του Κώστα Καλλίτση
Η Ελλάδα είχε μπει σε πρόγραμμα διάσωσης (Μνημόνιο) αφού είχε δανειστεί, για τελευταία φορά, με περίπου 6%, σε μια εποχή που υπήρχε σπάνις κεφαλαίων διεθνώς, εξαιτίας της μεγάλης κρίσης. Υστερα από 4 ½ χρόνια, σήμερα, παρότι υπάρχει αφθονία διεθνών κεφαλαίων που αναζητούν κερδοφόρες τοποθετήσεις, η χώρα μας βρίσκεται πάλι στη μαύρη λίστα των διεθνών αγορών.
Αυτό δείχνουν τα στοιχεία: προχθές, οι αποδόσεις του ελληνικού 3ετούς ομολόγου ήταν 6,85% ενώ της Πορτογαλίας ήταν 1,06%, της Ιταλίας 0,73% και της Ισπανίας 0,57%. Του ελληνικού 5ετούς ήταν 7,1%, της Ιρλανδίας 0,44%, της Πορτογαλίας 1,63%. Και οι αποδόσεις του 10ετούς ομολόγου κινούνται σταθερά στην περιοχή του 8% συν, ενώ του πορτογαλικού στην περιοχή του 3% και του ιταλικού και ισπανικού στη ζώνη του 2%.
«Με το σπαθί μας», δεν μπορούμε να δανειστούμε από τις αγορές. Θα υπογραφεί νέο Μνημόνιο. Και το ΔΝΤ θα είναι επιτηρητής, μαζί με την Ευρώπη – δεν υπάρχει «πίσω κάθισμα» (απαγορεύεται από το καταστατικό του…) παρά μόνο μπροστινό. Είτε αποφασιστεί να μας δώσει κι αυτό μια γραμμή πίστωσης είτε όχι. Κι αν δεν μας τη δώσει, πάλι θα μας ελέγχει ανά τετράμηνο. Το ενδεχόμενο να «τα σπάσουμε» αποκλείεται – καμιά χώρα δεν θα άντεχε τις συνέπειες.
Η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη. Οδηγείται σε μια συμφωνία με δύο χαρακτηριστικά: (α) Δεν θα περιέχει φτηνή χρηματοδότηση. Θα δανειζόμαστε από τις αγορές με επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα επιτόκια (2%) του ESM. (β) Θα επιβάλλεται πολύ αυστηρότερος έλεγχος, με μοχλό τις αγορές. Αυτές δεν διαπραγματεύονται (ούτε επί 7 ημέρες ούτε, βεβαίως, επί 7 μήνες…). Είτε σε δανείζουν είτε όχι. Αν όχι, κινδυνεύεις να φτάσεις να εκλιπαρείς για μια τρόικα…
Για να σε δανείσουν, η διεθνής πρακτική δείχνει τις προϋποθέσεις. Μεταξύ αυτών είναι να διαπιστώσουν ότι διαθέτεις ένα πρόγραμμα με τέσσερα χαρακτηριστικά: (α) Να είναι αξιόπιστο – με την τρόικα διαπραγματευόμαστε το δημοσιονομικό κενό, με τις αγορές όχι. (β) Να είναι υλοποιήσιμο – δεν θα συζητούν μαζί μας αν είναι φρούδες οι ελπίδες για τα κρατικά έσοδα ή δεν είναι. (γ) Να είναι αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία, να στηρίζεται σε ευρύτερη κοινωνική συναίνεση που θα αντανακλάται και στη Βουλή – δεν τους αρκεί μια «σταθερότητα» που στηρίζεται σε κοινοβουλευτικά νταραβέρια.
Υπάρχει και μια τέταρτη προϋπόθεση. Οι διεθνείς αγορές (όπως το φωνάζει ήδη το Λονδίνο…) δεν είναι διατεθειμένες να δανείσουν μια χώρα απλώς και μόνο για να αποπληρώνει τα δάνειά της σε άλλα κράτη. Θα δανείσουν μια χώρα εφόσον εκτιμήσουν ότι υπάρχουν ρεαλιστικές προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης, δημιουργίας νέου παραγωγικού δυναμικού και νέου πλούτου. Τέταρτη προϋπόθεση, το αξιόπιστο, υλοποιήσιμο και ευρύτερα κοινωνικά αποδεκτό πρόγραμμα να είναι, επίσης, αναπτυξιακό.
Φτάσαμε στο τέλος της αδιέξοδης πολιτικής «τροχάδην επιτόπου», που αποδυνάμωσε την οικονομία, διέλυσε την αγορά και συνέθλιψε τον κόσμο της εργασίας, εξάντλησε την κοινωνία ενώ επέτεινε τις στρεβλώσεις του (ληγμένου) παραγωγικού μοντέλου. Τα αδιέξοδα κορυφώθηκαν με την κυβερνητική στρατηγική του 2014 και ειδικά των τελευταίων μηνών – ένα απίθανο συνονθύλευμα τακτικισμών προεκλογικού χαρακτήρα, παντελώς έωλων, με άγνοια ακόμη και των ορίων που θέτουν και των διαθέσεων που έχουν οι δανειστές μας.
Η κοινωνία πάσχισε να προσαρμοστεί – δεν είχε επιλογή. Εμεινε, όμως, πεισματικά απροσάρμοστο το πολιτικό σύστημα. Τώρα, όλα έχουν καταστεί πιο δύσκολα, πιο σύνθετα.
Καθημερινή 23/11/2014
Η Ελλάδα είχε μπει σε πρόγραμμα διάσωσης (Μνημόνιο) αφού είχε δανειστεί, για τελευταία φορά, με περίπου 6%, σε μια εποχή που υπήρχε σπάνις κεφαλαίων διεθνώς, εξαιτίας της μεγάλης κρίσης. Υστερα από 4 ½ χρόνια, σήμερα, παρότι υπάρχει αφθονία διεθνών κεφαλαίων που αναζητούν κερδοφόρες τοποθετήσεις, η χώρα μας βρίσκεται πάλι στη μαύρη λίστα των διεθνών αγορών.
Αυτό δείχνουν τα στοιχεία: προχθές, οι αποδόσεις του ελληνικού 3ετούς ομολόγου ήταν 6,85% ενώ της Πορτογαλίας ήταν 1,06%, της Ιταλίας 0,73% και της Ισπανίας 0,57%. Του ελληνικού 5ετούς ήταν 7,1%, της Ιρλανδίας 0,44%, της Πορτογαλίας 1,63%. Και οι αποδόσεις του 10ετούς ομολόγου κινούνται σταθερά στην περιοχή του 8% συν, ενώ του πορτογαλικού στην περιοχή του 3% και του ιταλικού και ισπανικού στη ζώνη του 2%.
«Με το σπαθί μας», δεν μπορούμε να δανειστούμε από τις αγορές. Θα υπογραφεί νέο Μνημόνιο. Και το ΔΝΤ θα είναι επιτηρητής, μαζί με την Ευρώπη – δεν υπάρχει «πίσω κάθισμα» (απαγορεύεται από το καταστατικό του…) παρά μόνο μπροστινό. Είτε αποφασιστεί να μας δώσει κι αυτό μια γραμμή πίστωσης είτε όχι. Κι αν δεν μας τη δώσει, πάλι θα μας ελέγχει ανά τετράμηνο. Το ενδεχόμενο να «τα σπάσουμε» αποκλείεται – καμιά χώρα δεν θα άντεχε τις συνέπειες.
Η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη. Οδηγείται σε μια συμφωνία με δύο χαρακτηριστικά: (α) Δεν θα περιέχει φτηνή χρηματοδότηση. Θα δανειζόμαστε από τις αγορές με επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα επιτόκια (2%) του ESM. (β) Θα επιβάλλεται πολύ αυστηρότερος έλεγχος, με μοχλό τις αγορές. Αυτές δεν διαπραγματεύονται (ούτε επί 7 ημέρες ούτε, βεβαίως, επί 7 μήνες…). Είτε σε δανείζουν είτε όχι. Αν όχι, κινδυνεύεις να φτάσεις να εκλιπαρείς για μια τρόικα…
Για να σε δανείσουν, η διεθνής πρακτική δείχνει τις προϋποθέσεις. Μεταξύ αυτών είναι να διαπιστώσουν ότι διαθέτεις ένα πρόγραμμα με τέσσερα χαρακτηριστικά: (α) Να είναι αξιόπιστο – με την τρόικα διαπραγματευόμαστε το δημοσιονομικό κενό, με τις αγορές όχι. (β) Να είναι υλοποιήσιμο – δεν θα συζητούν μαζί μας αν είναι φρούδες οι ελπίδες για τα κρατικά έσοδα ή δεν είναι. (γ) Να είναι αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία, να στηρίζεται σε ευρύτερη κοινωνική συναίνεση που θα αντανακλάται και στη Βουλή – δεν τους αρκεί μια «σταθερότητα» που στηρίζεται σε κοινοβουλευτικά νταραβέρια.
Υπάρχει και μια τέταρτη προϋπόθεση. Οι διεθνείς αγορές (όπως το φωνάζει ήδη το Λονδίνο…) δεν είναι διατεθειμένες να δανείσουν μια χώρα απλώς και μόνο για να αποπληρώνει τα δάνειά της σε άλλα κράτη. Θα δανείσουν μια χώρα εφόσον εκτιμήσουν ότι υπάρχουν ρεαλιστικές προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης, δημιουργίας νέου παραγωγικού δυναμικού και νέου πλούτου. Τέταρτη προϋπόθεση, το αξιόπιστο, υλοποιήσιμο και ευρύτερα κοινωνικά αποδεκτό πρόγραμμα να είναι, επίσης, αναπτυξιακό.
Φτάσαμε στο τέλος της αδιέξοδης πολιτικής «τροχάδην επιτόπου», που αποδυνάμωσε την οικονομία, διέλυσε την αγορά και συνέθλιψε τον κόσμο της εργασίας, εξάντλησε την κοινωνία ενώ επέτεινε τις στρεβλώσεις του (ληγμένου) παραγωγικού μοντέλου. Τα αδιέξοδα κορυφώθηκαν με την κυβερνητική στρατηγική του 2014 και ειδικά των τελευταίων μηνών – ένα απίθανο συνονθύλευμα τακτικισμών προεκλογικού χαρακτήρα, παντελώς έωλων, με άγνοια ακόμη και των ορίων που θέτουν και των διαθέσεων που έχουν οι δανειστές μας.
Η κοινωνία πάσχισε να προσαρμοστεί – δεν είχε επιλογή. Εμεινε, όμως, πεισματικά απροσάρμοστο το πολιτικό σύστημα. Τώρα, όλα έχουν καταστεί πιο δύσκολα, πιο σύνθετα.
Καθημερινή 23/11/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου