του Νικόλα Σεβαστάκη
Περιπτώσεις όμως όπως του ακάματου σοσιαλδημοκράτη Σουλτς και του χαρισματικού κεντρώου Μακρόν σε Γερμανία και Γαλλία αντιστοίχως φαίνεται να αλλάζουν τα δεδομένα. Εκτός από τη μορφολογία των ιδεών υπάρχουν λοιπόν και τα πρόσωπα: η δυνατότητα κάποιου/ας να «αναγεννήσει», ως έναν βαθμό, μια κουρασμένη υπόσχεση, να ξαναγοητεύσει έναν ιστορικό πολιτικό χώρο ή να αναδείξει μια καινούργια συνθετική κατεύθυνση.
Συγχρόνως όμως η ακτινοβολία ανθρώπων σαν τον Μακρόν ή τον Σουλτς φανερώνει κάτι που δεν μπορούν να καταλάβουν πολλοί ριζοσπάστες και υποψήφιοι «αντισυστημικοί»: το ότι δεν υφίσταται ένας λαός αλλά πολλαπλές εκδοχές της λαϊκότητας. Ο λαός δεν είναι μόνο οι κοινωνιολογικές του διαιρέσεις που γοητεύουν τους παραδοσιακούς αριστερούς ή μια χαμένη ουσία που ελκύει τη νέα, «ταυτοτική» Δεξιά. Υπάρχει φυσικά η τραυματισμένη μεσαία τάξη και η αιώρησή της ανάμεσα στις πληβειακές της φοβίες και στις «αστικές» της ελπίδες. Αλλά στις σύγχρονες κοινωνίες κανένας δεν μπορεί να διεκδικεί πολιτικά την ολότητα του λαού: την πρακτική ή μεταφυσική αλήθεια των αναγκών του.
Πάμε λοιπόν στα πρόσωπα και στη δική τους ανάδυση. Εχουν, φυσικά, τα όριά τους. Οσο ελκυστική και αν είναι μια πολιτική προσωπικότητα, δύσκολα μπορεί να ανατρέψει την πορεία παρακμής ενός ιστορικού χώρου. Οταν, μάλιστα, αυτή η παρακμή σχετίζεται με σκληρά δημογραφικά δεδομένα, με βαθιές αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση και στα πολιτικά ήθη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Το πρόσωπο όμως μπορεί να καθυστερήσει ή να αναβάλει τις χειρότερες εξελίξεις. Από την άλλη, φυσικά, τα πρόσωπα έχουν την ιστορία τους, διαδρομές, θαμπές ή σκοτεινές όψεις. Εύκολα καίγονται μέσα σε μια δημοσιότητα που αγαπάει τους τελετουργικούς φόνους ή διαλέγει να υποβάλει τον εκάστοτε στόχο της σε αργά μαρτύρια (όπως στην περίπτωση του Φρανσουά Φιγιόν και του σκανδάλου με τη σύζυγό του).
Γι' αυτό λοιπόν και η πολιτική κίνηση της εποχής δεν ενσαρκώνεται σε ευθύγραμμα και προβλέψιμα πλάνα. Είτε αφορά τη μια ή την άλλη προσωπικότητα, είτε τις ιδέες που γίνονται μόδα, η τροχιά των πραγμάτων είναι αστάθμητη. Και οι δύο μεταβλητές (προσωπικότητες και ιδέες) είναι ευάλωτες και ασταθείς. Αν διαπιστώνουμε πως κερδίζει έδαφος μια νέα συντηρητική αγωνία ταυτότητας αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στον κλονισμό της προοδευτικής ιδέας, είτε στη φιλελεύθερη-κοσμοπολίτικη εκδοχή της, είτε στις σοσιαλδημοκρατικές και κοινωνιοκεντρικές της εκφράσεις.
Η υποκατάσταση της υπόθεσης της προόδου από έναν τεχνοοικονομικό μεταρρυθμισμό είναι μια αμήχανη στιγμή. Ακόμα και αν απαντά σε επείγουσες προσαρμογές στη συγκυρία της ύφεσης και των μειωμένων προσδοκιών, ένας κοινότοπος μεταρρυθμισμός δεν μπορεί να αφυπνίσει υπολογίσιμες κοινωνικά δυνάμεις. Ούτε και να επικοινωνήσει με τον κόσμο της ζωής των καθημερινών ανθρώπων. Χειρίζεται περισσότερο την απαξίωση των προηγούμενων μοντέλων της σπατάλης παρά βοηθά στη γέννηση ενός νέου παραδείγματος «δίκαιης λιτότητας».
