Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Κ.Π.Καβάφης. 150 χρόνια από την γέννησή του

Πολυέλαιος

Σε κάμαρη άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι μόνοι,
και σκεπασμένοι με ολοπράσινα πανιά,
καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει·
και μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρώνει
μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή.
Μες στην μικρή την κάμαρη, που λάμπει αναμένη
από του πολυελαίου την δυνατή φωτιά,
διόλου συνειθισμένο φως δεν είν' αυτό που βγαίνει.
Γι' άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη
αυτής της ζέστης η ηδονή.

Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν' αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν' αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ' ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει.

 Επιθυμίες
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά --
έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Εύκολη και ανέξοδη αγανάκτηση!

συνέντευξη του Αντώνη Λιάκου στο www.tvxs.gr

-Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Metron Analysis, που δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», το 30% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά στην ερώτηση «Σε λίγες μέρες θα έχουμε 21η Απριλίου. Ορισμένοι λένε ότι στη δικτατορία ήταν καλύτερα τα πράγματα από ότι σήμερα. Εσείς προσωπικά συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την άποψη αυτή;», ενώ ακολούθησαν και πιο ειδικές ερωτήσεις ανά τομέα. Η θετική απάντηση σε αυτό το γενικό ερώτημα, σας εκπλήσσει; Γιατί τόσο υψηλό ποσοστό;
Δεν με εκπλήσσει και ούτε συμμερίζομαι την «αγανάκτηση» που εκφράστηκε από πολλούς, γνωστούς για την αναλγησία τους στην καταστροφή των δημοκρατικών θεσμών σήμερα. Πολύ εύκολη και ανέξοδη αγανάκτηση! Ας δούμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα. Όσοι δουλεύουν με προφορικές μαρτυρίες και μνήμη γνωρίζουν τον όσο της «μνήμης παραβάν». Αν βιώσεις κάτι τραυματικά σε κάποια στιγμή, τότε τείνεις να εξιδανικεύεις την προηγούμενη περίοδο, ακόμη και αν δεν ήταν καλή. Λόγου χάριν στις εβραϊκές κοινότητες που έζησαν τον εξανδραποδισμό επί κατοχής, έτειναν να ξεχαστούν οι προηγούμενες καταπιέσεις. Στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ο κατατρεγμός του ‘22 έκανε να φαίνεται ειδυλλιακή η συμβίωση με τους Τούρκους στην προηγούμενη περίοδο.
Αν συγκρίνει κανείς την περίοδο της κρίσης με την περίοδο της χούντας, κάνει μια αθέλητη παραδοχή. Ότι και οι δυο είναι  περιπτώσεις εξαίρεσης από την κανονικότητα. Αυτή η σύγκριση δεν οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα της νοσταλγίας. Στην περίοδο της δικτατορίας οι άνθρωποι ασφαλώς ήταν πολύ φτωχότεροι από σήμερα, αλλά βρίσκονταν σε μια πορεία οικονομικής διεύρυνσης, όχι συρρίκνωσης. Μια πορεία που είχε αρχίσει στην Ελλάδα από τα χρόνια του ’60, ωθώντας την κοινωνία σε αλλαγές. Στο φόβο αυτών των αλλαγών ήταν απάντηση η δικτατορία. Δεν ανακόπηκε όμως η πορεία.
Εκείνα τα χρόνια ήμουν στη φυλακή, αλλά μάθαινα έξω ότι τα αδέρφια μου, οι φίλοι μου άνοιγαν δουλειές, πάλευαν με γιαπιά, ξεχρέωναν διαμερίσματα. Τώρα η πορεία είναι αντίστροφη κι ας είμαστε σε καλύτερο οικονομικό επίπεδο. Τώρα κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα μαγαζιά, δεν ανοίγουν.  Δάνεια και αντιπαροχή ήταν τότε το μοτέρ της οικονομίας. Βέβαια οι πόλεις έγιναν όπως έγιναν σήμερα. Αβίωτες. Τότε όμως δεν πολυφαινόταν.

Αν διαβάσετε λογοτεχνία της εποχής, θα δείτε αυτό το μοτίβο του εφησυχασμού πάνω στη ευμάρεια. Διαβάστε τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα, Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970) και «Το ψαράκι της γυάλας», (1971). Το θεωρώ από τα εμβληματικά κείμενα για να καταλάβει κανείς την περίοδο. Τέλος, μια παρόμοια εκτίμηση υπάρχει στην Πορτογαλία για την περίοδο Σαλαζάρ. «Ήμασταν τότε φτωχότεροι, αλλά χωρίς την αγωνία της σημερινής κρίσης». Είναι κολοσσιαίο λάθος να αποδοθούν όλα αυτά σε νοσταλγίες των δικτατοριών.  
Εκείνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί  ως κομμάτι που νοσταλγεί τη δικτατορία είναι το 9+3% που απαντά για θέματα ελευθερίας και έκφρασης γνώμης πως ήταν τότε καλύτερα, ή που κάνει πως δεν ξέρει. Ένα 12% ακροδεξιά στην Ελλάδα υπάρχει χωρίς αμφιβολία. Εκείνο που ανησύχησε πολλούς είναι και το 59+5% που υποστηρίζει πως στα ζητήματα ασφάλειας η περίοδος εκείνη ήταν καλύτερη από τη σημερινή, ή δεν έχει γνώμη.

Κοιτάξτε, οι αυθαίρετες συλλήψεις και τα βασανιστήρια δημιουργούσαν ένα φόβο στον πληθυσμό που δεν ήταν πολιτικοποιημένος.Φόβο μεγαλύτερο στην αρχή,  λιγόστευε με τα χρόνια για να αυξηθεί πάλι με την χούντα Ιωαννίδη. Ας μην ξεχνάμε ότι η κρατική, η αστυνομική  αυθαιρεσία δεν είχε λείψει από το τέλος του πολέμου. Αλλά στην καθημερινή διαβίωση η εγκληματικότητα δεν βαραίνει όσο σήμερα. Ο «ληστής με τις γλαδιόλες» ήταν μια  ρομαντική φιγούρα σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα σήμερα. Τα ναρκωτικά είχαν ελάχιστη διάδοση. Υπήρχε αρκετή έμφυλη και οικογενειακή βία που αποκρυπτόταν. Στη δεκαετία 1960-1970 η Ελλάδα από αγροτική κατά πλειοψηφία κοινωνία έγινε κατά πλειοψηφία αστική. Αυτή η μεταβολή συνέπεσε με τα χρόνια της δικτατορίας. Η δικτατορία ήταν, κατά κάποιο τρόπο,  μια απάντηση σ’ αυτή τη μετάβαση. Αλλά σε σχέση με την Ελλάδα του σήμερα, η Ελλάδα του τότε ήταν μια άλλη κοινωνία. Πιο παραδοσιακή, πιο οικογενειοκρατική. Ευεξήγητη ακόμη και κάποια νοσταλγία.
 
Εκτός τούτου, η οικονομική άνθιση με την οποία η δικτατορία αδρανοποιούσε τη διάθεση αντίστασης κράτησε ως τις αρχές 1971-72. Η οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 70, δηλαδή οι πετρελαϊκές κρίσεις που εκτόξευσαν τις τιμές του πετρελαίου, δημιούργησαν πληθωρισμό λόγω της αποσύνδεσης δολαρίου χρυσού,  οδήγησε και την Ελλάδα, έμμεσα αλλά σταθερά, στην κρίση του καθεστώτος και στην τελική του πτώση. Αλλά αυτή ήταν μια κρίση ευρύτερη στο δυτικό κόσμο που προκάλεσε μεγάλες μεταβολές.

Η σημερινή κρίση σχετίζεται με την οικονομική κρίση της εποχής εκείνης. Ο νεοφιλελευθερισμός που άρχισε να κερδίζει έδαφος από τη δεκαετία του 1980, ήρθε ως απάντηση στην κρίση αυτή. Ανατροπή του κεϋνσιανού προτύπου, απελευθέρωση των αγορών, πορεία συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας. Αντίθετα η Ελλάδα, από τη μεταπολίτευση καστη συνέχεια με στην περίοδο ΠΑΣΟΚ, ταξίδευε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντιστάθμισε τη αποβιομηχάνιση με κρατική επέκταση και δανεισμό.
Από όλα αυτά δεν προκύπτει ούτε ότι στη δικτατορία μπορεί να αποδοθεί η προηγούμενη αυξητική πορεία, ούτε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κρίση δημιουργικότερα από ότι οι δυνάμεις της μεταπολίτευσης. Η κρίση δημιούργησε ένα γενικευμένο πνεύμα δυσαρέσκειας απέναντι στο οποίο η δικτατορία ό, τι και να έκανε δεν της έβγαινε. Από λάθος σε λάθος και από σπασμωδική  λύση σε άλλη πιο σπασμωδική οδηγήθηκαν τα πράγματα στην κατάρρευση. The invisible hand  του Ανταμ Σμιθ έχει ακούσιες συνέπειες.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Βραδυνό



                          
                    Βαγγέλης Κορακάκης- Δημήτρης Μητροπάνος

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Η παρανοϊκή απόρριψη του κόσμου

του Ανδρέα Πανταζόπουλου

Η «εξοικείωση» με την τρομοκρατική βία φαίνεται να είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της «νέας εποχής». Οχι αναγκαστικά το σημαντικότερο, ευτυχώς, αλλά πάντως ικανό να προκαλεί, να τρομάζει, να αποπροσανατολίζει και να δημιουργεί έκτακτες συνθήκες. Και στο επίπεδο των ατομικών και συλλογικών συναισθημάτων, αλλά και σε αυτό των ασκούμενων πολιτικών από τα κράτη. Πρόκειται για διασπαρμένη, αντιπολιτική, ανεξέλεγκτη, μοριακή βία, βία ενίοτε «αντισυστημική», γενοκτονική. Βία μηδενιστική, χωρίς «γιατί». Χωρίς;

