαμαρά που δεν επέτρεψε απλώς στο κόμμα του, αλλά υιοθέτησε και οι ίδιος.
Έτσι η ΝΔ έγινε συμμέτοχος, αν δεν πρωταγωνιστούσε κιόλας, στην καλλιέργεια της όξυνσης και πατριδοκαπηλίας που ξεκινούσε από τον καταλογισμό «προδοσίας» στον Πρωθυπουργό, μέχρι την αναμόχλευση μετεμφυλιακών τοποθετήσεων και την νομιμοποίηση του σωβινισμού. Αυτό το κλίμα αξιοποιούν σήμερα οι Χρυσαυγίτες και εναντίον της. Η ΝΔ πέφτει στο δικό της λάκκο.
Ωστόσο η κεκτημένη ταχύτητα κρατάει τον κομματικό ιστό της ΝΔ στη ίδια κατεύθυνση. Μόλις άρχισαν οι καταλήψεις -με εμφανή υποκίνηση της Χρυσής Αυγής – κομματικά στελέχη της ΝΔ, σωματεία που ελέγχονται από την ίδια και αλλά και προβεβλημένα στελέχη της όπως ο Μ. Βορίδης και ο Άδωνις Γεωργιάδης έριξαν νερό στο μύλο των οργανωτών. Χωρίς αντίδραση από το περιβάλλον του προέδρου της ΝΔ. Σα να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει.
Έτσι, ενώ ο ίδιος ο επικεφαλής της ΝΔ δείχνει άβουλος και σιωπηλός μπροστά στο φαινόμενο που κλιμακώνεται και παράγοντες της ΝΔ το τροφοδοτούν. Αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ και δημοσιογράφοι που σχετίζονται με τη ΝΔ υποδαυλίζουν -αν δεν εξάρουν-τις  εθνικιστικές ακρότητες στα σχολεία.
Συχνά υιοθετούν τη συνθηματολογία τους, ή απλώς τη παραλλάσσουν στην ίδια κατεύθυνση. Π.χ. το σύνθημα «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία» αναπαράγεται από Νεοδημοκράτες ως «Ο ΣΥΡΙΖΑ πούλησε τη Μακεδονία». Άλλωστε κάποιοι είχαν φροντίσει από καιρόν βάλουν στον λόγο του προέδρου της ΝΔ τις θέσεις που τώρα προβάλλονται για τις καταλήψεις. Η νομιμοποίηση είχε προηγηθεί. Αυτό καθιστά την ευθύνη του Κυριάκου Μητσοτάκη άμεση και προσωπική.
Δεν προσφέρονται όλα για ψηφοθηρία. Οφείλει να αντιδράσει τώρα, για να μην έλθουν τα χειρότερα και γεμίσει η χώρα εκκολαπτόμενους Κασιδιάρηδες.  Όχι με μισόλογα και «διαρροές».  Ούτε με όσα είπαν απρόθυμα ο  Τσιάρας και η Σπυράκη. Να διακηρύξει ο ίδιος την αντίθεσή του κόμματός του στο φαινόμενο. Χωρίς τις ανοησίες ορισμένων επιτελών του που το… εξισορροπούν με  παλιές μαθητικές καταλήψεις .  Ο
Πρωτίστως να απομονώσει ή και να καταδικάσει όσους από το κόμμα του συνεργούν θεωρώντας ότι πρόκειται για αποδοτική αντικυβερνητική δραστηριότητα. Είναι ένα προκλητικό φαινόμενο με το οποίο πρώτη φορά έρχεται αντιμέτωπη η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Δεν αφορά ένα κόμμα, αλλά το πολιτικό σύστημα.  Και όπως είπε στο  Ευρωκοινοβούλιο  Στέλιος Κούλογλου  στους βουλευτές του  Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος: «Πείτε στη ΝΔ να μην παίζει με τη φωτιά».
Κυβέρνηση: Από την αδράνεια στις πρωτοβουλίες
Η κυβέρνηση που φέρει τη βασική ευθύνη δεν μπορεί δια του αρμοδίου υπουργού να περιορίζεται δια του πελαγωμένου  Γαβρόγλου σε καταγγελία για τη Χρυσή Αυγή που υποκινεί τις καταλήψεις -ακόμη και από τη Βουλή- και ταυτόχρονα να  ανοίγει ένα αχρείαστο μέτωπο με τη ΝΔ.
Είναι ευθύνη του Πρωθυπουργού η ανάληψη πρωτοβουλιών, όπως τις όρισε η  Όλγα Γεροβασίλη«Πρέπει όλα τα κόμματα να αντιμετωπίσουμε από κοινού αυτό το νέο κίνδυνο». Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας να καλέσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να τον θέσει προ των ευθυνών του, αποτρέποντας τους αποπροσανατολιστικούς καυγάδες με τους νεοδημοκράτες.
Προς το παρόν πάντως η ακροδεξιά ρητορική του μίσους που εισέρχεται στα σχολεία, γίνεται απλώς αφορμή για πολιτική ένταση. Η κυβέρνηση καταλογίζει στη ΝΔ «αφωνία» για τη δράση της Χρυσής Αυγής σε σχολεία. Η ΔΑΚΕ  Καθηγητών μιλάει για «πανικόβλητη Αριστερά που παρακολουθεί την εθνική αφύπνιση των μαθητών» και η Πειραιώς δεν την αποδοκιμάζει.
Είναι ανατριχιαστικό συνδικαλιστές της ΝΔ να υπογράφουν -χωρίς κομματικές συνέπειες κείμενα υπέρ των καταλήψεων: «Οι μαθητές κινητοποιήθηκαν και κινητοποιούνται καταγγέλλοντας τη συνθήκη των Πρεσπών, που εκχωρεί το όνομα της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς».
Και είναι αφελές κυβερνητικοί παράγοντες να πιστεύουν ότι θα επωφεληθούν από τη νέα δεξιά διολίσθηση της ΝΔ. Μόνο η Χρυσή Αυγή θα ωφεληθεί. Για το Κινάλ της Φώφης Γεννηματά, ας μη γίνεται λόγος:  αφωνία μέχρι να βρει τρόπο να επιτεθεί στον…Τσίπρα. Όπως συνήθως αλλού ο παππάς, αλλού τα ράσα.
Η εύστοχη παρέμβαση  του Σταύρου
Σ’ αυτό το σκηνικό ο Σταύρος Θεοδωράκης ανέδειξε την ουσία των καταλήψεων με την παρέμβαση του: Αποκτούν μαύρο χρώμα, επισημαίνοντας :«Ελλάδα ξύπνα» τους λένε να φωνάζουν – σαν το «Γερμανία ξύπνα» του Χίτλερ. «Η Δημοκρατία πούλησε την Μακεδονία» γράφουν τα πανό – φράση κλεμμένη από τις ομιλίες των Χρυσαυγιτών.
 «Η ελληνική νεολαία όπλισε» κραυγάζει η αφίσα, πολεμικής αισθητικής. «Μακεδονία – Κατσίφας – Βόρεια Ήπειρος». «Κατάληψη υπέρ πατρίδος». «Αν είστε Έλληνες θα μας υποστηρίξετε». Ένας εθνικιστικός αχταρμάς στα στόματα των παιδιών μας».
Οι πολιτικοί αρχηγοί θα είναι κατώτεροι των περιστάσεων αν επιτρέψουν να διαμορφωθεί σκηνικό αναμέτρησης ανάμεσά  τους. Αυτό ωφελεί την νεοφασίζουσα ακροδεξιά με τη δράση της, βλάπτει τη νέα γενιά και την εκπαίδευση και απειλεί την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, ίσως πιο σοβαρά από κάθε άλλη φορά.
Από αυτή την άποψη προβληματίζει η καθυστέρηση στην εξέλιξη της δίκης της Αυγής Αυγής, το αποτέλεσμα της οποίας αναμένεται να επικυρώσει ότι πρόκειται για εγκληματική οργάνωση.

www.anoixtoparathyro.gr  29/11/2018




Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Ο καλός κύριος Μπουτάρης

του Χρήστου Ξανθάκη


Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ήμουν ακόμη πιτσιρίκι, διάβαζα το βιβλίο «Χρονικό της Θεσσαλονίκης» του Κώστα Τομανά. Και μου είχε κάνει εντύπωση ένα πράγμα:
Ότι όλες οι απόπειρες πραξικοπήματος εκεί στα τέλη της δεκαετίας του είκοσι και στις αρχές της δεκαετίας του τριάντα, στη Βόρεια Ελλάδα γινόσαντε!

Από εκεί ξεκινάγανε οι επίδοξοι σωτήρες της πατρίδος, για να περάσουν το ζυγό στο σβέρκο των Ελλήνων και των Ελληνίδων. Και κάπου εκεί εξακολουθεί να εκκολάπτεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα το αυγό του φιδιού. Από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ως τα καινούρια, τα φρέσκα με τις καταλήψεις των σχολείων για το τιμημένο χώμα της Μακεδονίας. Για να μην μιλήσω για τον Άνθιμο, αυτό το κόσμημα της χριστιανοσύνης και της δημοκρατίας…

Μέσα σ’ αυτό το τοπίο το λασπερό, ο Μπουτάρης έκανε το σωστό. Με τη μούρλια του, με το σθένος του, με την επιμονή του, με νύχια και με δόντια μερικές φορές, έβγαλε την Θεσσαλονίκη από τον βούρκο του επαρχιωτισμού και της καχυποψίας και την απέδωσε εκεί όπου ήταν πάντοτε ταγμένη:
Στον αέναο κοσμοπολιτισμό της, που πριν από χρόνια και ζαμάνια την έκανε συμπρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας ολόκληρης!

Μισό αιώνα έζησε η Σαλονίκη προσανατολισμένη προς τα κάτω, προς το κράτος των Αθηνών. Με κλειστά τα σύνορα προς Βορρά, εκεί όπου βρισκότανε ανά τους αιώνες ο πραγματικός φυσικός της χώρος. Πέσανε όμως τα τείχη του υπαρκτού, εξεμέτρησαν το ζην, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την μεγαλούπολη. Δυστυχώς, επί έτη πολλά δεν υπηρετήθηκε από άρχοντες με αντιλήψεις ανοιχτές και ευρύτητα πνεύματος. Μόνο από κάτι μπαρμπαδάκια της πελατειακής αρπαχτής και της τσίπικης λούφας. Από ανθρωπάρια με λαμέ γραβάτες και πουκάμισα του λευκότερου λευκού. Και λερωμένο ποινικό μητρώο στη διαδρομή…

Και κάπου, κάπως, κάποτε είχε η συμπρωτεύουσα (άθλιος όρος, αλλά βοηθάει να μη λες όλη την ώρα Θεσσαλονίκη) την καλή τύχη να πέσει πάνω σ’ έναν τύπο σαν τον Μπουτάρη. Ένα κεφάλι αγύριστο, μακεδόνικο, που δεν μάσαγε να τα βάλει με τη βαθιά συντήρηση της πόλης. Με όλα αυτά τα βαρίδια που την κρατούσαν καρφωμένη στο έδαφος και δεν την άφηναν να απογειωθεί. Από τους ένδοξούς της βυζαντινισμούς ως τις μικροκακίες της γειτονιάς, κι από τις επαρχιακές λαμογιές ως την τσίγκινη πατριδογνωσία. Μπήκε μπροστά, πήρε σκούπα και φαράσι, άνοιξε πόρτες και παράθυρα. Μια αναπνοή φρέσκου αέρα, κάλυψε τον Λευκό Πύργο!

Φυσικά δεν ήταν ο τέλειος Δήμαρχος. Τα προβλήματα άλλωστε της Σαλονίκης είναι τόσο δομικά και τόσο χρόνια, που δεν λύνονται εύκολα. Το Μετρό μόνο να σκεφτεί κανείς που δεν πέρναγε και δεν περνάει από τα χέρια κανενός Δημάρχου (εκτός από εκείνα του ασίκη Κούβελα) ή τον άμοιρο τον ΟΑΣΘ που πλούτιζε τους μετόχους του κι αμέσως τίθεται ζήτημα αρμοδιοτήτων. Χώρια οι εμμονές του Μπουτάρη με ένα σωρό θέματα, από την προσήλωσή του στον ιδιωτικό τομέα και τις παραφυάδες του ως το τσαλάκωμα της δημόσιας εικόνας του που έφτανε ενίοτε στα όρια της αυτογελοιοποίησης. Και τις εκρήξεις του μη λησμονούμε, που αναρωτιόταν κανείς αν πετύχαιναν ποτέ το στόχο ή αν απλώς εξυπηρετούσαν τον εγωισμό του…

Τροφή για σκέψη των μελλοντικών ιστορικών. Για εμάς τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες, άλλος είναι ο γκαϊλές. Το γεγονός ότι ο Μπουτάρης με τρόπο άλλοτε κομψό και άλλοτε μπρούτο, έσυρε τη Θεσσαλονίκη στον εικοστό πρώτο αιώνα. Γκρέμισε τα τείχη της, τσουρούφλισε τις παρωπίδες της, συνέτριψε τους χαλκάδες της. Κι έδειξε στους νεώτερους και στις νεώτερες, ότι μερικές φορές την παράδοση πρέπει να την κλείνεις οριστικά στο χρονοντούλαπο. Και να πετάς το κλειδί στο Θερμαϊκό, για να μην το βρει κανένας!


www.newpost.gr  22/11/2018

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Σύστημα και αντισύστημα

του Νικόλα Σεβαστάκη


Eίναι μία από τις λέξεις-φετίχ της τελευταίας δεκαπενταετίας. Μία από τις λέξεις που επιστρατεύονται για να περιγράψουν οποιαδήποτε κοινωνική ή πολιτική τάση εμφανίζεται αιρετική, «ακάθαρτη», λοξή. Η δημοσιογραφία τούς αγαπάει αυτούς τους όρους-πολυεργαλεία. Το καθημερινό σχόλιο τους αποθεώνει. Έτσι, αυτές οι λέξεις έχουν αποκτήσει με τον καιρό πιστοποιητικά καταλληλότητας, διεισδύοντας στις συμβατικές κοινωνικές περιγραφές της εποχής. Πριν από κάποιες δεκαετίες, όμως, ο αντισυστημικός λεγόταν αλλιώς: λεγόταν αντικαθεστωτικός. Υπήρχαν αυτοί που ισχυρίζονταν πως ανήκουν στην αντικαθεστωτική αριστερά. Μόνο σε αυτήν όμως. Δεν υπήρχε, αντίστοιχα, κάποια αντικαθεστωτική «δεξιά», ενώ σήμερα ο όρος αντισυστημικός μοιράζεται απλόχερα δεξιά και αριστερά σαν να περιγράφει και τους μεν και τους δε. Αφορά, μάλιστα, κατεξοχήν τους λεγόμενους «αντισυστημικούς» της δεξιάς, τους ριζοσπαστικούς εθνικιστές, τους μετα-φασίστες, τους οπαδούς μιας νέας συντηρητικής επανάστασης, τους εχθρούς των «πολιτισμικών γενοκτονιών». 