Γι' αυτό και γυρίζουμε μελαγχολικά γύρω από τα πρόσωπα και τις δυνατότητές τους να συμβολίσουν την πολιτική. Συχνά σε κενό ιδεών. Οχι μόνο γιατί η εποχή του γενικευμένου σχολιασμού ευνοεί τα «επιφανειακά» σε βάρος κάθε «βάθους» αλλά επειδή οι ιδέες έχουν γίνει πια ύποπτες. Πολλοί πλέον στρέφουν τα νώτα τους στα λόγια των ιδεών ταυτίζοντάς τα με παχιές κουβέντες, ουτοπικές υποσχέσεις ή καθαρή δημαγωγία. Και αυτό είναι ολέθριο. Γιατί δημοκρατία χωρίς ιδέες και γενικά σχέδια γίνεται έρμαιο των «τραμπικών» απλουστεύσεων. Ο πραγματισμός μπορεί να είναι ευεργετικός ως διόρθωση μιας πολιτικής κουλτούρας βυθισμένης σε ιδεολογικές αφαιρέσεις και σύνδρομα ηθικολογίας. Αλλά δεν μπορεί να γίνει το άλφα και το ωμέγα της εξόδου από την κρίση. Οχι, πάντως, από μόνος του.
Ακόμα και ο σοσιαλφιλελεύθερος στα οικονομικά Μακρόν επιδιώκει να μιλήσει μια πιο πνευματική γλώσσα. Δεν θέλει να αποφύγει τις ιδέες, παρά το ότι αφήνει ασάφειες στις συγκεκριμένες του προτάσεις. Και κάνει, ενδεχομένως, καλά: δεν μπορεί οι ιδέες και οι συλλογικές αγωνίες να γίνονται αποκλειστικότητα της νέας Δεξιάς ή μιας εκτός πραγματικότητας Αριστεράς. Το ότι η ιδέα της προόδου έχει εξαντλήσει πολλές από τις παραδοσιακές της σημασίες δεν σημαίνει πως ήλθε το τέλος της. Μια νέα αρχή θα είναι πάντοτε εφικτή. Αυτό άλλωστε είναι η διαφορά της πολιτικής από τις κουβέντες για τα πρόσωπα και τα χαρίσματά τους: η νέα αρχή χρειάζεται ιδέες και όχι απλώς τους μεταρρυθμιστικούς αυτοματισμούς της συγκυρίας. Και εδώ μπορεί να βρει κανείς το πέρασμα σε μια πολιτική υπόσχεση που δεν θα είναι η παλινόρθωση της λαϊκιστικής ψευδαίσθησης αλλά η παραγωγική συνάντηση της προόδου και της λαϊκότητας.
Μέχρι πρόσφατα ακούγαμε ότι το μοναδικό ρεύμα που κερδίζει στην εποχή της σύγχυσης και των εθνικών αναδιπλώσεων είναι η λαϊκιστική Δεξιά. Είναι ο χώρος, πιο συγκεκριμένα, που ορίζεται πλέον ως «ταυτοτικός» (Identitarian), όρος που τείνει να αγκαλιάσει ένα πλήθος κινημάτων και δεξαμενών σκέψης της σύγχρονης, αντιφιλελεύθερης Δεξιάς.
Περιπτώσεις όμως όπως του ακάματου σοσιαλδημοκράτη Σουλτς και του χαρισματικού κεντρώου Μακρόν σε Γερμανία και Γαλλία αντιστοίχως φαίνεται να αλλάζουν τα δεδομένα. Εκτός από τη μορφολογία των ιδεών υπάρχουν λοιπόν και τα πρόσωπα: η δυνατότητα κάποιου/ας να «αναγεννήσει», ως έναν βαθμό, μια κουρασμένη υπόσχεση, να ξαναγοητεύσει έναν ιστορικό πολιτικό χώρο ή να αναδείξει μια καινούργια συνθετική κατεύθυνση.
Συγχρόνως όμως η ακτινοβολία ανθρώπων σαν τον Μακρόν ή τον Σουλτς φανερώνει κάτι που δεν μπορούν να καταλάβουν πολλοί ριζοσπάστες και υποψήφιοι «αντισυστημικοί»: το ότι δεν υφίσταται ένας λαός αλλά πολλαπλές εκδοχές της λαϊκότητας. Ο λαός δεν είναι μόνο οι κοινωνιολογικές του διαιρέσεις που γοητεύουν τους παραδοσιακούς αριστερούς ή μια χαμένη ουσία που ελκύει τη νέα, «ταυτοτική» Δεξιά. Υπάρχει φυσικά η τραυματισμένη μεσαία τάξη και η αιώρησή της ανάμεσα στις πληβειακές της φοβίες και στις «αστικές» της ελπίδες. Αλλά στις σύγχρονες κοινωνίες κανένας δεν μπορεί να διεκδικεί πολιτικά την ολότητα του λαού: την πρακτική ή μεταφυσική αλήθεια των αναγκών του.
Πάμε λοιπόν στα πρόσωπα και στη δική τους ανάδυση. Εχουν, φυσικά, τα όριά τους. Οσο ελκυστική και αν είναι μια πολιτική προσωπικότητα, δύσκολα μπορεί να ανατρέψει την πορεία παρακμής ενός ιστορικού χώρου. Οταν, μάλιστα, αυτή η παρακμή σχετίζεται με σκληρά δημογραφικά δεδομένα, με βαθιές αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση και στα πολιτικά ήθη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Το πρόσωπο όμως μπορεί να καθυστερήσει ή να αναβάλει τις χειρότερες εξελίξεις. Από την άλλη, φυσικά, τα πρόσωπα έχουν την ιστορία τους, διαδρομές, θαμπές ή σκοτεινές όψεις. Εύκολα καίγονται μέσα σε μια δημοσιότητα που αγαπάει τους τελετουργικούς φόνους ή διαλέγει να υποβάλει τον εκάστοτε στόχο της σε αργά μαρτύρια (όπως στην περίπτωση του Φρανσουά Φιγιόν και του σκανδάλου με τη σύζυγό του).
Γι' αυτό λοιπόν και η πολιτική κίνηση της εποχής δεν ενσαρκώνεται σε ευθύγραμμα και προβλέψιμα πλάνα. Είτε αφορά τη μια ή την άλλη προσωπικότητα, είτε τις ιδέες που γίνονται μόδα, η τροχιά των πραγμάτων είναι αστάθμητη. Και οι δύο μεταβλητές (προσωπικότητες και ιδέες) είναι ευάλωτες και ασταθείς. Αν διαπιστώνουμε πως κερδίζει έδαφος μια νέα συντηρητική αγωνία ταυτότητας αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στον κλονισμό της προοδευτικής ιδέας, είτε στη φιλελεύθερη-κοσμοπολίτικη εκδοχή της, είτε στις σοσιαλδημοκρατικές και κοινωνιοκεντρικές της εκφράσεις.
Η υποκατάσταση της υπόθεσης της προόδου από έναν τεχνοοικονομικό μεταρρυθμισμό είναι μια αμήχανη στιγμή. Ακόμα και αν απαντά σε επείγουσες προσαρμογές στη συγκυρία της ύφεσης και των μειωμένων προσδοκιών, ένας κοινότοπος μεταρρυθμισμός δεν μπορεί να αφυπνίσει υπολογίσιμες κοινωνικά δυνάμεις. Ούτε και να επικοινωνήσει με τον κόσμο της ζωής των καθημερινών ανθρώπων. Χειρίζεται περισσότερο την απαξίωση των προηγούμενων μοντέλων της σπατάλης παρά βοηθά στη γέννηση ενός νέου παραδείγματος «δίκαιης λιτότητας».
Γι' αυτό και γυρίζουμε μελαγχολικά γύρω από τα πρόσωπα και τις δυνατότητές τους να συμβολίσουν την πολιτική. Συχνά σε κενό ιδεών. Οχι μόνο γιατί η εποχή του γενικευμένου σχολιασμού ευνοεί τα «επιφανειακά» σε βάρος κάθε «βάθους» αλλά επειδή οι ιδέες έχουν γίνει πια ύποπτες. Πολλοί πλέον στρέφουν τα νώτα τους στα λόγια των ιδεών ταυτίζοντάς τα με παχιές κουβέντες, ουτοπικές υποσχέσεις ή καθαρή δημαγωγία. Και αυτό είναι ολέθριο. Γιατί δημοκρατία χωρίς ιδέες και γενικά σχέδια γίνεται έρμαιο των «τραμπικών» απλουστεύσεων. Ο πραγματισμός μπορεί να είναι ευεργετικός ως διόρθωση μιας πολιτικής κουλτούρας βυθισμένης σε ιδεολογικές αφαιρέσεις και σύνδρομα ηθικολογίας. Αλλά δεν μπορεί να γίνει το άλφα και το ωμέγα της εξόδου από την κρίση. Οχι, πάντως, από μόνος του.
Ακόμα και ο σοσιαλφιλελεύθερος στα οικονομικά Μακρόν επιδιώκει να μιλήσει μια πιο πνευματική γλώσσα. Δεν θέλει να αποφύγει τις ιδέες, παρά το ότι αφήνει ασάφειες στις συγκεκριμένες του προτάσεις. Και κάνει, ενδεχομένως, καλά: δεν μπορεί οι ιδέες και οι συλλογικές αγωνίες να γίνονται αποκλειστικότητα της νέας Δεξιάς ή μιας εκτός πραγματικότητας Αριστεράς. Το ότι η ιδέα της προόδου έχει εξαντλήσει πολλές από τις παραδοσιακές της σημασίες δεν σημαίνει πως ήλθε το τέλος της. Μια νέα αρχή θα είναι πάντοτε εφικτή. Αυτό άλλωστε είναι η διαφορά της πολιτικής από τις κουβέντες για τα πρόσωπα και τα χαρίσματά τους: η νέα αρχή χρειάζεται ιδέες και όχι απλώς τους μεταρρυθμιστικούς αυτοματισμούς της συγκυρίας. Και εδώ μπορεί να βρει κανείς το πέρασμα σε μια πολιτική υπόσχεση που δεν θα είναι η παλινόρθωση της λαϊκιστικής ψευδαίσθησης αλλά η παραγωγική συνάντηση της προόδου και της λαϊκότητας.
ΒΗΜΑ 12/3/2017