Αν και δεν γνωρίζουμε ως αυτή τη στιγμή τα ακριβή κίνητρα των βομβιστικών επιθέσεων στη Βοστώνη, το γεγονός από μόνο του μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναστοχασμού. Οι συγκρίσεις δεν οδηγούν πάντα σε ικανοποιητική κατανόηση της πραγματικότητας, πόσω μάλλον όταν στηρίζονται ως ένα σημείο σε υποθέσεις. Αν, παρ' όλα αυτά, θα έπρεπε να αναζητήσει κάποιος ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και σε αυτήν της Βοστώνης, σίγουρα θα χρειαζόταν να σταθεί σε ορισμένες ερμηνείες τους, όπως σε αυτήν που γράφτηκε την επομένη της επίθεσης σε τοπική εφημερίδα: ο μαραθώνιος της Βοστώνης, έγραφε η εφημερίδα, είναι το κορυφαίο γεγονός για την πόλη, ένα γεγονός-φάρος, ο απτός δεσμός μας με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο εορτασμός της «Ημέρας των πατριωτών», της πρώτης μάχης του πολέμου της ανεξαρτησίας, είναι εκείνη η γιορτή κατά την οποία η πόλη επιδεικνύει την ποικιλομορφία της. Με άλλα λόγια, το βίαιο πλήγμα που δέχθηκε η πόλη ήταν διπλό: από τη μία πλευρά συμβολικό, σκοπεύοντας κατάστηθα τον ιδρυτικό πολιτικό δεσμό διά του οποίου μια κοινότητα ανθρώπων συγκροτήθηκε σε δημοκρατικό έθνος, και, από την άλλη πλευρά, αυτό το χτύπημα έπληξε την ιστορική της συνέχεια, τους σημερινούς ανθρώπους της και τους προσκεκλημένους της, αθλητές και θεατές. Αυτή η πόλη επλήγη εξ αντικειμένου ως η ενσάρκωση του εθνικού δημοκρατικού συμβόλου στην εκδίπλωσή του, ως επικαιρική και άφοβη εκτύλιξη μιας ακατάβλητης παράδοσης, στο χαρούμενο και αέναο άνοιγμά της σε όλη την υφήλιο. Το πλήγμα στη γιορτή του μαραθωνίου ήταν μια επίθεση σε αυτόν τον δημοκρατικό πατριωτισμό που φέρει μέσα του τον σπόρο της οικουμενικότητας, της οικουμενικοποίησής του και, με ειρηνικό τρόπο, εκβάλλει στο «αντίθετό» του, στην de facto πολυπολιτισμικότητα, στον κοσμοπολιτισμό.

Αλλά αυτός ο κοσμοπολιτισμός δεν ήταν που επλήγη και από τις μηδενιστικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου; Οι προϋποθέσεις αυτού του ρήγματος στην οικουμενικότητα ανάγλυφα συνοψίστηκαν τότε από τον φιλόσοφο Αντρέ Γκλυξμάν, ο οποίος, «βλέποντας» μέσα από τα χαλάσματα των Δίδυμων Πύργων να αναδύεται η φιγούρα του Ντοστογέφσκι, είχε προβεί στην καίρια παρατήρηση: η ικανότητα να μπορεί κάποιος να πυρπολεί όλο και ευκολότερα το Σύμπαν εκδημοκρατίζεται με μεγάλα βήματα. Εναν τέτοιον εκδημοκρατισμό, δηλαδή μια παράδοξη μαζικοποίηση/εξατομίκευση της βίας, τον είδαμε, εκτός από τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε Μαδρίτη και Λονδίνο που ακολούθησαν, και σε μια άλλη φονική πυρκαγιά, σε αυτήν που άναψε ο «μοναχικός λύκος», ο ακροδεξιός τρομοκράτης Μπρέιβικ στην Ουτόγια της Νορβηγίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παραστήκαμε μάρτυρες των παρανοϊκών μορφών που μπορεί να λάβει η ριζοσπαστική, η εμπόλεμη εκδοχή του μίσους κατά της Δύσης ως συγκαιρινής απόλυτης αρνησικοσμίας στη διαδικτυακή εποχή παγκοσμίωσης του κόσμου.

Τούτη η βίαιη άνοδος της αντι-Δύσης μέσα στην ίδια τη Δύση, τούτη η ατομική ή συλλογική βία, είναι πάντα παρανοϊκή, ακόμα και όταν είναι έλλογα και επιμελώς σχεδιασμένη και οργανωμένη, όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Σε ορισμένες από αυτές, οι φορείς τους ήταν ριζοσπάστες ισλαμιστές, στην άλλη στόχος ήταν ο συνωμοσιολογικής αφετηρίας «κίνδυνος» από έναν φανταστικό «εξισλαμισμό της Ευρώπης», τον οποίο και σιγοντάρουν δυτικοί «πολιτισμικοί μαρξιστές», απροϋπόθετοι κήρυκες της ανάμειξης των πολιτισμών και κατάργησης των «φυσικών», και ως τέτοιων αμετάλλακτων, ταυτοτήτων. Το κοινό τους στοιχείο, αυτό του παρανοϊκού πνεύματος, σε μια περίοδο αδυνατίσματος του δημοκρατικού συμμετοχικού νοήματος με την ταυτόχρονη ανεμπόδιστη πρόσβαση στην τεχνογνωσία του υλικού πολιτισμού μέσων μαζικής καταστροφής, εικονίζεται στις μορφές που προσλαμβάνει ο σημερινός ασύμμετρος, και γενοκτονικής φοράς, «πόλεμος» («όλοι ένοχοι»), τον οποίο ορισμένοι ίσως βιάστηκαν να απορρίψουν ως κατασκευασμένο άλλοθι μιας δυτικής κυριαρχίας.
Αυτή η μεγάλων διαστάσεων παρανοϊκή βία, που γίνεται ακόμα μεγαλύτερη καλύπτοντας όλη την υδρόγειο μέσα και από την σε πραγματικό χρόνο διάδοση του εκάστοτε «συμβάντος», φαίνεται να έχει έδρα μια μανιχαϊκή και μνησίκακη σύλληψη και απόρριψη της κίνησης του κόσμου. Μοναχική ή συλλογική, «πολιτική» ή «απολιτική», μπορεί να είναι η φονική αποτύπωση ενός διαταραγμένου εγωισμού. Τα καταστροφικά αποτελέσματα του οποίου μπορεί να επιταθούν στις περιπτώσεις όταν ο τρόμος που σπέρνουν υπακούει σε «πολιτικές» επιδιώξεις. Εκτός από τα επιβεβλημένα και δημοκρατικά θεσπισμένα μέτρα πρόληψης, η εξίσου δημοκρατική υπεράσπιση της ελευθερίας και της ασφάλειας του κόσμου, της ειρηνικής του συνύπαρξης, είναι μονόδρομος. Κάπως έτσι δεν συνόψισε την ουσία της δημοκρατικής πολιτικής η Χάνα Αρεντ; 

ΒΗΜΑ 21/4/2013

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Διαχρονικά μαγεμένο!

   

                            
                              Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)

                                           

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Ο άνθρωπός μας

του Χρήστου Χωμενίδη

Ο άνθρωπος για τον οποίον όλοι μας μιλάμε, γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1950 όχι στα πούπουλα ουδέ καν σε φάτνη. Η λέξη «φτώχεια» θα αποτελούσε για τα πρώτα-πρώτα χρόνια του ευφημισμό. Ανάπηρος -σακάτη τον φωνάζαν- ο πατέρας του, πήγαινε στη χωματερή, γλιστρούσε από το καροτσάκι του στο έδαφος και ξεδιάλεγε έρποντας τα σκουπίδια υπό τα γαβγίσματα των γλάρων. Παραδουλεύτρα -δούλα την έλεγαν- η μάνα του, ξενόπλενε σε εργατόσπιτα και αμοιβόταν σε είδος, δυο πιάτα φαϊ, τίποτα στραβοπατημένα παπούτσια. Η παράγκα τους ήταν στην άκρη-άκρη του συνοικισμού, γειτνίαζε με τα τσαντίρια των γύφτων που ο άνθρωπός μας είχε μάθει να τους μισεί γιατί «μαζί με τους Εβραίους, σταύρωσαν τον Χριστούλη»…
Είναι θαύμα πως υπ’ αυτές τις συνθήκες ο άνθρωπός μας τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στα δώδεκά του βγήκε στη βιοπάλη. Λούστρος, λαχειάς, αληθινός Βασιλάκης Καϊλας. Όργωνε καθημερινά το κέντρο της Αθήνας. Τα βράδια δεν είχε το κουράγιο να αλλάξει δύο λεωφορεία για να επιστρέψει στο Σχιστό και στη συνέχεια μισή ώρα περπάτημα ως την παράγκα. Ξεβρώμιζε το χνώτο του με μία σκέτη από γιουβέτσι στα μαγειρεία της Ομόνοιας κι ανάπαυε το λιπόσαρκο κορμί το στο ημιυπόγειο ενός ξενοδοχείου στα Χαυτεία, ανάμεσα σε συναδέλφους του, παιδιά και γέρους. Και να ’βλεπε όνειρα δεν τα θυμόταν το πρωί…
Στα δεκαπέντε του, άρχισε να του φέγγει. Ένας δημοσιογράφος στην εφημερίδα που πήγαινε και πουλούσε λαχεία, του πρότεινε συνεργασία. «Γυρνάς που γυρνάς σαν τη σβούρα όλη μέρα», του είπε, «κόβει το μάτι σου και δεν σε πιάνει το δικό τους μάτι. Ό,τι βλέπεις περίεργο, θα έρχεσαι να μου το λες. Κι εγώ θα σου δίνω χαρτζιλίκι». «Σαν τι περίεργο, δηλαδή;». «Ξέρεις… Ναρκωτικά, πουτάνες, κομμουνιστές…».
Ο άνθρωπός μας μπήκε με τη μία στο νόημα. Εκμεταλλεύτηκε την υπεράνω υποψίας όψη του κι άρχισε να βγάζει λαβράκια. Τον έβλεπαν φουκαριάρη, με εκείνο το καλοσυνάτο δήθεν χαμόγελο, πού να το φανταστούν πως ήταν χαφιές; Παρατηρούσε, μάζευε πληροφορίες και τις κατέθετε στο αφεντικό του, χαρτί και καλαμάρι. Γρήγορα έμαθε και να τις αξιολογεί.
Δυο χρόνια αργότερα, τον προσέλαβαν κανονικά στην εφημερίδα. Στο μεταξύ ο θετός πατέρας του -έτσι τον μνημονεύει ακόμα- τον είχε γράψει με το ζόρι στο νυχτερινό γυμνάσιο και τον είχε στεγάσει σε μια γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια. Του είχε ράψει κι ένα κουστουμάκι για τις Κυριακές, όταν πλυμμένος κι αρωματισμένος, πήγαινε πρώτα στο γήπεδο, μετά στο σινεμά για καουμπόικα και τελικά στις πουτάνες.
Στα δεκαοχτώ του τον πήραν φαντάρο. Συστημένος από τον δημοσιογράφο, έγινε ο έμπιστος του ταγματάρχη, το καρφί του στρατοπέδου. Ασκήθηκε και στη γραφή, συνέτασσε συχνά τα ηθικοπλαστικά κηρύγματα του διοικητή, στο πνεύμα της «Παλιγγενεσίας της 21ης Απριλίου», με ατάκες δανεισμένες απ’ τον «Άγνωστο Πόλεμο».
Η Μεταπολίτευση βρήκε τον άνθρωπό μας αστυνομικό ρεπόρτερ κι αρχισυντάκτη παράλληλα εκπομπής στην ΥΕΝΕΔ. Κανένας δεν τον πείραξε – αν άρχιζαν να ξηλώνουν και τα ανθυποτσιράκια της Χούντας, τελειωμό δεν θα είχαν. Σε ένα ταξίδι του για ρεπορτάζ στη Βέροια, γνώρισε μια χαμηλοβλεπούσα δασκάλα. Την έφερε με μέσο στην Αθήνα και την παντρεύτηκε. Παρθένα. Στα εικοσιπέντε του ήταν ήδη πατέρας, είχε αυτοκίνητο και «ελευθέρας» για όλα τα ματς.
Το 1977, ο θετός του πατέρας έπαθε έμφραγμα στον Ιππόδρομο και πέθανε μέσα στο νοσοκομειακό. Εκείνος που τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής του αστυνομικού ρεπορτάζ, αντί να προβιβάσει τον άνθρωπό μας ο οποίος είχε σπεύσει να του γυαλίσει -στην κυριολεξία- τα παπούτσια, τον απέλυσε. Έμεινε άνεργος, με υποχρεώσεις. Η παράγκα στο Σχιστό πρόβαλλε εφιαλτική στην επόμενη στροφή της ζωής του. Τότε ακριβώς τον πλεύρισε ο εκδότης-διευθυντής-αρχισυντάκτης του «Ελληνισμού», καθημερινή εφημερίδα με ισχνότατη κυκλοφορία, και του πρότεινε έναν μισθό που δεν θα τολμούσε καν να ονειρευτεί. «Αφού δεν πουλάς ούτε πεντακόσια φύλλα την ημέρα!», απόρησε. «Το ζήτημα, αγόρι μου, δεν είναι να πουλάς. Είναι να κρέμεσαι στα περίπτερα...», τον διαφώτισε ο νέος εργοδότης του.
Το ζήτημα ήταν πράγματι πολύ απλό. Μάζευες πληροφορίες -τρύπωνες στον κάδο με τα άπλυτα και στην ντουλάπα με τους σκελετούς- κι έπειτα έριχνες το δόλωμα: Πηχυαίοι τίτλοι με υπονοούμενα, προαναγγελίες συγκλονιστικών σκανδάλων, μισοτράβηγμα της κουρτίνας. Ο «πελάτης», κατά κανόνα, τσιμπούσε. Ερχόταν μόνος του σε επαφή με την εφημερίδα και έδινε ευχαρίστως όσα του ζητούσαν για να αποσιωπηθεί το θέμα. Ο «Ελληνισμός» τηρούσε τον λόγο του. Εφόσον έκλεινε η συμφωνία, τη σεβόταν. Τουλάχιστον για έξι μήνες. Εάν πάλι ο πελάτης το έπαιζε ζόρικος, ο «Ελληνισμός» δεν το ’χε σε τίποτα να δημοσιεύσει γυμνές φωτογραφίες, ενοχοποιητικά τιμολόγια, υποκλαπείσες συνομιλίες. Έτσι ανέβαζε άλλωστε και την κυκλοφορία του.
Το να σταδιοδρομήσεις ως εκβιαστής δεν είναι εύκολη δουλειά. Απαιτεί να προσέχεις τις πηγές σου σαν τα μάτια σου, να ξέρεις ακριβώς πού και πότε θα δράσεις, να διατηρείς την πρέπουσα σχέση με την αστυνομία. Οι περισσότεροι την έχουν κάποια στιγμή πατήσει. Έχουν πέσει στο λάκκο που σκάψανε, έχουν γίνει ασήκωτοι απ’ το ξύλο, έχουν νύχτα εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ο άνθρωπός μας όχι.
Επί τριανταπέντε σχεδόν χρόνια, διευρύνει σταθερά τον κύκλο των εργασιών του. Γνήσιο ταλέντο στα χτυπήματα πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι, σφουγγάρι σε ό,τι σχετικό με νέες μόδες και τεχνολογίες, μανούλα στο να εκθέτει τους άλλους και να φυλάει τον δικό του κώλο. Ευφραδέστατος από μικροφώνου, ικανός να βάλει μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης τα κλάματα ή να σκίσει τα ρούχα του από ιερή αγανάκτηση, γνωρίζει προπαντός σε ποιους απευθύνεται. «Ο λαουτζίκος τρία πράγματα ζητάει: Αίμα, στέμμα, σπέρμα», τον είχε διδάξει ο θετός πατέρας του. «Κι ένα απολαμβάνει πάνω από όλα: Την κατρακύλα των ισχυρών. Τον εξευτελισμό όσων τον είχαν μάθει να θαυμάζει ή να υπακούει…».
Όποτε θέτει κάποιον στο στόχαστρο, ο άνθρωπός μας δεν γνωρίζει έλεος. Τον διασύρει μέχρι αυτοκτονίας ή τον ξεπουπουλιάζει έως χρεοκοπίας. «Ας είχαν μεγαλώσει κι εκείνοι σε μια παράγκα πλάι στα γύφτικα και θα τους λυπόμουν», λέει όχι για να δικαιολογηθεί, μα για να δικαιωθεί.
Η ζωή του, κατά τα άλλα, πόρω απέχει από του μέσου εξηνταπεντάρη. Ντύνεται με αθλητικές φόρμες και νεανικότατα κοστούμια, βάφει το μαλλί κορακί, γκριζάρει κι ελαφρώς τους κροτάφους. Συναναστρέφεται με αρχηγούς κομμάτων, μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγαλοπαπάδες, τηρώντας πάντα μιαν απόσταση ασφαλείας, φροντίζοντας να μην κολλήσει το ψώνιο και την εξουσιομανία τους. Καταπίνει βιάγκρα και καβαλάει -έτσι το λέει- φωτομοντέλα, τραγουδιάρες, μα και καμιά τηλεφωνήτρια, άμα του γυαλίσει.
Ποτέ, ωστόσο, δεν έχει διανοηθεί να χωρίσει. Η δασκαλίτσα από τη Βέρροια είναι η παντοτινή κυρά του, την έχει θρονιασμένη στον οντά της χολυγουντιανής του έπαυλης πλάι στο κύμα, να τρώει με τις χούφτες κάσιους και να παρακολουθεί τούρκικα σίριαλ. Όσο για τα παιδιά του, μπορεί ο γιος να του βγήκε ανεπρόκοπος, να τον έβγαλε από το κολλέγιο και να του άνοιξε -γλιτώνοντάς τον στο τσακ απ’ τη φυλακή- ένα βενζινάδικο, η θυγατέρα ωστόσο διαπρέπει: Διδάκτωρ Ιστορίας σε γαλλικό πανεπιστήμιο, παντρεμένη με έναν Μαροκινό ζωγράφο, μάνα διδύμων. Αποφεύγει να έρχεται στην Ελλάδα, ίσως για να μην την πιάνει η μπόχα του πατρικού ονόματος. Όποτε όμως ο άνθρωπός μας ταξιδεύει στο Παρίσι, γευματίζουν μαζί σε μία μπρασερί στη Μονμάρτη. Μπροστά στα εγγόνια του, ο άνθρωπός μας φοράει πειστικότατα το προσωπείο του αγαθού Άι-Βασίλη. Για αυτό και η θυγατέρα του τον άφησε πέρυσι να τα συνοδέψει στη Γιουροντίζνεϊ.
Ο άνθρωπός μας δεν βασανίζεται από υπαρξιακές αγωνίες, ούτε σκοτίζεται απ’ την ελάχιστη καλλιτεχνική ευαισθησία. Δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο τα τελευταία σαράντα χρόνια, έχει να πάει κινηματογράφο από το 1980, ως μουσική καταλαβαίνει μονάχα τα μπουζούκια και τη ρυθμική υπόκρουση των εκπομπών του στο ραδιόφωνο.
Κάθε πρωί ξυπνάει αξημέρωτα, πέφτει με τις μεταξωτές πυζάμες του στα γόνατα και προσεύχεται στις εικόνες των Αγίων Ιωάννου και Πέτρου, που τους έχει ανακηρύξει από παιδί προστάτες του. «Μπάρμπα Γιάννη, μπάρμπα Πέτρο, να τη βγάλουμε κι εφέτο…», παρακαλάει μουρμουρίζοντας ένα παλιό ρεμπέτικο που έλεγε ο πατέρας του.
Βγαίνει ύστερα στον κήπο και ταϊζει τα τέσσερα λυκόσκυλά του. Έχει πάθος μαζί τους, όποτε πεθαίνει κάποιο το κλαίει γοερά, σκάβει μονάχος του ένα λάκκο στο γκαζόν, το κατεβάζει μέσα σε μαονένιο φερετράκι και τοποθετεί μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του. Το αντικαθιστά μετά από σαράντα μέρες με ένα νεογέννητο. Οι τάφοι των σκύλων σχηματίζουν έναν κύκλο. Στη διαθήκη του διατάζει τα εξής: «Να με κηδέψετε πλάι στους γονείς μου. Την ίδια, όμως, νύχτα να με πάρετε κρυφά από εκεί και να με θάψετε στον κήπο μου, ανάμεσα στους μόνους φίλους μου. Τα δόντια τους να με φυλάνε και τα χνώτα τους να με ζεσταίνουν…».

www.protagon.gr

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

It's still rock and roll to me



                                    
                                  Roy Orbison -California Blue
                   

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Έλα με λίγο ποίηση να στανιάρουμε....


ΠΑΛΙ ΣΕ ΣΥΓΧΩΡΩ
Mέ καταγγέλλουν
η ανανέωση και η ποικιλία
πως διακινώ μπαγιάτικες μεγάλες
επαναλήψεως ποσότητες
με αποτέλεσμα να εθίζεται η ανία.
Θα διαμαρτυρηθώ προκαλώντας βέβαια
νέα θύματα εθισμού μια και όλες
ανά την υφήλιο οι διαμαρτυρίες
μπαγιάτικη επανάληψή τους διακινούν.
Πράγματι μόνο από αυτό το μαγαζί
της επαναλήψεως νύχτα μέρα ανοιχτό
ψωνίζει η ψευδαίσθηση είδη αθανασίας.
Πόσο καινούργιο τάχα
πόσο ξαφνιαστικά ποικίλο
είναι δυνατόν να ρέει στις αναλλοίωτες
φλέβες αυτού του κόσμου
και πώς να του στερήσεις να πεθαίνει
κατ΄ επανάληψιν πάλι και πάλι πάλι
στερώντας έτσι από τον θάνατο
την ανανέωσή του.
Ψιλόβροχο είναι το κάθε καινούργιο
στάζει από την τρύπια στέγη της εκπλήξεως
και το μαζεύουμε σε κάποιας επανάληψης
την πλαστική λεκάνη.
Στην αναζήτηση θα μου πεις στην αναζήτηση
βρίσκεται το καινούργιο.
Αχ , μεταμφιεσμένη αναζήτηση είναι
το αποδιοπομπαίο εκείνο ίδιο.
Αναζήτηση ενός εκ νέου πάλι
 πάλι σε συγχωρώ
πάλι σε ονειρεύτηκα
αύριο πάλι αύριο
θα σου το ξαναπώ
πάλι θα μου ζητήσεις
λογική εξήγηση
πάλι θα σου απαντήσω ότι
να αντέξεις είναι το ζητούμενο
όχι να καταλάβεις .


Κικής Δημουλά από τη συλλογή ποιημάτων ήχος απομακρύνσεων.



Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Έξι λάθη και δύο προτάσεις για τη συζητούμενη “Τραπεζική Ένωση”

του Μίμη Ανδρουλάκη

{Το κείμενο που ακολουθεί έχει κατατεθεί ως ερώτηση στον Υπουργό Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα}
H Κυπριακή περιπέτεια αποκάλυψε το “εγκεφαλικό” στην οικονομική σκέψη της ευρωκρατίας και τον πολιτικό ερασιτεχνισμό της με αποτέλεσμα κάθε κυβέρνηση να ερμηνεύει όπως θέλει την “Τραπεζική Ένωση” και να αποκοιμίζεται με γλυκά όνειρα εν μέσω κρίσης τα οποία σχεδόν πάντα καταλήγουν σε εφιάλτες. Η μέχρι στιγμής συζήτηση για “τραπεζική ένωση”
Πρώτο, δεν υπολογίζει ότι η υπερσυγκεντρωτική εποπτεία με ισοπεδωτική ομοιομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων, στο βαθμό που αγνοεί την ενότητα των κανόνων μέσα στη διαφορετικότητα, θα ενισχύσει τον συγχρονισμό των πιστωτικών κρίσεων μεταξύ διαφορετικών τραπεζών και διαφορετικών χωρών, θα κάνει εντονότερα τα “πάνω” και “κάτω” του πιστωτικού κύκλου (bigger booms - bigger crashes), θα αναπαράγει σε μεγαλύτερη κλίμακα τις γενετικές ατέλειες του κοινού νομίσματος - “όλα τα πόδια σ’ ένα καλαπόδι”- θα τροφοδοτήσει νέα ασύμμετρα σοκ και συνεπώς θα υπονομεύσει το κοινό νόμισμα. Κλασική περίπτωση του Νόμου Αντιστροφής του Νοήματος.
Δεύτερο, παραβλέπει τα προβλήματα ρευστότητας των χωρών οφειλετών στην περιφέρεια αλλά και τα όρια των πιστωτριών χωρών αφού η Γερμανία ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί με τη δεδομένη αντιπληθωριστική πολιτική της ΕΚΤ να εγγυηθεί υποχρεώσεις των τραπεζών του Νότου της Ευρωζώνης τρεις φορές και πάνω από το ΑΕΠ της όπως και γενικότερα καταθέσεις της Ευρωζώνης διπλάσιες των ετήσιων εσόδων των κυβερνήσεων.
Tρίτο, η γαλλογερμανική συμπαιγνία στο ζήτημα της “τραπεζικής ένωσης” φροντίζει κυρίως για τις τράπεζες πρωταθλητές τους και τη δορυφοροποίηση - απορρόφηση των τραπεζών των μικρότερων χωρών πέρα από το ότι εύλογα επιχειρεί να περιορίσει το ρόλο του City του Λονδίνου ως κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού κέντρου στην Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστική η συμπεριφορά της Τρόικα στην Ελλάδα που δυσχεραίνει την ομαλή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με μη ομολογημένο στόχο τον αφελληνισμό των τραπεζών μέσω ένταξής τους και πώλησής τους από το ΤΧΣ.
Τέταρτο, η αναγκαία αλλά μέχρι στιγμής αβέβαιη αποσύνδεση του τραπεζικού χρέους από το δημόσιο στην περίπτωση αυτή συνοδεύεται αντικειμενικά από την απώλεια “ιθαγένειας” και την αποσύνδεση του μανάτζμεντ των τραπεζών των αδύναμων χωρών από τις συνθήκες εσωτερικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και παραγνωρίζει τα έντονα για το προβλέψιμο μέλλον εθνικά χαρακτηριστικά της συνάρτησης: αποταμίευση - κατανάλωση - επένδυση - απασχόληση - αγορά κατοικίας - δανεισμός.
Πέμπτο, καμία δέσμευση δεν μπορεί να παρθεί τοις μετρητοίς ότι οι Κυβερνήσεις ειδικά των ισχυρών χωρών θα αντικαταστήσουν γενικά τη διάσωση των τραπεζών μέσω των φορολογουμένων (bailout) με εκείνη της εσωτερικής κατανομής των βαρών με σειρά προτεραιότητας: μέτοχοι - junior (ανασφάλιστοι) ομολογιούχοι - senior (ασφαλισμένοι) ομολογιούχοι - ανασφάλιστοι καταθέτες.
Έκτο, η λεγόμενη “τραπεζική ένωση” αγνοεί τις ενδογενείς αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος που παράγουν τις περιοδικές πιστωτικές κρίσεις(boom-bust cycles), υπερτιμά το ρόλο των αναγκαίων και μη ρυθμίσεων και παραβλέπει ότι οι ίδιες οι καθιερωμένες ρυθμίσεις εντείνουν τον πιστωτικό κύκλο, δεν δρουν αντικυκλικά καθώς ρίχνουν “λάδι” στη “φωτιά” και “πάγο” στην “παγωνιά”, με πιστωτική υπερεπέκταση στη μέθη του boom και συρρίκνωση της πίστης στον πανικό του bust, τους ξεφουσκώματος και της ύφεσης.
Στη συγκεκριμένη φάση του φαύλου κύκλου ύφεσης - ανεργίας - υπερχρέωσης η θωράκιση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος περνά κύρια από τη γρήγορη επιστροφή στην ανάπτυξη μ’ ένα νέο διευρυμένο ρόλο της ΕΚΤ και ένα νέο ιστορικό συμβιβασμό Βορρά - Νότου με μεγαλύτερη αμοιβαιότητα πιστωτών - οφειλετών. Διαφορετικά αν συνεχιστούν οι τάσεις προς “χαμένη δεκαετία” όσο κι αν σφίγγουν οι κεντρικές ρυθμίσεις εκ των άνω, η Ευρωζώνη από τα “κάτω” θα αποδιαρθρώνεται, θα μειώνεται η έλξη του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος όπως σφόδρα επιθυμεί ο αγγλοσαξονικός άξονας(δολάριο - αγγλική λίρα) και θα επανεμφανιστεί η επικίνδυνη φυγή του ευρώ από χώρες όπου πρόκειται να υποτιμηθεί αν διαλυθεί η Ευρωζώνη προς χώρες όπου πρόκειται να ανατιμηθεί με ολέθριες συνέπειες και για τις τελευταίες.
Προτίθεται κ. Υπουργός να φέρει στη Βουλή για συζήτηση το πλαίσιο και τους όρους της σχεδιαζόμενης “τραπεζικής ενοποίησης” καθώς και τις προτάσεις για την “Ευρωπαϊκή Εγγύηση Καταθέσεων” και τους τρόπους χρηματοοικονομικής της κάλυψης έστω με προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα της αμερικανικής FDIC (Federal Deposit Insurance Corporation) με ανάλογη αύξηση του ορίου εγγύησης (250.000 δολάρια στις ΗΠΑ) και έξι διακριτές κατ’ άτομο δυνατότητες ασφαλιστικής εξασφάλισης των καταθέσεων (6×250,000=1,500,000 δολάρια); Θα υπάρξει σαφής διάκριση αποταμιευτικών και συνταξιοδοτικών λογαριασμών ανεξαρτήτως μεγέθους από τις κερδοσκοπικές επενδύσεις και θα δοθούν πρόσθετες εγγυήσεις στις εξαιρετικές περιπτώσεις μετατροπής ανασφάλιστων “καταθέσεων - επενδύσεων” σε ειδικές μετοχές με καθορισμό “δαπέδου” στην ενδεχόμενη πτώση τους;
- Υποστηρίζει τη μετεξέλιξη του ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (EMF) με ανοιχτή γραμμή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε συνδυασμό με τη δυνατότητά της να δημιουργεί “νέο” χρήμα δεσμευμένο αποκλειστικά στην αγορά “αναπτυξιακών ομολόγων ειδικού σκοπού” για διαρθρωτικές επενδύσεις σε υποδομές - δίκτυα - καινοτομία και για την αναδιάρθρωση - ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών στα όρια του ελεγχόμενου ανεκτού πληθωρισμού ώστε να καθησυχαστούν οι ανησυχίες των πιστωτριών χωρών;

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Νυχτερινό

                
                    Η μελαγχολία της ευτυχίας (Μάνος Χατζηδάκης)