Nομίζω όμως ότι οι δυο συγγενείς όροι δεν έχουν την ίδια εγκυρότητα. Το κοινωνικό καθεστώς είναι κάτι που μπορεί να περιγραφεί, να αναλυθεί, να κατονομαστεί. Είναι μια συγκεκριμένη οντότητα. Εδώ είναι όλη η διαφορά του από το «σύστημα». Το σύστημα, παρότι η λέξη δηλώνει κάτι με συνοχή και συγκεκριμένη δομή, έχει γίνει από καιρό ένα απροσδιόριστο και φασματικό αντικείμενο. 

Για το σύστημα μπορεί να μιλάει με μεγάλη ευκολία ένας οπαδός του αντιεμβολιαστικού κινήματος, ένας σπουδαιοφανής τραγουδιστής του έντεχνου, ένας ακροδεξιός οπαδός του Προέδρου Πούτιν ή ένας από τους φριχτούς σχολιαστές του «αθλητικού ραδιοφώνου της Θεσσαλονίκης», που κι αυτοί αισθάνονται «εκτός συστήματος». Εναντίον του συστήματος μπορεί να είναι οι πιο διαφορετικοί ρόλοι της ελληνικής δημοσιότητας, τα πιο φαιδρά και ανυπόληπτα πρόσωπά της. Θα πει κανείς πως το σύστημα είναι και αυτό προσδιορισμένο, είναι, για παράδειγμα, ο καπιταλισμός ή η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του. Ναι, με τη διαφορά πως στον γαλαξία των αντισυστημικών του καιρού μας η κλασική αντικαπιταλιστική ευαισθησία έχει υποχωρήσει ή έχει επενδυθεί με γραφικά και επικίνδυνα υλικά: η ανάλυση έχει δώσει τη θέση της στο προφητικό παραλήρημα, στη θεωρία συνωμοσίας, στον στείρο καταγγελτικό οίστρο. 

Από την άλλη, ένας ολόκληρος αντισυστημικός χώρος έχει συρρικνώσει την κριτική του καπιταλισμού σε μια μελοδραματική ρητορεία κατά του χρήματος και των υλιστικών αξιών, ανατρέχοντας μάλλον σε θρησκευτικά μοτίβα που έχουν ελάχιστη σχέση με μια ορθολογική κριτική στα μεγάλα ελαττώματα των κυρίαρχων οικονομικών μοντέλων. 

Το αντισυστημικό μοιάζει έτσι με τη λαϊκίστικη και φαντασμαγορική μετεξέλιξη παλαιότερων μορφών κριτικής και ιδεολογικής αντιπολίτευσης. Σαν να πήραν την εξουσία οι αοριστολογίες, τα παραληρήματα των ιεροκηρύκων ή κάποιων ριζοσπαστών του πληκτρολογίου. Σαν να έχει επιστρέψει το ύφος της αντικουλτούρας, αλλά χωρίς τη χάρη, τις αιχμές και το πειραματικό πάθος που είχε η αντικουλτούρα του '60 και του '70.

 Σε αυτό τον αβαθή αντισυστημισμό έρχεται όμως να απαντήσει μια άλλη τάση που τη βλέπω να αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς. Είναι μια τάση που ανακαλύπτει αντιθέτως τη γοητεία της τάξης, της ρουτίνας, της προσαρμογής. Μια τάση προς την αποκατάσταση των βαριά κλονισμένων προτύπων μαζί με μια αόριστη (στους νέους) νοσταλγία για «καθοδηγητικές» αξίες και πρότυπα. Ένας κόσμος χαίρεται να νιώθει αντι-σύστημα.

 Και ένας άλλος κόσμος θέλει να φαντάζεται τον εαυτό του μέσα σε ρόλους με σαφείς ιεραρχίες, με ασφαλή σύνορα, με καλή ρυμοτομία που προστατεύει από τους άγριους καιρούς. Ένα τμήμα της σύγχρονης κουλτούρας τρέφεται από εικόνες εξέγερσης, ανυπακοής και άγριας αποσύνδεσης από τον ιστό της κανονικότητας. Ένα άλλο τμήμα όμως, και μάλλον το ισχυρότερο, επιζητεί ασμένως την αποκατάσταση της διασαλευμένης τάξης, τη ζεστή κοιτίδα μιας Μητέρας Πατρίδας, την τέλεια αστυνόμευση της ρημαγμένης του ζωής. Όχι, δεν πρόκειται για πόλωση ανάμεσα στην «αναρχία» και τον «φασισμό», όπου από τη μία είναι το αντισύστημα και από την άλλη το σύστημα. Αντίθετα, η δυσκολία αυτής της εποχής είναι ότι σύστημα και αντισύστημα ανήκουν το ένα στο άλλο, κλείνουν το μάτι το ένα στο άλλο και συχνά παρασιτούν το ένα στο άλλο.   Όλο και περισσότεροι άνθρωποι κατηγορούν το σύστημα όχι γιατί είναι τέτοιο (σύστημα) αλλά γιατί, κατά τη γνώμη τους, έχει γίνει σκορποχώρι και «σουρωτήρι» και μπάχαλο. Του προσάπτουν το γεγονός πως δεν τους προφυλάσσει από τις απειλές της εποχής, από τις φυσικές καταστροφές, την ανασφάλεια, το έγκλημα, τους ιούς και πάει λέγοντας. 

Όλη η διαφορά των παλιών αντικαθεστωτικών λόγων από την αντισυστημική πλημμυρίδα του σήμερα είναι ότι κάποτε πίστευε κανείς πως υπήρχε ένα καθεστώς, ενώ τώρα οι περισσότεροι υποψιάζονται πως κυβερνάει το χάος. Γι' αυτό εξάλλου το 90% των αντισυστημικών υποσχέσεων του καιρού μας είναι υποσχέσεις ρύθμισης και τακτοποίησης. Σαν τις υποσχέσεις για οριστική ρύθμιση των χρεών σε έναν κόσμο υπερχρεωμένων ανήμπορων. 

Πηγή: www.lifo.gr  3/10/2018


Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Γκρίζο φθινόπωρο στην Ευρώπη

Tου Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Καθώς η Γερμανία γιόρταζε, την περασμένη Τετάρτη, την επέτειο της επανένωσης, τα σύννεφα του σκεπτικισμού έριχναν σκιές στη «δεύτερη ευκαιρία» που δόθηκε στο γερμανικό έθνος από την Ιστορία. Αρκετοί αναλυτές, όπως ο Μαρσέλ Φίρστεναου από την Deutsche Welle, εφιστούσαν την προσοχή στην ανισότιμη θέση του ανατολικού τμήματος της χώρας σε όλα τα επίπεδα – ανεργία, μισθοί, βιομηχανία, μερίδιο στις πολιτικές και δημοσιογραφικές ελίτ. Αυτή η εδραιωμένη ανισοτιμία είναι ένας από τους παράγοντες που εξηγούν την πολύ μεγαλύτερη επιρροή του ταχέως ανερχόμενου ακροδεξιού κόμματος AfD στις ανατολικές περιοχές.
Την ίδια στιγμή, η χώρα που πρόβαλλε για δεκαετίες ως πρότυπο πολιτικής σταθερότητας, αρχίζει να εμφανίζει όλες τις πολιτικές παθογένειες που πλήττουν την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν είναι μόνο ότι η Αγκελα Μέρκελ, ύστερα από 13 χρόνια στην καγκελαρία, εμφανίζεται αποδυναμωμένη και αμφισβητείται εκ των ένδον. Η ίδια η κυριαρχία του πολιτικού Κέντρου τίθεται υπό αίρεση για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η Κεντροδεξιά και, πολύ περισσότερο, το σοσιαλδημοκρατικό SPD, βρίσκεται σε πτώση. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η AfD ξεπερνά το SPD σε πανεθνικό επίπεδο, με ποσοστό γύρω στο 18%.
Η γερμανική εσωστρέφεια αποτελεί κακό οιωνό για μια Ε.Ε. που απειλείται από πολλά σεισμογενή ρήγματα, με πρώτο εκείνο της Μάγχης. Ενώ απομένουν λιγότερο από έξι μήνες για την ημερομηνία αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε., το ενδεχόμενο ενός χαώδους Brexit, χωρίς συμφωνία, είναι απολύτως ρεαλιστικό, όπως έδειξε η μετωπική σύγκρουση στην πρόσφατη άτυπη σύνοδο κορυφής του Σάλτσμπουργκ.
«Ε.Ε. όπως ΕΣΣΔ»
Την περασμένη Τετάρτη, στο ετήσιο συνέδριο των Συντηρητικών, η Τερέζα Μέι διεμήνυσε ότι δεν εννοεί να υποχωρήσει από τις κόκκινες γραμμές της, ενώ αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμι Χαντ παρομοίασε την υπαρκτή Ε.Ε. με την ΕΣΣΔ, που «δεν άφηνε τους ανθρώπους να φύγουν».
Μπορεί να εικάσει κανείς ότι η αδιάλλακτη στάση των «27» έναντι της Βρετανίας απορρέει από την άρνησή τους να αποδεχθούν ως προδιαγεγραμμένο έναν τόσο βαθύ ακρωτηριασμό της Ενωσης. Ενδόμυχα ελπίζουν ακόμη ότι, υπό την πίεση των αγορών, οι Βρετανοί θα μπορούσαν να «συνετιστούν» και να ακυρώσουν το Brexit με ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Πρόκειται για ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου, καθώς η Ε.Ε. των «27» οδεύει προς το τελικό μπρα ντε φερ με τη Βρετανία ενώ η ίδια δεν βρίσκεται σε ευσταθή κατάσταση.
Το μεγάλο ρήγμα Βορρά - Νότου επανήλθε στο προσκήνιο, εννέα χρόνια μετά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Αυτή τη φορά, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται σε συγκριτικά μικρές οικονομίες, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Πορτογαλία, αλλά στην τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης – πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει, αλλά και για να διασωθεί. Η ανταρσία της κυβέρνησης συνασπισμού Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και Λέγκας εναντίον των νουθεσιών δημοσιονομικής σύνεσης από τις Βρυξέλλες απειλεί να αναζωπυρώσει την κρίση στην Ευρωζώνη, την πιο δύσκολη στιγμή.
Εύλογα μπορεί να ασκηθεί κριτική σε αυτό το αλλόκοτο αμάλγαμα κεϊνσιανισμού - νεοφιλελευθερισμού, που προωθεί το κυβερνητικό δίδυμο της Ρώμης. Ο συνδυασμός του εγγυημένου κοινωνικού εισοδήματος για τους φτωχούς, που ήταν η κεντρική προεκλογική υπόσχεση του Μ5S, με τη μείωση της φορολογίας για τους πλούσιους που επέβαλε η Λέγκα, μοιάζει να εγγυάται δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ωστόσο οι Βρυξέλλες κινδυνεύουν να την πάθουν όπως και στην περίπτωση της Βρετανίας: ο αλαζονικός διδακτισμός και οι ανοιχτές απειλές απέναντι σε μια συγκριτικά ισχυρή χώρα–μέλος μπορεί να οδηγήσουν στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Στη Βρετανία, αυτός που τρίβει τα χέρια του από τα παθήματα της Μέι είναι ο πρωταθλητής του σκληρού Brexit Μπόρις Τζόνσον, ενώ στην Ιταλία εκείνος που επωφελείται δημοσκοπικά από τη σύγκρουση με τις Βρυξέλλες είναι ο ακροδεξιός Σαλβίνι.
Στο μεταξύ, κάθε άλλο παρά έχει κοπάσει το τρίτο ρήγμα που διατρέχει την Ε.Ε., εκείνο ανάμεσα στο γαλλογερμανικό ηγετικό ζεύγος και στην Κεντρική - Ανατολική Ευρώπη. Η Ουγγαρία του Ορμπαν και η Πολωνία του Κατσίνσκι αμφισβητούν τη φιλελεύθερη συναίνεση από εθνικιστικές θέσεις και απειλούνται να τιμωρηθούν μέχρι και με αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η πειθαρχία τους σε μια αδιάλλακτη, τιμωρητική γραμμή απέναντι στη Βρετανία ή στην Ιταλία δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Στο σύνολό τους, τα ρεύματα της εθνικιστικής «νέας Δεξιάς» ευελπιστούν σε μια μεγάλη εκτίναξη στις ευρωεκλογές της ερχόμενης άνοιξης.
Μία από τις πιο διαδεδομένες ερμηνείες για την πολλαπλή κρίση της Ε.Ε. εντοπίζει ως κοινό παρονομαστή τη σύγκρουση ανάμεσα στους «φιλελεύθερους ευρωπαϊστές» και στους «λαϊκιστές-εθνικιστές», ενώ αποδίδει την άνοδο των τελευταίων κυρίως στο μεταναστευτικό. Η ερμηνεία αυτή ακούγεται απλοϊκή. Η «νέα Δεξιά» δεν εκτοξεύθηκε μόνο ή κυρίως λόγω του μεταναστευτικού (οι ροές μεταναστών έχουν υποχωρήσει κατά πολύ από το 2015). Θρέφεται από το οργισμένο κοινό που δημιούργησαν η μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 και η έκρηξη των ανισοτήτων που την ακολούθησε. Οι ηγέτες της «νέας Δεξιάς» δεν διανοούνται να θίξουν στο ελάχιστο τα προνόμια των ισχυρών, αντίθετα είναι άκρως «φιλελεύθεροι» στην οικονομική πολιτική τους.
Ο ιδεολογικός γκουρού του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, ήταν αντιπρόεδρος της Goldman Sachs, στην οποία θήτευσε και η επικεφαλής του AfD, Αλις Βάιντελ, μια πολιτικός με ακραιφνώς νεοφιλελεύθερες θέσεις. Παρά τους φιλιππικούς κατά του Σόρος (με υποτροφία του οποίου σπούδασε στην Οξφόρδη), ο Βίκτορ Ορμπαν επέβαλε ενιαίο φόρο εισοδήματος για όλους, φτωχούς και πλούσιους, ενώ δεν αμφισβητεί τον ρόλο της χώρας του ως οικονομικής ενδοχώρας της Γερμανίας.
Υποκλινόμενοι στον οικονομικό φιλελευθερισμό και εκτρέποντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς την ξενοφοβία και τις «συντηρητικές αξίες», πολιτικοί αυτής της κοπής φιλοδοξούν να υποκαταστήσουν την παραδοσιακή Κεντροδεξιά ως κυρίαρχη δύναμη του συντηρητικού χώρου – κάτι που έχει ήδη καταφέρει ο Σαλβίνι, εκτοπίζοντας τον Μπερλουσκόνι.
Ελλειψη ηγετών
Οι αμετανόητα αισιόδοξοι θα σκεφτούν, ίσως, ότι όλη η ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι μια πορεία αλμάτων ύστερα από κρίσεις. Το προβληματικό με αυτή την παρηγορητική σκέψη είναι ότι σήμερα έχουν πέσει πολλές κρίσεις μαζί, χωρίς να φαίνονται στον ορίζοντα οι Ντε Γκωλ και οι Αντενάουερ που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να τις χειριστούν.
Οσο η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και οι ηγεσίες ισχυρών κρατών υπερασπίζονται το ευρωπαϊκό στάτους κβο ως τον καλύτερο των δυνατών κόσμων, θα προσφέρουν ανέλπιστο δώρο σε εκείνους που ενδύονται τη λεοντή της «αντισυστημικής» δύναμης για να εξωραΐσουν την εθνικιστική, ξενοφοβική ατζέντα τους.
Μεταξύ των ισχυρών κρατών της Ενωσης, μόνο η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν τόνισε την ανάγκη ριζικών αλλαγών. Ωστόσο, η κυβέρνηση της πάντα «συνετής» Αγκελα Μέρκελ σπατάλησε τον χρόνο που πέρασε με παλινωδίες και δισταγμούς.
Σήμερα, η ίδια εμφανίζεται υπ’ ατμόν, ενώ ο Μακρόν βλέπει τη δημοτικότητά του να πέφτει κατακόρυφα και την κυβέρνησή του να φυλλορροεί.
Η αστάθεια του γαλλογερμανικού ζεύγους έρχεται να προστεθεί στον κυκεώνα των προβλημάτων που καθηλώνουν σε νεκρό σημείο την Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ η δραματική άνοιξη του Brexit και των ευρωεκλογών πλησιάζει.
Ο κίνδυνος... κυκλώνων στα Βαλκάνια
Η χαμηλή προσέλευση στο δημοψήφισμα της ΠΓΔΜ αποτέλεσε πλήγμα και για την Ε.Ε. Οι πολίτες δεν έδειξαν να συγκινούνται από την προοπτική της ένταξης, ενώ οι ανοιχτές παρεμβάσεις Ευρωπαίων ηγετών είχαν για μία ακόμη φορά ανάστροφο αποτέλεσμα. Το ίδιο Σαββατοκύριακο απειλήθηκε σοβαρό επεισόδιο στη λίμνη Γκάζιβοντε, στο βόρειο, κυρίως σερβικό, τμήμα του Κοσόβου, όταν ένοπλη δύναμη των Αλβανοκοσοβάρων εισέβαλε στην περιοχή, ενώ η Σερβία έθεσε τον στρατό σε επιφυλακή. Ολα αυτά, ενώ η Ε.Ε. παραμένει διχασμένη ως προς την προοπτική ανταλλαγής εδαφών μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, που έχει τεθεί επί τάπητος. Η Γαλλία, όπως και οι ΗΠΑ, τείνει να υποστηρίξει την ανταλλαγή, ενώ η Γερμανία φοβάται πως κάτι τέτοιο θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Πρώτος υποψήφιος για κάτι τέτοιο είναι η Βοσνία, όπου πραγματοποιούνται σήμερα εκλογές σε ατμόσφαιρα συνταγματικής κρίσης. Χωρίς κυβέρνηση εδώ και δύο χρόνια, η Βοσνία παραμένει αδύναμο προτεκτοράτο της Δύσης, με την ανεργία στο 25% και τον πληθυσμό της να έχει μειωθεί κατά 7% από το 2006. Η απόσχιση της σερβικής συνιστώσας (Srpska) και η ενσωμάτωσή της στη Σερβία δεν έχει απομακρυνθεί ποτέ ως ενδεχόμενο από τον ορίζοντα.
7/10/2018 www.kathimerini.gr

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Η πάλη εναντίον του λάθους

 Tου Εντγκάρ Μορέν
Εντγκάρ Μορέν

Το ζήτημα της αλήθειας, που είναι το ζήτημα του λάθους, με βασάνιζε ιδιαίτερα ήδη από τις αρχές της εφηβείας. Εγώ δεν είχα κληρονομήσει μια κουλτούρα που θα μου την είχε μεταδώσει η οικογένειά μου. Επομένως, για μένα οι αντιτιθέμενες ιδέες είχαν, καθεμιά τους, κάτι το πειστικό.
Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε ή να μετασχηματίσουμε επαναστατικά την κοινωνία; Η μεταρρύθμιση μου φαινόταν πιο ειρηνική και ανθρώπινη αλλά ανεπαρκής, η επανάσταση πιο ριζοσπαστικά ανατρεπτική αλλά επικίνδυνη.
Στην αρχή του πολέμου νόμιζα ότι είχα ολική ανοσία απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, δηλαδή απέναντι στον σταλινικό κομμουνισμό.
Με αφετηρία όμως την αντεπίθεση που απελευθέρωσε τη Μόσχα από την περικύκλωση και με αφετηρία ταυτόχρονα την είσοδο στον πόλεμο της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών (Δεκέμβριος του 1941), που μετέτρεψε τον πόλεμο σε παγκόσμιο, άρχισε να διαγράφεται μια εργασία μεταστροφής του νου μου: η κληρονομημένη από τον τσαρισμό καθυστέρηση και η καπιταλιστική περικύκλωση θα δικαιολογούσαν για μένα τις ελλείψεις και τα ελαττώματα της ΕΣΣΔ. Οταν θα τερματιζόταν η καπιταλιστική περικύκλωση, μετά τη νίκη των λαών, θα άνθιζε μια αληθινά κομμουνιστική κουλτούρα της αδελφοσύνης. Αυτό που είχα διδαχθεί από τον Τρότσκι, από τον Σουβαρίν και από τόσους άλλους απωθήθηκε τότε στα υπόγεια του νου μου.
Μια απέραντη, σχεδόν κοσμική, ελπίδα σάρωνε κάθε επιφύλαξη. Η απογοήτευση αρχίζει με το ξαναπάγωμα της Σοβιετικής Ενωσης. Μια διαδοχή πελώριων και επονείδιστων ψευδών με αποθαρρύνει, μέχρις εκείνο που υπήρξε για μένα το τελικό σοκ: τη δίκη του Ράικ στη Βουδαπέστη τον Σεπτέμβριο του 1949. Τελικά, υφίσταμαι έναν αποκλεισμό, που κόβει τον ομφάλιο λώρο και με απελευθερώνει (1951).
Μερικά χρόνια αργότερα, αφοσιώνομαι σε μιαν αυτοκριτική εργασία, που δημοσιεύτηκε το 1959, προκειμένου να κατανοήσω τις αιτίες και τους μηχανισμούς των λαθών μου, που οφείλονταν λιγότερο στις άγνοιές μου και περισσότερο στο δικό μου σύστημα ερμηνείας και δικαιολόγησης, όπου είχα απωθήσει ως δευτερεύοντα, προσωρινά και επιφανειακά τα ελαττώματα που συγκροτούσαν την ίδια τη φύση του σταλινικού συστήματος.
Νομίζω ότι απαλλάχθηκα για πάντα από τις μονόπλευρες σκέψεις, από τη δυαδική λογική που αγνοεί αντιφάσεις και πολυπλοκότητα. Ανακάλυψα τότε ότι το λάθος μπορεί να είναι γόνιμο, υπό τον όρο ότι θα το αναγνωρίσουμε, ότι θα αποσαφηνίσουμε την προέλευσή του και την αιτία του, με σκοπό να αποτρέψουμε την επιστροφή του. Η απελευθερωτική εργασία της αυτοκριτικής, που πραγματοποίησα, θέλησε να φτάσει ώς την πηγή. Κατανόησα ότι μια πηγή λαθών και αυταπατών είναι το να αποκρύπτουμε τα γεγονότα που μας αναστατώνουν, να τα διαγράφουμε και να τα εξαλείφουμε από τον νου μας.
Κατανόησα μέχρι ποιο σημείο οι βεβαιότητές μας και οι πεποιθήσεις μας μπορούν να μας παραπλανήσουν, έμαθα να στοχάζομαι αναδρομικά για όλες τις τυφλώσεις που οδήγησαν τη Γαλλία στον πόλεμο του 1939 χωρίς αυτή να μπορέσει να προετοιμαστεί, για όλα τα λάθη και για όλες τις αυταπάτες του επιτελείου μας το 1940, για όλες τις εκτροπές και τις πλάνες που ακολούθησαν. Και σκεπτόμενος την πορεία του υπνοβάτη που οδήγησε ένα έθνος, από το 1933 ώς το 1940, στην καταστροφή, φοβάμαι τη νέα υπνοβασία που εμφανίστηκε στη δική μας κρίση, η οποία δεν είναι μόνον οικονομική, δεν είναι μόνον κρίση πολιτισμού, αλλά είναι και κρίση της σκέψης.
Το πάθος μου για την «αληθινή» γνώση με οδήγησε να ανακαλύψω, στα 1969-1970, χάρη σε μια διαμονή μου στην Καλιφόρνια, την προβληματική της πολυπλοκότητας.
Στην πραγματικότητα, η έννοια της πολυπλοκότητας αποσαφήνισε αναδρομικά τον τρόπο σκέψης μου, ο οποίος ήδη συνέδεε διασκορπισμένες γνώσεις, ήδη αντιμετώπιζε τις αντιφάσεις αντί να τις αποφεύγει, ήδη προσπαθούσε να υπερβεί εναλλακτικές που θεωρούνταν ανυπέρβλητες. Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είχε χαθεί, αν και παρέμενε κρυφός, στη διάρκεια της ευφορίας μου, όταν ήμουν κομμουνιστής την περίοδο του πολέμου.
Ηδη το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσω δεν ήταν μόνον τα λάθη τα σχετικά με γεγονότα (από άγνοια), τα λάθη της σκέψης (από δογματισμό), αλλά το λάθος μιας τμηματικής σκέψης, το λάθος της δυαδικής σκέψης που βλέπει μόνον είτε/είτε, της ανίκανης να συνδυάζει και/και, καθώς και, βαθύτερα, το λάθος της σκέψης που περιορίζει και της σκέψης που αποσυνδέει, που είναι τυφλές απέναντι σε κάθε πολυπλοκότητα. Η λέξη «μέθοδος» μου φάνηκε ως οδηγός που θα έπρεπε να βαδίσει επί μακρόν και με δυσκολίες, για να φτάσει να αντιληφθεί τα εργαλεία μιας σκέψης η οποία είναι έγκυρη επειδή είναι πολύπλοκη.
Και καθώς βάδιζα σε αυτόν τον δρόμο, απέκτησα την πεποίθηση ότι η εκπαίδευσή μας, όσο και αν μας δίνει εργαλεία για να ζούμε στην κοινωνία (να διαβάζουμε, να γράφουμε, να λογαριάζουμε), όσο και αν δίνει τα στοιχεία (δυστυχώς διαχωρισμένα) μιας γενικής κουλτούρας (επιστήμες της φύσης, επιστήμες του ανθρώπου, λογοτεχνία, τέχνες), όσο και αν αφιερώνεται στο να προετοιμάζει ή να προμηθεύει μιαν επαγγελματική εκπαίδευση, πάσχει από μια πελώρια έλλειψη που αφορά μια πρωταρχική ανάγκη της ζωής: να παραπλανιόμαστε και να αυταπατόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο, να αναγνωρίζουμε πηγές και αιτίες των λαθών και των αυταπατών μας, να αναζητούμε σε κάθε περίσταση την πιο έγκυρη δυνατή γνώση. Από δω πηγάζει μια πρωταρχική και ουσιώδης αναγκαιότητα: να διδάσκουμε και να μαθαίνουμε τη γνώση, που είναι πάντοτε μετάφραση και ανασύσταση.
Αυτό σημαίνει πως εγώ ισχυρίζομαι ότι προμηθεύω την αλήθεια; Προμηθεύω μέσα για να παλεύουμε εναντίον της αυταπάτης, του λάθους, της μεροληπτικότητας. Οι επιστημονικές θεωρίες, όπως έδειξε ο Πόπερ, δεν προμηθεύουν καμιάν απόλυτη και οριστική αλήθεια, αλλά προοδεύουν ξεπερνώντας τα λάθη.
Προμηθεύω όχι μια συνταγή, αλλά μέσα για να αφυπνίζουμε και να παρακινούμε τα μυαλά στην πάλη εναντίον του λάθους, της αυταπάτης, της μεροληπτικότητας, και ιδιαίτερα εκείνων που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, μιαν εποχή πλάνης, ανεξέλεγκτων και επιταχυνόμενων δυναμικών, συσκότισης του μέλλοντος, λαθών και αυταπατών, που στην τωρινή κρίση της ανθρωπότητας και των κοινωνιών είναι επικίνδυνα και ίσως θανάσιμα.
Το λάθος και η αυταπάτη εξαρτώνται από τον ίδιο τον χαρακτήρα της γνώσης μας και το να ζει κανείς σημαίνει να αντιμετωπίζει διαρκώς τον κίνδυνο του λάθους και της αυταπάτης στην επιλογή μιας απόφασης, μιας φιλίας, ενός περιβάλλοντος, μιας συζύγου, ενός επαγγέλματος, μιας θεραπείας, ενός υποψήφιου στις εκλογές κ.λπ. Η πολύπλοκη σκέψη μας διδάσκει να έχουμε επίγνωση του ότι κάθε απόφαση και κάθε επιλογή αποτελούν ένα στοίχημα.
Συχνά μια δράση παρεκκλίνει σε σχέση με το νόημά της, όταν εισέρχεται σε ένα περιβάλλον πολλαπλών αλληλεπιδράσεων, και μπορεί να καταλήξει να σπάσει το κεφάλι αυτού που την ανέλαβε. Πόσες ήττες και πόσες καταστροφές προκλήθηκαν από την αλαζονική βεβαιότητα της νίκης!
Aπόσπασμα από το βιβλίο του 97χρονου σήμερα Γάλλου φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Εντγκάρ Μορέν: Enseigner à vivre. Manifeste pour changer l’ éducation (Actes Sud, 2014).
www.efsyn.gr 23/9/2018 σε επιμέλεια Θανάση Γιαλκέτση



Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Αντιλαϊκισμός ένας κίνδυνος για τη Δημοκρατία;

του Γιάννη Σταυρακάκη


Tο αν ο λαϊκισμός θα θεωρηθεί απειλή για τη δημοκρατία ή πηγή δημοκρατικής ανανέωσης εξαρτάται φυσικά από το πώς κανείς ορίζει τον λαϊκισμό. Σήμερα, στη διεθνή έρευνα για τον λαϊκισμό, εδραιώνεται σταδιακά ένα consensus που απομακρύνεται από τα συνήθη αντι-λαϊκιστικά στερεότυπα, για να ορίσει τον λαϊκισμό με έναν πιο αναστοχαστικό και εναργή τρόπο. Έτσι ο λαϊκισμός γίνεται κατεξοχήν αντιληπτός ως ένα ιδιαίτερο είδος λόγου ή ιδεολογικής στρατηγικής που διεκδικεί τη μαχητική εκπροσώπηση των λαϊκών συμφερόντων και αιτημάτων (της «λαϊκής κυριαρχίας») απέναντι σε ένα «κατεστημένο» ή σε μια ελίτ που γίνεται αντιληπτή ως η δύναμη εκείνη που τα υπονομεύει ή αντιδρά στην ικανοποίησή τους. Συνεπώς, οι λαϊκιστικοί λόγοι και αναπαραστάσεις τυπικά συναρθρώνουν μια πολωτική πλαισίωση του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου σε μια προσπάθεια να εμπνεύσουν και να κινητοποιήσουν αποκλεισμένες ή φτωχοποιημένες κοινωνικές ομάδες.

Οι τελευταίες καλούνται να καλλιεργήσουν δεσμούς ενότητας, οι οποίοι θα τους επιτρέψουν να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά μια εδραιωμένη δομή εξουσίας και να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων. Υπό αυτήν την έννοια, τα βασικά κριτήρια ενός ελάχιστου ορισμού του λαϊκισμού συμπεριλαμβάνουν: (1) Τον λαο-κεντρισμό: μια πολιτική προτεραιότητα που αποδίδεται στον «λαό», στα λαϊκά υποκείμενα, (2) Τον αντι-ελιτισμό: μια διχοτομική, ανταγωνιστική αναπαράσταση του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου ανάμεσα σε Εμάς (τους περιθωριοποιημένους, τους αποκλεισμένους, τους μη-προνομιούχους, τον «λαό») και Αυτούς (το κατεστημένο, την ελίτ, τους ολίγους, το 1%).
Εκτός του ότι αποκαθιστά τον λαϊκισμό ως νομιμοποιημένη δημοκρατική έκφραση σε καιρούς εκρηκτικής ανισότητας, δομικής αβεβαιότητας και πρεκαριοποίησης, ο προσανατολισμός αυτός επισημαίνει τη χειραφετητική δυναμική ορισμένων λαϊκιστικών λόγων αναφορικά με την αντιπροσώπευση αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων και την διεκδίκηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης και της δημοκρατικής συμμετοχής απέναντι σε καταπιεστικές και ασύδοτες δομές εξουσίας. Σχετικά παραδείγματα συμπεριλαμβάνουν από τον Bernie Sanders έως μερικές εκδοχές του λατινοαμερικανικού λαϊκισμού, και από τους Podemos έως και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια στιγμή, εγγράφει το ενδεχόμενο ότι, εξαιτίας της καταστατικής ρευστότητας κάθε σχέσης αντιπροσώπευσης, της αναπόφευκτης ολίσθησης και μετάθεσης κάθε σημασιοδότησης, ακόμα και αυθεντικά λαϊκά αιτήματα είναι δυνατόν να παγιδευθούν από ανελεύθερες (illiberal) ή και αντι-δημοκρατικές δυνάμεις ή και να χειραγωγηθούν από αυταρχικές θεσμικές δυναμικές. Εξού και τα παραδείγματα δεξιού ή ακροδεξιού λαϊκισμού που μαστίζουν την ευρωπαϊκή ήπειρο, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις ουγγρικές εκλογές. Αν και η αναγωγή του «λαού» στο «έθνος» ή τη «ράτσα» και η άρθρωση του πολιτικού φαντασιακού σε έναν άξονα μέσα/έξω, εντός/εκτός, υποδεικνύει ότι στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με κατεξοχήν εθνικιστικούς λόγους, όπου οι λαϊκιστικές αναφορές παραμένουν περιφερειακές ή και δευτερεύουσες. Αντιθέτως, στον κατεξοχήν λαϊκιστικό κανόνα ο λαός παραμένει ένα ανοιχτό πολιτικό υποκείμενο -όπου μπορεί να χωρούν και οι μετανάστες-, ενώ το πολιτικό φαντασιακό αρθρώνεται σε έναν κάθετο άξονα: πάνω/κάτω, υψηλό/χαμηλό.
Αντί να αναγνωρίσουν την ιδιαιτερότητα, ακόμα και να ενισχύσουν τον αριστερό, συμπεριληπτικό λαϊκισμό και να καταγγείλουν την εθνικιστική ή έστω εθνο-λαϊκιστική διεθνή (εξαιτίας της πολιτικής και εκλογικής χρεοκοπίας των εδραιωμένων θεσμικών λόγων, γίνεται όλο και πιο απίθανο να συμβεί το δεύτερο χωρίς το πρώτο), οι περισσότεροι ορθόδοξοι πολιτικοί, μιντιακοί και ακαδημαϊκοί λόγοι συνήθως υιοθετούν μια a priori αντι-λαϊκιστική στάση. Μια τέτοιου είδους απόρριψη μπορεί να ενέχει τη λελογισμένη καχυποψία απέναντι στους συγκεκριμένους τρόπους συνάρθρωσης κάποιων λαϊκών αιτημάτων ή στους πολιτικούς φορείς που αναλαμβάνουν την εκπροσώπησή τους (κόμματα, ηγέτες κ.λπ.). Είναι δυνατόν όμως και να σηματοδοτεί μια ελιτίστικη, ορντοφιλελεύθερη ή τεχνοκρατική απαξίωση της «λαϊκής κυριαρχίας» ως θεμελίου μιας δημοκρατικής πολιτείας. Εν ολίγοις, τόσο οι λαϊκιστικοί όσο και οι αντι-λαϊκιστικοί λόγοι μπορεί να λάβουν «προοδευτικές» ή «αντιδραστικές», δημοκρατικές ή αντι-δημοκρατικές μορφές.
Αν τα πράγματα έχουν έτσι, αν δηλαδή ο λαϊκισμός μπορεί να συνιστά ή να μην συνιστά απειλή για τη δημοκρατία, ανάλογα με το «συμπεριληπτικό» (inclusionary) ή «αποκλειστικό» (exclusionary) του προφίλ, η αδιαφοροποίητη και βιαστική καταγγελία κάθε λαϊκισμού συλλήβδην ως απειλής για τη δημοκρατία, συχνά μάλιστα ως της μόνης απειλής, αναμφίβολα συνιστά απειλή για μια πραγματικά πλουραλιστική και αγωνιστική δημοκρατία... Και όχι μόνον επειδή αγνοεί την ύπαρξη προοδευτικών λαϊκιστικών πολιτικών εγχειρημάτων. Επιπροσθέτως, με τη δαιμονοποίηση και την αμφισβήτηση του εξισωτικού πολιτικού δυναμικού των τελευταίων, ο θεσμικός αντι-λαϊκισμός άμεσα ή και έμμεσα επιτρέπει στα επίπλαστα αυταρχικά εθνο-λαϊκιστικά υβρίδια να παρουσιάζονται ως η μόνη δύναμη που φαντάζει ικανή να ταρακουνήσει ένα αυξανόμενα άνισο, άδικο και αλαζονικό status-quo, πράγμα που ενέχει σημαντικούς κινδύνους.
* Ο Γιάννης Σταυρακάκης είναι καθηγητής Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, όπου συντονίζει το Παρατηρητήριο Λαϊκιστικού Λόγου POPULISMUS (www.populismus.gr)

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Οριστική λύση... μέρος 1ον!


Του Γιώργου Παπανικολάου
Σχεδόν εξ αρχής η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στην Ελλάδα, υπέφερε από την -αναγκαία όσο και αναπόφευκτη- παρεμβολή του πολιτικού στοιχείου. Το ίδιο συνέβη και την περασμένη Παρασκευή.
Η ελάφρυνση χρέους που δόθηκε στην Ελλάδα, καλοδεχούμενη και απαραίτητη αναμφίβολα, δεν αποτελεί «λύση», αλλά το πρώτο μέρος μιας οριστικής «λύσης». Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά το πολιτικό κόστος στο εσωτερικό των εταίρων μας, ο δεύτερος την αμφίβολη αξιοπιστία των ελληνικών κυβερνήσεων γενικώς.
Στη πράξη οι εταίροι μας έκαναν ότι θεώρησαν απαραίτητο για να μπορέσει η χώρας μας να έχει ξανά πρόσβαση στις αγορές, τα επόμενα 10 χρόνια, βάζοντας και όρους που να διασφαλίζουν ότι οι όποιες επόμενες κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από τη σημερινή, δεν θα… ξεσαλώσουν στη πρώτη ευκαιρία, αλλά θα έχουν συνεχή πίεση να διατηρούν μια συγκεκριμένη-φειδωλή στα έξοδα- δημοσιονομική τροχιά.
Για πολλούς λόγους, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι εντυπωσιακά διαφορετικό. Έτσι κι αλλιώς οι πολιτικοί συνηθίζουν να κάνουν μόνο ότι είναι απαραίτητο να γίνει τώρα (εφόσον υπάρχει πολιτικό κόστος) και να αφήνουν ότι μπορούν να αποφύγουν, για να το κάνει κάποιος… επόμενος.
Ειδικά δε στην περίπτωση της «Ενωμένης Ευρώπης», μετά από τόσα χρόνια κρίσης, είναι πια έκδηλη η προτίμηση σε «λύσεις» που απλά πηγαίνουν το… τόπι παραπέρα. Γι αυτό και κατά κανόνα οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται με μεγάλη καθυστέρηση, συνήθως όταν βρει μεγάλο εμπόδιο το προαναφερθέν τόπι και δεν πάει εύκολα παραπέρα.
Χαρακτηριστικό άλλωστε παράδειγμα της ίδιας αντίληψης, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα. Αντί π.χ. να δοθεί εξ αρχής μια ριζική λύση, έγινε μια λειψή ανακεφαλαιοποίηση, μετά μια δεύτερη και το πράγμα αφέθηκε να πάει έτσι. Έως την επόμενη, που ίσως χρειαστεί.
Τώρα όμως που η λύση για το χρέος, εντός ή εκτός εισαγωγικών, είναι πια γνωστή και δεδομένη, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν ορισμένα «βασικά» στοιχεία.
1. Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν είναι εξασφαλισμένη. Οι παρατάσεις και οι περίοδοι χάριτος, αλλάζουν μεν το τοπίο για κάποια χρόνια, δεν λύνουν όμως το πρόβλημα. Πολλοί δε, θα σημείωναν ότι ασχέτως των βαρύγδουπων ονομάτων που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους αναλύσεις, η δυνατότητα της επιστήμης να προβλέψει πως θα είναι η κατάσταση, είτε στην Ελλάδα, είτε στις ΗΠΑ, είτε στο… Τιμπουκτού, μετά 20, 30 και 40 χρόνια, είναι περίπου μηδενική. Ειδικά δε στον σύγχρονο κόσμο όπου συντελούνται τεκτονικές οικονομικές, τεχνολογικές και γεωπολιτικές αλλαγές, με πρωτόγνωρη ταχύτητα. Άρα η μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι έτσι κι αλλιώς μια σχετική έννοια.
2. Ακόμη και η μεσοχρόνια βιωσιμότητα του χρέους, στηρίζεται σε έναν κυρίαρχο παράγοντα. Στην επίτευξη πολύ μεγάλων (για τα πρώτα χρόνια) και μεγάλων (για τα επόμενα) πλεονασμάτων από την ελληνική οικονομία. Που με δεδομένο ότι η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων είναι στα όρια της εξάντλησης εδώ και καιρό, σημαίνει ότι για επιτευχθούν αυτά τα πλεονάσματα θα πρέπει η οικονομία να αναπτύσσεται υγιώς και με ισχυρούς ρυθμούς. Και κυρίως, ότι είναι σχεδόν απίθανο, για τις επόμενες… δεκαετίες, να γίνει κάτι τέτοιο, χωρίς σφιχτή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Η εκάστοτε κυβέρνηση θα έχει δυνατότητα για παροχές, μόνο στο βαθμό που έχει καλύψει τους στόχους και έχει περίσσευμα. Αλλά κι αυτές οι «παροχές» θα πρέπει να ζυγίζονται πολύ προσεκτικά ως προς τους αποδέκτες τους. Σε ποιο βαθμό θα είναι για παράδειγμα κίνητρα για επενδύσεις, ή για τις επιχειρήσεις και σε ποιο βαθμό θα οδηγούν σε αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης.
3. Πέρα απ όλα τα άλλα, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η δυνατότητα της να δανείζεται από τις αγορές, θα εξαρτώνται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από το παρελθόν, από την εξωτερική συγκυρία, που δεν αποκλείεται καθόλου να είναι συχνά πυκνά δυσμενής. Είτε λόγω αναταράξεων στο εσωτερικό της Ευρώπης (π.χ. με πιθανή αιτία, βραχυπρόθεσμα, την Ιταλία), είτε λόγω οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων σε άλλες περιοχές που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη χώρα μας.
4. Η «έξοδος από τα μνημόνια» καθόλου δεν σηματοδοτεί την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Μια κρίση πολυεπίπεδη, που μπορεί να εκδηλώθηκε πρωτίστως στο οικονομικό πεδίο, αφορά όμως συνολικότερα, τους θεσμούς, την πολιτική, τη λειτουργία του κράτους αλλά και του ιδιωτικού τομέα, την ίδια τη νοοτροπία του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.
Όλοι οι «δείκτες» των διαφόρων μοντέλων σύγκρισης χωρών, αποκαλύπτουν όψεις μιας δυσάρεστης πραγματικότητας. Η Ελλάδα, παρά τα όποια βήματα έγιναν στη διάρκεια της πολυετούς κρίσης, εξακολουθεί να είναι πολύ πίσω, σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, τόσο στο χώρο της Ευρώπης, όσο και ευρύτερα.
Είτε πρόκειται για τις επενδύσεις και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, είτε για την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη, είτε για τη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είτε ακόμη και για το βαθμό οργάνωσης, εκσυγχρονισμού και αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα.
Εν τούτοις, μετά από χρόνια κατακρήμνισης της οικονομικής δραστηριότητας, η επίσημη «έξοδος» από τα μνημόνια και η ελάφρυνση του χρέους, αναμένεται να δώσει ακόμη ένα έναυσμα ενίσχυσης της ανάπτυξης. Είναι δε πιθανό ότι βραχυχρόνια, μπορεί να δούμε το φαινόμενο της «αποσυμπίεσης» του ελατηρίου, με εντυπωσιακούς αριθμούς σε μια σειρά από τομείς.
Αν όμως δεν συνεχιστεί, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν ενταθεί η προσπάθεια αλλαγής των κακώς κείμενων, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ανάπτυξη θα έχει συνέχεια κι ότι δεν θα βρεθούμε πάλι σύντομα σε δύσκολη θέση.
www.euro2day.gr  25/6/2018

YΓ από anestios: Μια ψύχραιμη και πολιτικά επεξεργασμένη αξιολόγηση της συμφωνίας , που θέτει ένα πλαίσιο περιγραφής δυνατοτήτων τα επόμενα χρόνια.Σε αυτό το πλαίσιο μέσα, ο καθένας που μπορεί ας καταθέσει την στρατηγική του , με τα πρόσημά της και τις προτεραιότητές του. Εάν έχει, εάν μπορεί και εάν έχει πολιτικά τις δυνατότητες να τα παλέψει στο πεδίο της πραγματικής ζωής.