Wolfgang Munchau (FT 5/9/2011)
Ο πιο ανησυχητικός παράγοντας αυτήν τη στιγμή για την ευρωζώνη είναι πως όλες οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση της κρίσης στηρίζονται σε πρόβλεψη για σχετικά ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.
Το ελληνικό πρόγραμμα ήταν καταδικασμένο από την αρχή, καθώς όλες οι επίσημες προβλέψεις ήταν λανθασμένες. Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά ύφεση και η δυναμική του χρέους είναι εκτός ελέγχου, σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού. Στην Ιταλία η κεντρική τράπεζα εξέφρασε ανησυχία για το πρόγραμμα λιτότητας της χώρας και για το εάν θα προκαλέσει ύφεση.
Η στρατηγική αναδιάρθρωσης των κεφαλαίων για τις ευρωπαϊκές τράπεζες -εάν θεωρείτε ότι ο όρος "στρατηγική" αρμόζει σε αυτήν την περίπτωση- επίσης καταρρέει υπό το βάρος της οικονομικής ύφεσης. Την προηγούμενη εβδομάδα υπήρξε έντονη διαμάχη μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των κυβερνήσεων της ευρωζώνης ως προς το εάν απαιτείται αναδιάρθρωση κεφαλαίων για τις τράπεζες. Οι τελικές ανάγκες αναδιάρθρωσης, όμως, μπορεί να αποδειχτούν μεγαλύτερες και από τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εάν η οικονομία βυθιστεί σε ύφεση.
Η πτωτική πορεία ξεκίνησε αυτό το καλοκαίρι και φαίνεται πως αποκτά ορμή. Ο τραπεζικός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις μειώνεται τους δύο τελευταίους μήνες. Η προσφορά χρήματος βρίσκεται σε κατώτερα επίπεδα από το σημείο αναφοράς. Ο δείκτης ΡΜΙ δείχνει μείωση δραστηριοτήτων στον κλάδο μεταποίησης για τον Αύγουστο. Ενδεχομένως η ευρωζώνη να βρίσκεται ήδη σε ύφεση.
Η κύρια και μόνη προτεραιότητα της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι η παύση και η ανατροπή της πτωτικής πορείας. Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε η κρίση της ευρωζώνης θα κλείσει καταστροφικά, γιατί όλα τα προγράμματα αντιμετώπισης θα κινδυνεύουν με κατάρρευση. Δυστυχώς, η οικονομική πολιτική είναι εντελώς απροετοίμαστη για την οικονομική ύφεση.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε σε σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Η δημοσιονομική πολιτική επίσης κινείται περιοριστικά, καθώς οι κυβερνήσεις ανακοινώνουν προγράμματα λιτότητας. Οι αξιωματούχοι, με άλλα λόγια, δεν φαίνεται να βιάζονται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Σε αυτήν τη φάση, η νομισματική πολιτική είναι το πιο σημαντικό μέσο γιατί η ΕΚΤ έχει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών. Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό έχουν υποχωρήσει. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει πλέον δικαιολογίες να μη μειώσει το βασικό της επιτόκιο πίσω στο 1%, αν όχι ακόμη χαμηλότερα. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η υποχώρηση του επιτοκίου της διατραπεζικής αγοράς σε μηδενικά επίπεδα.
Το χάσμα των επιτοκίων μεταξύ της ευρωζώνηςς και των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Το ετήσιο επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς ανέρχεται στο 2,1% στην ευρωζώνη έναντι 0,8% στις ΗΠΑ. Αυτό το χάσμα είναι τεράστιο και η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική θα πρέπει να το μειώσει.
Οι κινήσεις αυτές μπορεί να μην εμποδίζουν από μόνες τους τον κίνδυνο ύφεσης, αλλά θα βοηθήσουν. Επιπλέον, η ΕΚΤ θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο κίνησης στα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Το ισχύον πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων σχεδιάστηκε ως μέσο αντιμετώπισης της κρίσης - φαινομενικά για να εξασφαλίσει ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να λειτουργήσει. Υπάρχει, όμως, κι άλλος τρόπος. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να μετατρέψει αυτό το πρόγραμμα σε εργαλείο μακροοικονομικής σταθερότητας. Θα πρέπει, όμως, παράλληλα να αυξήσει σημαντικά το μέγεθος του προγράμματος σε ποσό πολλαπλάσιο των 115 δισ. ευρώ που ισχύει σήμερα. Αυτός θα ήταν ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός τρόπος για να αποφευχθεί η παγίδα ρευστότητας.
Και τι θα γίνει ως προς τη δημοσιονομική πολιτική; Το ελάχιστο που θα έπρεπε να περιμένει κανείς αυτήν τη στιγμή από την ευρωζώνη θα ήταν να εγκαταλειφθούν τα προγράμματα λιτότητας αμέσως και να επιστρέψουμε σε μία ουδέτερη στάση όσον αφορά στη δημοσιονομική πολιτική, επιτρέποντας έτσι στους ανωτέρω παράγοντες να δράσουν πλήρως. Προς το παρόν, μία τέτοια στροφή δεν έχει καν τεθεί επί τάπητος.
Όπως είθισται στην ευρωζώνη, έτσι και τώρα κάθε κράτος-μέλος συμπεριφέρεται σαν μια μικρή ανοιχτή οικονομία στην άκρη του κόσμου, εκτιμώντας πως οι πράξεις του δεν επηρεάζουν τα υπόλοιπα. Όταν, όμως, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία αποφασίζουν ταυτόχρονα σύσφιγξη της δημοσιονομικής τους πολιτικής, παράλληλα με την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, το αποτέλεσμα είναι η μετάδοση της λιτότητας σε όλη την ευρωζώνη.
Και ενώ ορισμένες από αυτές τις χώρες έχουν δημοσιονομικό πρόβλημα, δεν έχει η ευρωζώνη στο σύνολό της. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στην ζώνη του ευρώ είναι χαμηλότερος απ' ό,τι στις ΗΠΑ, στη Βρετανία ή στην Ιαπωνία. Εάν η ευρωζώνη είχε ήδη μετατραπεί σε δημοσιονομική ένωση, τότε ο Ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών θα ήταν σε θέση να προχωρήσει σε συντονισμένες κινήσεις. Αντιθέτως, το ισχύον σύστημα των ασυντόνιστων πολιτικών καταλήγει στη μετάδοση της λιτότητας και της ύφεσης.
Ενόσω δεν υπάρχει εναλλακτική στη δημοσιονομική ενοποίηση της ευρωζώνης, τα κράτη-μέλη δεν έχουν άλλη λύση από το να συντονιστούν μεταξύ τους. Προσωπικά, θα προχωρούσα μέχρι το τέλος, επιβάλλοντας δημοσιονομικά κίνητρα ανάπτυξης στη Γερμανία, στην Ολλανδία και στη Φινλανδία ώστε να αντισταθμιστεί η λιτότητα στον Νότο. Προς το παρόν, όμως, ελάχιστοι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ύφεσης. Κατά συνέπεια, εκτιμώ πως η ύφεση θα πλήξει την ευρωζώνη ιδιαίτερα σκληρά, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άμυνας. Το αποτέλεσμα θα είναι η κρίση της ευρωζώνης να πάρει ιδιαίτερα άσχημη τροπή.