του Χρήστου Χωμενίδη
Ο άνθρωπος για τον οποίον όλοι μας μιλάμε, γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1950 όχι στα πούπουλα ουδέ καν σε φάτνη. Η λέξη «φτώχεια» θα αποτελούσε για τα πρώτα-πρώτα χρόνια του ευφημισμό. Ανάπηρος -σακάτη τον φωνάζαν- ο πατέρας του, πήγαινε στη χωματερή, γλιστρούσε από το καροτσάκι του στο έδαφος και ξεδιάλεγε έρποντας τα σκουπίδια υπό τα γαβγίσματα των γλάρων. Παραδουλεύτρα -δούλα την έλεγαν- η μάνα του, ξενόπλενε σε εργατόσπιτα και αμοιβόταν σε είδος, δυο πιάτα φαϊ, τίποτα στραβοπατημένα παπούτσια. Η παράγκα τους ήταν στην άκρη-άκρη του συνοικισμού, γειτνίαζε με τα τσαντίρια των γύφτων που ο άνθρωπός μας είχε μάθει να τους μισεί γιατί «μαζί με τους Εβραίους, σταύρωσαν τον Χριστούλη»…
Ο άνθρωπος για τον οποίον όλοι μας μιλάμε, γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1950 όχι στα πούπουλα ουδέ καν σε φάτνη. Η λέξη «φτώχεια» θα αποτελούσε για τα πρώτα-πρώτα χρόνια του ευφημισμό. Ανάπηρος -σακάτη τον φωνάζαν- ο πατέρας του, πήγαινε στη χωματερή, γλιστρούσε από το καροτσάκι του στο έδαφος και ξεδιάλεγε έρποντας τα σκουπίδια υπό τα γαβγίσματα των γλάρων. Παραδουλεύτρα -δούλα την έλεγαν- η μάνα του, ξενόπλενε σε εργατόσπιτα και αμοιβόταν σε είδος, δυο πιάτα φαϊ, τίποτα στραβοπατημένα παπούτσια. Η παράγκα τους ήταν στην άκρη-άκρη του συνοικισμού, γειτνίαζε με τα τσαντίρια των γύφτων που ο άνθρωπός μας είχε μάθει να τους μισεί γιατί «μαζί με τους Εβραίους, σταύρωσαν τον Χριστούλη»…
Είναι θαύμα πως υπ’ αυτές τις συνθήκες ο άνθρωπός μας τελείωσε το
δημοτικό σχολείο. Στα δώδεκά του βγήκε στη βιοπάλη. Λούστρος, λαχειάς,
αληθινός Βασιλάκης Καϊλας. Όργωνε καθημερινά το κέντρο της Αθήνας. Τα
βράδια δεν είχε το κουράγιο να αλλάξει δύο λεωφορεία για να επιστρέψει
στο Σχιστό και στη συνέχεια μισή ώρα περπάτημα ως την παράγκα. Ξεβρώμιζε
το χνώτο του με μία σκέτη από γιουβέτσι στα μαγειρεία της Ομόνοιας κι
ανάπαυε το λιπόσαρκο κορμί το στο ημιυπόγειο ενός ξενοδοχείου στα
Χαυτεία, ανάμεσα σε συναδέλφους του, παιδιά και γέρους. Και να ’βλεπε
όνειρα δεν τα θυμόταν το πρωί…
Στα δεκαπέντε του, άρχισε να του φέγγει. Ένας δημοσιογράφος στην εφημερίδα που πήγαινε και πουλούσε λαχεία, του πρότεινε συνεργασία. «Γυρνάς που γυρνάς σαν τη σβούρα όλη μέρα», του είπε, «κόβει το μάτι σου και δεν σε πιάνει το δικό τους μάτι. Ό,τι βλέπεις περίεργο, θα έρχεσαι να μου το λες. Κι εγώ θα σου δίνω χαρτζιλίκι». «Σαν τι περίεργο, δηλαδή;». «Ξέρεις… Ναρκωτικά, πουτάνες, κομμουνιστές…».
Ο άνθρωπός μας μπήκε με τη μία στο νόημα. Εκμεταλλεύτηκε την υπεράνω υποψίας όψη του κι άρχισε να βγάζει λαβράκια. Τον έβλεπαν φουκαριάρη, με εκείνο το καλοσυνάτο δήθεν χαμόγελο, πού να το φανταστούν πως ήταν χαφιές; Παρατηρούσε, μάζευε πληροφορίες και τις κατέθετε στο αφεντικό του, χαρτί και καλαμάρι. Γρήγορα έμαθε και να τις αξιολογεί.
Δυο χρόνια αργότερα, τον προσέλαβαν κανονικά στην εφημερίδα. Στο μεταξύ ο θετός πατέρας του -έτσι τον μνημονεύει ακόμα- τον είχε γράψει με το ζόρι στο νυχτερινό γυμνάσιο και τον είχε στεγάσει σε μια γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια. Του είχε ράψει κι ένα κουστουμάκι για τις Κυριακές, όταν πλυμμένος κι αρωματισμένος, πήγαινε πρώτα στο γήπεδο, μετά στο σινεμά για καουμπόικα και τελικά στις πουτάνες.
Στα δεκαοχτώ του τον πήραν φαντάρο. Συστημένος από τον δημοσιογράφο, έγινε ο έμπιστος του ταγματάρχη, το καρφί του στρατοπέδου. Ασκήθηκε και στη γραφή, συνέτασσε συχνά τα ηθικοπλαστικά κηρύγματα του διοικητή, στο πνεύμα της «Παλιγγενεσίας της 21ης Απριλίου», με ατάκες δανεισμένες απ’ τον «Άγνωστο Πόλεμο».
Η Μεταπολίτευση βρήκε τον άνθρωπό μας αστυνομικό ρεπόρτερ κι αρχισυντάκτη παράλληλα εκπομπής στην ΥΕΝΕΔ. Κανένας δεν τον πείραξε – αν άρχιζαν να ξηλώνουν και τα ανθυποτσιράκια της Χούντας, τελειωμό δεν θα είχαν. Σε ένα ταξίδι του για ρεπορτάζ στη Βέροια, γνώρισε μια χαμηλοβλεπούσα δασκάλα. Την έφερε με μέσο στην Αθήνα και την παντρεύτηκε. Παρθένα. Στα εικοσιπέντε του ήταν ήδη πατέρας, είχε αυτοκίνητο και «ελευθέρας» για όλα τα ματς.
Το 1977, ο θετός του πατέρας έπαθε έμφραγμα στον Ιππόδρομο και πέθανε μέσα στο νοσοκομειακό. Εκείνος που τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής του αστυνομικού ρεπορτάζ, αντί να προβιβάσει τον άνθρωπό μας ο οποίος είχε σπεύσει να του γυαλίσει -στην κυριολεξία- τα παπούτσια, τον απέλυσε. Έμεινε άνεργος, με υποχρεώσεις. Η παράγκα στο Σχιστό πρόβαλλε εφιαλτική στην επόμενη στροφή της ζωής του. Τότε ακριβώς τον πλεύρισε ο εκδότης-διευθυντής-αρχισυντάκτης του «Ελληνισμού», καθημερινή εφημερίδα με ισχνότατη κυκλοφορία, και του πρότεινε έναν μισθό που δεν θα τολμούσε καν να ονειρευτεί. «Αφού δεν πουλάς ούτε πεντακόσια φύλλα την ημέρα!», απόρησε. «Το ζήτημα, αγόρι μου, δεν είναι να πουλάς. Είναι να κρέμεσαι στα περίπτερα...», τον διαφώτισε ο νέος εργοδότης του.
Το ζήτημα ήταν πράγματι πολύ απλό. Μάζευες πληροφορίες -τρύπωνες στον κάδο με τα άπλυτα και στην ντουλάπα με τους σκελετούς- κι έπειτα έριχνες το δόλωμα: Πηχυαίοι τίτλοι με υπονοούμενα, προαναγγελίες συγκλονιστικών σκανδάλων, μισοτράβηγμα της κουρτίνας. Ο «πελάτης», κατά κανόνα, τσιμπούσε. Ερχόταν μόνος του σε επαφή με την εφημερίδα και έδινε ευχαρίστως όσα του ζητούσαν για να αποσιωπηθεί το θέμα. Ο «Ελληνισμός» τηρούσε τον λόγο του. Εφόσον έκλεινε η συμφωνία, τη σεβόταν. Τουλάχιστον για έξι μήνες. Εάν πάλι ο πελάτης το έπαιζε ζόρικος, ο «Ελληνισμός» δεν το ’χε σε τίποτα να δημοσιεύσει γυμνές φωτογραφίες, ενοχοποιητικά τιμολόγια, υποκλαπείσες συνομιλίες. Έτσι ανέβαζε άλλωστε και την κυκλοφορία του.
Το να σταδιοδρομήσεις ως εκβιαστής δεν είναι εύκολη δουλειά. Απαιτεί να προσέχεις τις πηγές σου σαν τα μάτια σου, να ξέρεις ακριβώς πού και πότε θα δράσεις, να διατηρείς την πρέπουσα σχέση με την αστυνομία. Οι περισσότεροι την έχουν κάποια στιγμή πατήσει. Έχουν πέσει στο λάκκο που σκάψανε, έχουν γίνει ασήκωτοι απ’ το ξύλο, έχουν νύχτα εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ο άνθρωπός μας όχι.
Επί τριανταπέντε σχεδόν χρόνια, διευρύνει σταθερά τον κύκλο των εργασιών του. Γνήσιο ταλέντο στα χτυπήματα πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι, σφουγγάρι σε ό,τι σχετικό με νέες μόδες και τεχνολογίες, μανούλα στο να εκθέτει τους άλλους και να φυλάει τον δικό του κώλο. Ευφραδέστατος από μικροφώνου, ικανός να βάλει μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης τα κλάματα ή να σκίσει τα ρούχα του από ιερή αγανάκτηση, γνωρίζει προπαντός σε ποιους απευθύνεται. «Ο λαουτζίκος τρία πράγματα ζητάει: Αίμα, στέμμα, σπέρμα», τον είχε διδάξει ο θετός πατέρας του. «Κι ένα απολαμβάνει πάνω από όλα: Την κατρακύλα των ισχυρών. Τον εξευτελισμό όσων τον είχαν μάθει να θαυμάζει ή να υπακούει…».
Όποτε θέτει κάποιον στο στόχαστρο, ο άνθρωπός μας δεν γνωρίζει έλεος. Τον διασύρει μέχρι αυτοκτονίας ή τον ξεπουπουλιάζει έως χρεοκοπίας. «Ας είχαν μεγαλώσει κι εκείνοι σε μια παράγκα πλάι στα γύφτικα και θα τους λυπόμουν», λέει όχι για να δικαιολογηθεί, μα για να δικαιωθεί.
Η ζωή του, κατά τα άλλα, πόρω απέχει από του μέσου εξηνταπεντάρη. Ντύνεται με αθλητικές φόρμες και νεανικότατα κοστούμια, βάφει το μαλλί κορακί, γκριζάρει κι ελαφρώς τους κροτάφους. Συναναστρέφεται με αρχηγούς κομμάτων, μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγαλοπαπάδες, τηρώντας πάντα μιαν απόσταση ασφαλείας, φροντίζοντας να μην κολλήσει το ψώνιο και την εξουσιομανία τους. Καταπίνει βιάγκρα και καβαλάει -έτσι το λέει- φωτομοντέλα, τραγουδιάρες, μα και καμιά τηλεφωνήτρια, άμα του γυαλίσει.
Ποτέ, ωστόσο, δεν έχει διανοηθεί να χωρίσει. Η δασκαλίτσα από τη Βέρροια είναι η παντοτινή κυρά του, την έχει θρονιασμένη στον οντά της χολυγουντιανής του έπαυλης πλάι στο κύμα, να τρώει με τις χούφτες κάσιους και να παρακολουθεί τούρκικα σίριαλ. Όσο για τα παιδιά του, μπορεί ο γιος να του βγήκε ανεπρόκοπος, να τον έβγαλε από το κολλέγιο και να του άνοιξε -γλιτώνοντάς τον στο τσακ απ’ τη φυλακή- ένα βενζινάδικο, η θυγατέρα ωστόσο διαπρέπει: Διδάκτωρ Ιστορίας σε γαλλικό πανεπιστήμιο, παντρεμένη με έναν Μαροκινό ζωγράφο, μάνα διδύμων. Αποφεύγει να έρχεται στην Ελλάδα, ίσως για να μην την πιάνει η μπόχα του πατρικού ονόματος. Όποτε όμως ο άνθρωπός μας ταξιδεύει στο Παρίσι, γευματίζουν μαζί σε μία μπρασερί στη Μονμάρτη. Μπροστά στα εγγόνια του, ο άνθρωπός μας φοράει πειστικότατα το προσωπείο του αγαθού Άι-Βασίλη. Για αυτό και η θυγατέρα του τον άφησε πέρυσι να τα συνοδέψει στη Γιουροντίζνεϊ.
Ο άνθρωπός μας δεν βασανίζεται από υπαρξιακές αγωνίες, ούτε σκοτίζεται απ’ την ελάχιστη καλλιτεχνική ευαισθησία. Δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο τα τελευταία σαράντα χρόνια, έχει να πάει κινηματογράφο από το 1980, ως μουσική καταλαβαίνει μονάχα τα μπουζούκια και τη ρυθμική υπόκρουση των εκπομπών του στο ραδιόφωνο.
Κάθε πρωί ξυπνάει αξημέρωτα, πέφτει με τις μεταξωτές πυζάμες του στα γόνατα και προσεύχεται στις εικόνες των Αγίων Ιωάννου και Πέτρου, που τους έχει ανακηρύξει από παιδί προστάτες του. «Μπάρμπα Γιάννη, μπάρμπα Πέτρο, να τη βγάλουμε κι εφέτο…», παρακαλάει μουρμουρίζοντας ένα παλιό ρεμπέτικο που έλεγε ο πατέρας του.
Βγαίνει ύστερα στον κήπο και ταϊζει τα τέσσερα λυκόσκυλά του. Έχει πάθος μαζί τους, όποτε πεθαίνει κάποιο το κλαίει γοερά, σκάβει μονάχος του ένα λάκκο στο γκαζόν, το κατεβάζει μέσα σε μαονένιο φερετράκι και τοποθετεί μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του. Το αντικαθιστά μετά από σαράντα μέρες με ένα νεογέννητο. Οι τάφοι των σκύλων σχηματίζουν έναν κύκλο. Στη διαθήκη του διατάζει τα εξής: «Να με κηδέψετε πλάι στους γονείς μου. Την ίδια, όμως, νύχτα να με πάρετε κρυφά από εκεί και να με θάψετε στον κήπο μου, ανάμεσα στους μόνους φίλους μου. Τα δόντια τους να με φυλάνε και τα χνώτα τους να με ζεσταίνουν…».
www.protagon.gr
Στα δεκαπέντε του, άρχισε να του φέγγει. Ένας δημοσιογράφος στην εφημερίδα που πήγαινε και πουλούσε λαχεία, του πρότεινε συνεργασία. «Γυρνάς που γυρνάς σαν τη σβούρα όλη μέρα», του είπε, «κόβει το μάτι σου και δεν σε πιάνει το δικό τους μάτι. Ό,τι βλέπεις περίεργο, θα έρχεσαι να μου το λες. Κι εγώ θα σου δίνω χαρτζιλίκι». «Σαν τι περίεργο, δηλαδή;». «Ξέρεις… Ναρκωτικά, πουτάνες, κομμουνιστές…».
Ο άνθρωπός μας μπήκε με τη μία στο νόημα. Εκμεταλλεύτηκε την υπεράνω υποψίας όψη του κι άρχισε να βγάζει λαβράκια. Τον έβλεπαν φουκαριάρη, με εκείνο το καλοσυνάτο δήθεν χαμόγελο, πού να το φανταστούν πως ήταν χαφιές; Παρατηρούσε, μάζευε πληροφορίες και τις κατέθετε στο αφεντικό του, χαρτί και καλαμάρι. Γρήγορα έμαθε και να τις αξιολογεί.
Δυο χρόνια αργότερα, τον προσέλαβαν κανονικά στην εφημερίδα. Στο μεταξύ ο θετός πατέρας του -έτσι τον μνημονεύει ακόμα- τον είχε γράψει με το ζόρι στο νυχτερινό γυμνάσιο και τον είχε στεγάσει σε μια γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια. Του είχε ράψει κι ένα κουστουμάκι για τις Κυριακές, όταν πλυμμένος κι αρωματισμένος, πήγαινε πρώτα στο γήπεδο, μετά στο σινεμά για καουμπόικα και τελικά στις πουτάνες.
Στα δεκαοχτώ του τον πήραν φαντάρο. Συστημένος από τον δημοσιογράφο, έγινε ο έμπιστος του ταγματάρχη, το καρφί του στρατοπέδου. Ασκήθηκε και στη γραφή, συνέτασσε συχνά τα ηθικοπλαστικά κηρύγματα του διοικητή, στο πνεύμα της «Παλιγγενεσίας της 21ης Απριλίου», με ατάκες δανεισμένες απ’ τον «Άγνωστο Πόλεμο».
Η Μεταπολίτευση βρήκε τον άνθρωπό μας αστυνομικό ρεπόρτερ κι αρχισυντάκτη παράλληλα εκπομπής στην ΥΕΝΕΔ. Κανένας δεν τον πείραξε – αν άρχιζαν να ξηλώνουν και τα ανθυποτσιράκια της Χούντας, τελειωμό δεν θα είχαν. Σε ένα ταξίδι του για ρεπορτάζ στη Βέροια, γνώρισε μια χαμηλοβλεπούσα δασκάλα. Την έφερε με μέσο στην Αθήνα και την παντρεύτηκε. Παρθένα. Στα εικοσιπέντε του ήταν ήδη πατέρας, είχε αυτοκίνητο και «ελευθέρας» για όλα τα ματς.
Το 1977, ο θετός του πατέρας έπαθε έμφραγμα στον Ιππόδρομο και πέθανε μέσα στο νοσοκομειακό. Εκείνος που τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής του αστυνομικού ρεπορτάζ, αντί να προβιβάσει τον άνθρωπό μας ο οποίος είχε σπεύσει να του γυαλίσει -στην κυριολεξία- τα παπούτσια, τον απέλυσε. Έμεινε άνεργος, με υποχρεώσεις. Η παράγκα στο Σχιστό πρόβαλλε εφιαλτική στην επόμενη στροφή της ζωής του. Τότε ακριβώς τον πλεύρισε ο εκδότης-διευθυντής-αρχισυντάκτης του «Ελληνισμού», καθημερινή εφημερίδα με ισχνότατη κυκλοφορία, και του πρότεινε έναν μισθό που δεν θα τολμούσε καν να ονειρευτεί. «Αφού δεν πουλάς ούτε πεντακόσια φύλλα την ημέρα!», απόρησε. «Το ζήτημα, αγόρι μου, δεν είναι να πουλάς. Είναι να κρέμεσαι στα περίπτερα...», τον διαφώτισε ο νέος εργοδότης του.
Το ζήτημα ήταν πράγματι πολύ απλό. Μάζευες πληροφορίες -τρύπωνες στον κάδο με τα άπλυτα και στην ντουλάπα με τους σκελετούς- κι έπειτα έριχνες το δόλωμα: Πηχυαίοι τίτλοι με υπονοούμενα, προαναγγελίες συγκλονιστικών σκανδάλων, μισοτράβηγμα της κουρτίνας. Ο «πελάτης», κατά κανόνα, τσιμπούσε. Ερχόταν μόνος του σε επαφή με την εφημερίδα και έδινε ευχαρίστως όσα του ζητούσαν για να αποσιωπηθεί το θέμα. Ο «Ελληνισμός» τηρούσε τον λόγο του. Εφόσον έκλεινε η συμφωνία, τη σεβόταν. Τουλάχιστον για έξι μήνες. Εάν πάλι ο πελάτης το έπαιζε ζόρικος, ο «Ελληνισμός» δεν το ’χε σε τίποτα να δημοσιεύσει γυμνές φωτογραφίες, ενοχοποιητικά τιμολόγια, υποκλαπείσες συνομιλίες. Έτσι ανέβαζε άλλωστε και την κυκλοφορία του.
Το να σταδιοδρομήσεις ως εκβιαστής δεν είναι εύκολη δουλειά. Απαιτεί να προσέχεις τις πηγές σου σαν τα μάτια σου, να ξέρεις ακριβώς πού και πότε θα δράσεις, να διατηρείς την πρέπουσα σχέση με την αστυνομία. Οι περισσότεροι την έχουν κάποια στιγμή πατήσει. Έχουν πέσει στο λάκκο που σκάψανε, έχουν γίνει ασήκωτοι απ’ το ξύλο, έχουν νύχτα εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ο άνθρωπός μας όχι.
Επί τριανταπέντε σχεδόν χρόνια, διευρύνει σταθερά τον κύκλο των εργασιών του. Γνήσιο ταλέντο στα χτυπήματα πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι, σφουγγάρι σε ό,τι σχετικό με νέες μόδες και τεχνολογίες, μανούλα στο να εκθέτει τους άλλους και να φυλάει τον δικό του κώλο. Ευφραδέστατος από μικροφώνου, ικανός να βάλει μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης τα κλάματα ή να σκίσει τα ρούχα του από ιερή αγανάκτηση, γνωρίζει προπαντός σε ποιους απευθύνεται. «Ο λαουτζίκος τρία πράγματα ζητάει: Αίμα, στέμμα, σπέρμα», τον είχε διδάξει ο θετός πατέρας του. «Κι ένα απολαμβάνει πάνω από όλα: Την κατρακύλα των ισχυρών. Τον εξευτελισμό όσων τον είχαν μάθει να θαυμάζει ή να υπακούει…».
Όποτε θέτει κάποιον στο στόχαστρο, ο άνθρωπός μας δεν γνωρίζει έλεος. Τον διασύρει μέχρι αυτοκτονίας ή τον ξεπουπουλιάζει έως χρεοκοπίας. «Ας είχαν μεγαλώσει κι εκείνοι σε μια παράγκα πλάι στα γύφτικα και θα τους λυπόμουν», λέει όχι για να δικαιολογηθεί, μα για να δικαιωθεί.
Η ζωή του, κατά τα άλλα, πόρω απέχει από του μέσου εξηνταπεντάρη. Ντύνεται με αθλητικές φόρμες και νεανικότατα κοστούμια, βάφει το μαλλί κορακί, γκριζάρει κι ελαφρώς τους κροτάφους. Συναναστρέφεται με αρχηγούς κομμάτων, μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγαλοπαπάδες, τηρώντας πάντα μιαν απόσταση ασφαλείας, φροντίζοντας να μην κολλήσει το ψώνιο και την εξουσιομανία τους. Καταπίνει βιάγκρα και καβαλάει -έτσι το λέει- φωτομοντέλα, τραγουδιάρες, μα και καμιά τηλεφωνήτρια, άμα του γυαλίσει.
Ποτέ, ωστόσο, δεν έχει διανοηθεί να χωρίσει. Η δασκαλίτσα από τη Βέρροια είναι η παντοτινή κυρά του, την έχει θρονιασμένη στον οντά της χολυγουντιανής του έπαυλης πλάι στο κύμα, να τρώει με τις χούφτες κάσιους και να παρακολουθεί τούρκικα σίριαλ. Όσο για τα παιδιά του, μπορεί ο γιος να του βγήκε ανεπρόκοπος, να τον έβγαλε από το κολλέγιο και να του άνοιξε -γλιτώνοντάς τον στο τσακ απ’ τη φυλακή- ένα βενζινάδικο, η θυγατέρα ωστόσο διαπρέπει: Διδάκτωρ Ιστορίας σε γαλλικό πανεπιστήμιο, παντρεμένη με έναν Μαροκινό ζωγράφο, μάνα διδύμων. Αποφεύγει να έρχεται στην Ελλάδα, ίσως για να μην την πιάνει η μπόχα του πατρικού ονόματος. Όποτε όμως ο άνθρωπός μας ταξιδεύει στο Παρίσι, γευματίζουν μαζί σε μία μπρασερί στη Μονμάρτη. Μπροστά στα εγγόνια του, ο άνθρωπός μας φοράει πειστικότατα το προσωπείο του αγαθού Άι-Βασίλη. Για αυτό και η θυγατέρα του τον άφησε πέρυσι να τα συνοδέψει στη Γιουροντίζνεϊ.
Ο άνθρωπός μας δεν βασανίζεται από υπαρξιακές αγωνίες, ούτε σκοτίζεται απ’ την ελάχιστη καλλιτεχνική ευαισθησία. Δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο τα τελευταία σαράντα χρόνια, έχει να πάει κινηματογράφο από το 1980, ως μουσική καταλαβαίνει μονάχα τα μπουζούκια και τη ρυθμική υπόκρουση των εκπομπών του στο ραδιόφωνο.
Κάθε πρωί ξυπνάει αξημέρωτα, πέφτει με τις μεταξωτές πυζάμες του στα γόνατα και προσεύχεται στις εικόνες των Αγίων Ιωάννου και Πέτρου, που τους έχει ανακηρύξει από παιδί προστάτες του. «Μπάρμπα Γιάννη, μπάρμπα Πέτρο, να τη βγάλουμε κι εφέτο…», παρακαλάει μουρμουρίζοντας ένα παλιό ρεμπέτικο που έλεγε ο πατέρας του.
Βγαίνει ύστερα στον κήπο και ταϊζει τα τέσσερα λυκόσκυλά του. Έχει πάθος μαζί τους, όποτε πεθαίνει κάποιο το κλαίει γοερά, σκάβει μονάχος του ένα λάκκο στο γκαζόν, το κατεβάζει μέσα σε μαονένιο φερετράκι και τοποθετεί μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του. Το αντικαθιστά μετά από σαράντα μέρες με ένα νεογέννητο. Οι τάφοι των σκύλων σχηματίζουν έναν κύκλο. Στη διαθήκη του διατάζει τα εξής: «Να με κηδέψετε πλάι στους γονείς μου. Την ίδια, όμως, νύχτα να με πάρετε κρυφά από εκεί και να με θάψετε στον κήπο μου, ανάμεσα στους μόνους φίλους μου. Τα δόντια τους να με φυλάνε και τα χνώτα τους να με ζεσταίνουν…».
www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου