Ανάπαυση δεν είναι η σιωπή, θρασύτητα δεν είναι.
Η σκέψη όμως η πολλή μου τρώει τα σωθικά μου,
κοιτάζοντας πως κατάντησα και πως περιφρονιέμαι.
Τον πλούτο που κατέχουνε οι Κύριοι οι νέοι
εγώ τον έδωσα και όχι κάποιος άλλος
το ξέρετε καλά αυτό, τι άλλο να σας πω;
Των ανθρώπων όμως τα βάσανα με προσοχή ακούστε:
Την ομιλία εγώ την έδωσα, τη γνώση πάλι εγώ,
Κι εγώ βέβαια τους έμαθα τη σκέψη να ελέγχουν.
Και δεν τα λέω αυτά για να τους κατηγορήσω
Μα για να μάθουνε καλά σε ποιον οφείλουνε
Αυτό που είναι τώρα.Κοίταζαν μα τίποτα δεν έβλεπαν,
Θόρυβοι ήτανε ο,τι κι αν ακούγαν
Μα σαν μορφές σε όνειρο περνούσαν τη ζωή τους
Αδυνατώντας να διακρίνουνε τα πράγματα μεταξύ τους
Και ούτε με τούβλα έχτιζαν σπίτια φωτεινά
Μα ούτε και με ξύλα τρύπες άνοιγαν στη γη
Και ζούσανε εκεί, μακρυά απ’ το φως του ήλιου.
Δεν καταλαβαίνανε χειμώνας εάν ήτανε,
λουλουδιασμένη άνοιξη,ή πλούσιο καλοκαίρι
τίποτα δεν διέκριναν, αυτή ήταν η ζωή τους,
μέχρι που εγώ τους έμαθα
πότε τα άστρα δύουν και πότε ανατέλλουν.
Και τους αριθμούς τους δίδαξα, πολύ σπουδαία γνώση,
Αλλά και τα γράμματα, μα πιο πολύ τη μνήμη
Που είναι μητέρα των τεχνών, πολύ εργατική.
Και πρώτος εγώ τα έβαλα τα ζώα στο ζυγό
Σαν δούλοι να δουλεύουνε με το κεφάλι κάτω
Τους ανθρώπους να απαλλάξουν απ τον πολύ το μόχθο
Και άλογα υπάκουα στο άρμα έζεψα εγώ,
Σύμβολο και στόλισμα της άπληστης αρπαγής.
Εγώ μονάχα έφτιαξα καράβια φτερωτά,
Γρήγορα οχήματα τον πόντο ν’ αλωνίζουν.
Κι αν επινόησα πολλά για χάρη των ανθρώπων
Τίποτα δεν μπόρεσα για μένα να σκεφτώ,
πως απ’ αυτά τα βάσανα μια μέρα θα ξεφύγω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου