Η τραπεζική ενοποίηση προέκυψε ως ιδέα στο αποκορύφωμα της κρίσης, όταν η αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη ήταν μία ρεαλιστική πιθανότητα και το ενδεχόμενο μαζικής φυγής των καταθετών από τις ευάλωτες τράπεζες της Ισπανίας δεν άφηνε τους Ευρωπαίους αξιωματούχους να κοιμηθούν τη νύχτα.
Δεδομένου του γερμανικού βέτο στα ομόλογα ευρωζώνης και γενικότερα στη δημοσιονομική ενοποίηση, η τραπεζική ενοποίηση προέκυψε ως εναλλακτική. Στόχος θεωρητικά ήταν να ευθυγραμμιστούν όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες, υπό την προστατευτική ομπρέλα της ευρωπαϊκής εποπτείας, η στήριξη των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και η ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων.
Επισημαίνοντας την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων που δημιουργούνται από τις τράπεζες, οι αξιωματούχοι ήθελαν να καθησυχάσουν τους πανικοβλημένους καταθέτες, ώστε να κρατήσουν τα χρήματά τους στις τράπεζες της περιφέρειας. Ήταν μία έξυπνη ιδέα που μετέφερε το μήνυμα ότι η πολιτική της ΕΕ δεν βρισκόταν σε αδιέξοδο, ενώ η αλήθεια ήταν ακριβώς το αντίθετο. Αυτό που μείωσε τελικά τον πανικό στις αγορές ήταν η υπόσχεση του Μάριο Ντράγκι, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι θα πράξει «ότι χρειάζεται». Όποιος αποδίδει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών στην πρόοδο για την τραπεζική ενοποίηση, δεν είναι ειλικρινής.
Η Γερμανία ήταν δύσπιστη θεωρώντας ότι η τραπεζική ενοποίηση είναι ουσιαστικά δημοσιονομική ενοποίηση από την πίσω πόρτα. Και έτσι ήταν. Άλλοι πίστεψαν ότι πρόκειται για ένα ουσιαστικό βήμα για την εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης μακροπρόθεσμα. Οι πιο θερμοί υποστηρικτές της όμως, συνέχιζαν να«πουλάνε» την τραπεζική ενοποίηση ως μέσο για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης και άλλων που θα μπορούσαν να προκύψουν στο μέλλον. Δεδομένου ότι τα πάντα πλέον στηρίζονται στην πρόοδο που επιτυγχάνεται στο μέτωπο της τραπεζικής ενοποίησης, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο επιτυχημένη ήταν η προσπάθειά τους.
Η Γερμανία εξ αρχής έθεσε βέτο στην κατανομή των κινδύνων και του κόστους από τα αποκαλούμενα «κληροδοτημένα προβλήματα» των τραπεζών της περιφέρειας. Έτσι, οι αξιωματούχοι στην Ευρώπη ελεύθερα παραδέχονται ότι η τραπεζική ενοποίηση θα έχει πολύ περιορισμένη σχετικότητα – αν όχι μηδενική – με την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης. Τι ήταν τόσο επείγον, λοιπόν, που να δικαιολογεί την κατασπατάληση κάθε πολύτιμου πολιτικού κεφαλαίου σε αυτό το έργο;
Σίγουρα μας έχει αποπροσανατολίσει από μέτρα που πραγματικά θα βοηθούσαν τα άμεσα προβλήματά μας. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να μεγεθύνουμε τελικά τα ίδια προβλήματα που μας οδήγησαν εξ αρχής στην κρίση. Η ΕΕ έχει μπερδέψει τις προτεραιότητές της, καθώς ωθεί την ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών, ενώ οι αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας παραμένουν βαθιά κατακερματισμένες.
Προτού ξεσπάσει η χρηματοοικονομική κρίση είδαμε σε λειτουργία την σκιώδη τραπεζική ενοποίηση, με τις πλεονάζουσες γερμανικές (και όχι μόνο) αποταμιεύσεις να κυνηγούν υψηλότερες αποδόσεις και να περνούν ελεύθερα τα σύνορα. Συνέβαλαν να δημιουργηθούν φούσκες στις αγορές κατοικιών στην Ισπανία και την Ιρλανδία και επέτρεψαν στην ελληνική κυβέρνηση να ξεσαλώσει με το δανεισμό.
Μέχρι εκείνο το μοιραίο Σεπτέμβριο του 2008, αυτές οι διασυνοριακές ροές χρηματοδότησης υπερήφανα χαρακτηρίζονταν απόδειξη της επιτυχίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ελάχιστη σημασία δόθηκε στο πως πραγματικά επενδύθηκαν αυτά τα κεφάλαια ή στον αντίκτυπο που είχαν για την πραγματική οικονομία.
Σχεδόν σε μία νύχτα, αυτό το σύμβολο τιμής μετονομάστηκε σε «ανισορροπία». Αυτή η αναγνώριση όμως, η οποία παραδέχεται ότι οι διαβόητες ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν πρόβλημα, έγινε πολύ αργά. Όπως παραδεχθήκαμε πολύ αργά ότι η εάν η πραγματική οικονομία είναι κατακερματισμένη τότε δεν έχει τον αντισταθμιστικό μηχανισμό προσαρμογής.
Το πιο σημαντικό μάθημα από την κρίση της ευρωζώνης είναι η επείγουσα ανάγκη να ελαχιστοποιηθεί το κενό ανάμεσα στον ενοποιημένο χρηματοοικονομικό κλάδο και την κατακερματισμένη πραγματική οικονομία. Αυτή ήταν η κινητήριος δύναμη της έκθεσης του Μάριο Μόντι – του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας που έχει πλέον εξαφανιστεί από το προσκήνιο - για το μέλλον της ενιαίας αγοράς. Η ταξιαρχία της τραπεζικής ενοποίησης έχει καταφέρει τον τερματισμό όλων των συζητήσεων για την αναζωογόνηση της ενιαίας αγοράς, την ολοκλήρωση στον κλάδο υπηρεσιών και τη βελτίωση της κινητικότητας των εργαζομένων.
Ότι κι αν συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την τραπεζική ενοποίηση δεν θα καταφέρει τίποτα για την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης στην οποία παραμένει βυθισμένη η ευρωζώνη. Τουναντίον. Διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ του καλά ενοποιημένου χρηματοοικονομικού κόσμου και της πραγματικότητας μίας διηρημένης αγοράς προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας μπορεί να αυξάνουμε τους κινδύνους για το μέλλον.
Η τραπεζική ενοποίηση - απάτη που βρίσκεται επί τάπητος θα μας προστατεύσει ελάχιστα από αυτούς τους κινδύνους.
Δεδομένου του γερμανικού βέτο στα ομόλογα ευρωζώνης και γενικότερα στη δημοσιονομική ενοποίηση, η τραπεζική ενοποίηση προέκυψε ως εναλλακτική. Στόχος θεωρητικά ήταν να ευθυγραμμιστούν όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες, υπό την προστατευτική ομπρέλα της ευρωπαϊκής εποπτείας, η στήριξη των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και η ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων.
Επισημαίνοντας την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων που δημιουργούνται από τις τράπεζες, οι αξιωματούχοι ήθελαν να καθησυχάσουν τους πανικοβλημένους καταθέτες, ώστε να κρατήσουν τα χρήματά τους στις τράπεζες της περιφέρειας. Ήταν μία έξυπνη ιδέα που μετέφερε το μήνυμα ότι η πολιτική της ΕΕ δεν βρισκόταν σε αδιέξοδο, ενώ η αλήθεια ήταν ακριβώς το αντίθετο. Αυτό που μείωσε τελικά τον πανικό στις αγορές ήταν η υπόσχεση του Μάριο Ντράγκι, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι θα πράξει «ότι χρειάζεται». Όποιος αποδίδει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών στην πρόοδο για την τραπεζική ενοποίηση, δεν είναι ειλικρινής.
Η Γερμανία ήταν δύσπιστη θεωρώντας ότι η τραπεζική ενοποίηση είναι ουσιαστικά δημοσιονομική ενοποίηση από την πίσω πόρτα. Και έτσι ήταν. Άλλοι πίστεψαν ότι πρόκειται για ένα ουσιαστικό βήμα για την εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης μακροπρόθεσμα. Οι πιο θερμοί υποστηρικτές της όμως, συνέχιζαν να«πουλάνε» την τραπεζική ενοποίηση ως μέσο για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης και άλλων που θα μπορούσαν να προκύψουν στο μέλλον. Δεδομένου ότι τα πάντα πλέον στηρίζονται στην πρόοδο που επιτυγχάνεται στο μέτωπο της τραπεζικής ενοποίησης, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο επιτυχημένη ήταν η προσπάθειά τους.
Η Γερμανία εξ αρχής έθεσε βέτο στην κατανομή των κινδύνων και του κόστους από τα αποκαλούμενα «κληροδοτημένα προβλήματα» των τραπεζών της περιφέρειας. Έτσι, οι αξιωματούχοι στην Ευρώπη ελεύθερα παραδέχονται ότι η τραπεζική ενοποίηση θα έχει πολύ περιορισμένη σχετικότητα – αν όχι μηδενική – με την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης. Τι ήταν τόσο επείγον, λοιπόν, που να δικαιολογεί την κατασπατάληση κάθε πολύτιμου πολιτικού κεφαλαίου σε αυτό το έργο;
Σίγουρα μας έχει αποπροσανατολίσει από μέτρα που πραγματικά θα βοηθούσαν τα άμεσα προβλήματά μας. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να μεγεθύνουμε τελικά τα ίδια προβλήματα που μας οδήγησαν εξ αρχής στην κρίση. Η ΕΕ έχει μπερδέψει τις προτεραιότητές της, καθώς ωθεί την ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών, ενώ οι αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας παραμένουν βαθιά κατακερματισμένες.
Προτού ξεσπάσει η χρηματοοικονομική κρίση είδαμε σε λειτουργία την σκιώδη τραπεζική ενοποίηση, με τις πλεονάζουσες γερμανικές (και όχι μόνο) αποταμιεύσεις να κυνηγούν υψηλότερες αποδόσεις και να περνούν ελεύθερα τα σύνορα. Συνέβαλαν να δημιουργηθούν φούσκες στις αγορές κατοικιών στην Ισπανία και την Ιρλανδία και επέτρεψαν στην ελληνική κυβέρνηση να ξεσαλώσει με το δανεισμό.
Μέχρι εκείνο το μοιραίο Σεπτέμβριο του 2008, αυτές οι διασυνοριακές ροές χρηματοδότησης υπερήφανα χαρακτηρίζονταν απόδειξη της επιτυχίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ελάχιστη σημασία δόθηκε στο πως πραγματικά επενδύθηκαν αυτά τα κεφάλαια ή στον αντίκτυπο που είχαν για την πραγματική οικονομία.
Σχεδόν σε μία νύχτα, αυτό το σύμβολο τιμής μετονομάστηκε σε «ανισορροπία». Αυτή η αναγνώριση όμως, η οποία παραδέχεται ότι οι διαβόητες ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν πρόβλημα, έγινε πολύ αργά. Όπως παραδεχθήκαμε πολύ αργά ότι η εάν η πραγματική οικονομία είναι κατακερματισμένη τότε δεν έχει τον αντισταθμιστικό μηχανισμό προσαρμογής.
Το πιο σημαντικό μάθημα από την κρίση της ευρωζώνης είναι η επείγουσα ανάγκη να ελαχιστοποιηθεί το κενό ανάμεσα στον ενοποιημένο χρηματοοικονομικό κλάδο και την κατακερματισμένη πραγματική οικονομία. Αυτή ήταν η κινητήριος δύναμη της έκθεσης του Μάριο Μόντι – του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας που έχει πλέον εξαφανιστεί από το προσκήνιο - για το μέλλον της ενιαίας αγοράς. Η ταξιαρχία της τραπεζικής ενοποίησης έχει καταφέρει τον τερματισμό όλων των συζητήσεων για την αναζωογόνηση της ενιαίας αγοράς, την ολοκλήρωση στον κλάδο υπηρεσιών και τη βελτίωση της κινητικότητας των εργαζομένων.
Ότι κι αν συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την τραπεζική ενοποίηση δεν θα καταφέρει τίποτα για την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης στην οποία παραμένει βυθισμένη η ευρωζώνη. Τουναντίον. Διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ του καλά ενοποιημένου χρηματοοικονομικού κόσμου και της πραγματικότητας μίας διηρημένης αγοράς προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας μπορεί να αυξάνουμε τους κινδύνους για το μέλλον.
Η τραπεζική ενοποίηση - απάτη που βρίσκεται επί τάπητος θα μας προστατεύσει ελάχιστα από αυτούς τους κινδύνους.
*Ο Sony Kapoor είναι διευθυντής του think tank της Re-Define
ΠΗΓΗ: FT.com
www.euro2day.gr