Εγώ οικονομολόγος δεν είμαι, ούτε καν παραοικονομολόγος –κατά το
παραψυχολόγος- ώστε να βγαίνω δημοσίως και να κάνω εμβριθείς περί spreads και
περί psi αναλύσεις. Έχω όμως φίλους και συνομιλητές, παιδιά της πιάτσας και της
αγοράς. Εκείνοι με διαβεβαιώνουν ότι η κρίση ξεκίνησε από τις αμερικάνικες
φούσκες των ακινήτων κι -αφού πυρπόλησε Ισλανδία και Ιρλανδία- εισήχθη στην
Ελλάδα, παρά τη διαβεβαίωση του τότε «τσάρου» Αλογοσκούφη ότι είμαστε «ελαφρά»
οικονομία και δεν κινδυνεύουμε. «Αν δηλαδή δεν είχε “σκάσει” η Αμερική, δεν
θα’χαμε κλατάρει εμείς;» ρωτάω. «Θεωρητικά θα μπορούσαμε να παρατείνουμε την
μπελ-επόκ μας μέχρι το 2020 περίπου» μου απαντούν. «Τότε μοιραία θα κατέρρεαν τα
ασφαλιστικά μας ταμεία…»
Μέχρι το 2020. Για έντεκα επιπλέον χρόνια! Για σκεφτείτε πώς θα ήταν –σε αυτήν την περίπτωση- σήμερα η Ελλάδα. Θα ζούσαμε ακόμα με μιαν αίσθηση κοινωνικής σιγουριάς και άρα ανεμελιάς. Ο ΓΑΠ θα είχε αποδειχθεί ένας συμπαθητικός πρωθυπουργός (αν έκανε και καμιά γκάφα πότε-πότε, εμείς θα τον συγχωρούσαμε, είτε από αγάπη προς τον πατέρα του είτε από θαυμασμό προς την σπορτίφ πολυπραγμοσύνη του) και θα διεκδικούσε με αξιώσεις την επανεκλογή του. Ο Σαμαράς θα φλέρταρε όχι με την ακροδεξιά αλλά με το κέντρο – θα περιστοιχιζόταν στις συγκεντρώσεις από καλλίπυγες Δαπίτισες κι όχι από βλοσυρούς υπερπατριώτες. Το ΚΚΕ θα έδινε μάχη επιβίωσης. Ο Τσίπρας θα λογιζόταν σαν μια ακίνδυνη χαριτωμενιά, με προνομιακό του ακροατήριο μονάχα τους μετέφηβους και τους πουρόκερς. Ο αντιρατσιστικός αγώνας μας θα δινόταν από πολύ ευνοϊκότερα μετερίζια. Ένας κόσμος που ευημερεί δεν υποκύπτει σε Χρυσές Αυγές. Οι ακροδεξιές του «ανησυχίες» θα καλύπτονταν μια χαρά από το Τηλεάστυ και τον Γεώργιο Καρατζαφέρη να αγορεύει ανάμεσα σε έναν Εσταυρωμένο από πολυέστερ και μια γύψινη προτομή του Μεγαλέξανδρου. Εάν δεν μας είχε χτυπήσει η κρίση, όλοι όσοι είναι –και δικαίως- σήμερα με τα μυαλά στα κάγκελα, που η αγανάκτηση τούς πολιτικοποίησε αιφνίδια μα η έλλειψη σχετικής παιδείας και πείρας τούς παρέσυρε στις πιο απλοϊκές και υστερικές απόψεις, θα συνέχιζαν να παθιάζονται με ό,τι είχαν συνηθίσει: Με το ποδόσφαιρο και με τα σήριαλ, με το αν χώρισε η Μενεγάκη ή αν θα παντρευτεί ο Ρέμος…
Εάν δεν μας είχε χτυπήσει η κρίση, θα έμοιαζαν όλοι ηπιότεροι, ανεκτικότεροι και θα ήταν σίγουρα πιο ευτυχείς. Από κάτω ωστόσο –κάτω από την «Πράσινη Αναπτύξη» και την «Ανοιχτή Διακυβέρνηση» του ΓΑΠ- η σήψη θα προχωρούσε: Οι πολιτευτές των κομμάτων εξουσίας, θα εξακολουθούσαν να ανταλλάσσουν βουλιμικά ρουσφέτια με ψήφους. Ο εσμός των κουστουμάκηδων με τα πούρα και τα Καγιέν θα επέμεναν να δηλώνουν «σύμβουλοι επιχειρήσεων» και να λειτουργούν στην πραγματικότητα ως μεσάζοντες ανάμεσα στους διεφθαρμένους εργολάβους και στο ακόμα πιο διεφθαρμένο κράτος. Λαθρόβια έντυπα θα ευημερούσαν χάρη στην κρατική διαφήμιση. Ο Σύριζα και το ΚΚΕ θα έκλειναν κάθε τόσο τα πανεπιστήμια με μοναδικό αίτημα να μην αλλάξει τίποτα. Τα «ατίθασα νιάτα» θα έχτιζαν καθηγητές μες στα γραφεία τους. Οι μεγαλοσυνδικαλιστές θα απολάμβαναν κάμποσες δωρεάν κρουαζιέρες, πριν αποστρατευθούν απ’τους εργατικούς αγώνες και πάρουν την άγουσα για το Κοινοβούλιο. Η Ελλάδα εν ολίγοις (για να το γράψω ακριβώς όπως το σκέφτομαι) θα ψωλαρμένιζε για καμιά δεκαετία ακόμα χωρίς πυξίδα, δίχως προορισμό…
Καλούμαστε μεθαύριο -τρία σχεδόν χρόνια μετά το εθνικό μας έμφραγμα- στις κάλπες. Έχουμε νωπή ακόμα την ανάμνηση της μπελ-επόκ. Νοιώθουμε καθημερινά στο πετσί μας το τι σημαίνει κοινωνική κατάρρευση, καλπάζουσα ανεργία, ακύρωση και των πιο στοιχειωδών βεβαιοτήτων. Κι όμως, εγώ δεν θα ψηφίσω οργισμένος με το σήμερα. Ούτε νοσταλγώντας το χθες.
Θα ψηφίσω με το νου στους Μικρασιάτες προγόνους μου, που υπέστησαν τη μέγιστη καταστροφή, που βρέθηκαν ξένοι σχεδόν σε ξένο τόπο και ξαναστάθηκαν γοργά στα πόδια τους και πρόκοψαν με μόνα εφόδια τα χέρια τους και το μυαλό τους.
Θα ψηφίσω με το νου στον παππού μου, που αντιμετώπισε τούς ταγματασφαλίτες εκτελεστές του οραματιζόμενος μιαν Αριστερά της συναίνεσης και της αγάπης κι όχι μια «Αριστερά» της εσωστρέφειας και του φθόνου.
Θα ψηφίσω με το νου στους γονείς μου που με έμαθαν ότι η αξιοπρέπεια δεν είναι, εν τέλει, ζήτημα χρημάτων αλλά ψυχικής συγκρότησης. Και ότι η ελεύθερη σκέψη δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μονότονα συνθήματα κι από κούφιες ευχές.
Και θα αφιερώσω την ψήφο μου στην κόρη μου. Της αξίζει να ζήσει σε έναν τόπο, που θα έχει απαλλαγεί επιτέλους από το σύμπλεγμα ανωτεροκατωτερότητας απέναντι στη λαμπρή Αρχαιότητα και στην προηγμένη Δύση. Σε μιαν ανοιχτή κοινωνία του ορθού λόγου, της αλληλεγγύης και μίας σχετικής τουλάχιστον αξιοκρατίας. Σε μιαν Ελλάδα, η οποία ούτε θα φοβάται ούτε θα μισεί. Που δεν θα προσκυνάει ιερά τέρατα και δεν θα ελπίζει σε από μηχανής θεούς. Σε μιαν Ελλάδα, δηλαδή, που θα έχει επανεφεύρει τον εαυτό της.
Μέχρι το 2020. Για έντεκα επιπλέον χρόνια! Για σκεφτείτε πώς θα ήταν –σε αυτήν την περίπτωση- σήμερα η Ελλάδα. Θα ζούσαμε ακόμα με μιαν αίσθηση κοινωνικής σιγουριάς και άρα ανεμελιάς. Ο ΓΑΠ θα είχε αποδειχθεί ένας συμπαθητικός πρωθυπουργός (αν έκανε και καμιά γκάφα πότε-πότε, εμείς θα τον συγχωρούσαμε, είτε από αγάπη προς τον πατέρα του είτε από θαυμασμό προς την σπορτίφ πολυπραγμοσύνη του) και θα διεκδικούσε με αξιώσεις την επανεκλογή του. Ο Σαμαράς θα φλέρταρε όχι με την ακροδεξιά αλλά με το κέντρο – θα περιστοιχιζόταν στις συγκεντρώσεις από καλλίπυγες Δαπίτισες κι όχι από βλοσυρούς υπερπατριώτες. Το ΚΚΕ θα έδινε μάχη επιβίωσης. Ο Τσίπρας θα λογιζόταν σαν μια ακίνδυνη χαριτωμενιά, με προνομιακό του ακροατήριο μονάχα τους μετέφηβους και τους πουρόκερς. Ο αντιρατσιστικός αγώνας μας θα δινόταν από πολύ ευνοϊκότερα μετερίζια. Ένας κόσμος που ευημερεί δεν υποκύπτει σε Χρυσές Αυγές. Οι ακροδεξιές του «ανησυχίες» θα καλύπτονταν μια χαρά από το Τηλεάστυ και τον Γεώργιο Καρατζαφέρη να αγορεύει ανάμεσα σε έναν Εσταυρωμένο από πολυέστερ και μια γύψινη προτομή του Μεγαλέξανδρου. Εάν δεν μας είχε χτυπήσει η κρίση, όλοι όσοι είναι –και δικαίως- σήμερα με τα μυαλά στα κάγκελα, που η αγανάκτηση τούς πολιτικοποίησε αιφνίδια μα η έλλειψη σχετικής παιδείας και πείρας τούς παρέσυρε στις πιο απλοϊκές και υστερικές απόψεις, θα συνέχιζαν να παθιάζονται με ό,τι είχαν συνηθίσει: Με το ποδόσφαιρο και με τα σήριαλ, με το αν χώρισε η Μενεγάκη ή αν θα παντρευτεί ο Ρέμος…
Εάν δεν μας είχε χτυπήσει η κρίση, θα έμοιαζαν όλοι ηπιότεροι, ανεκτικότεροι και θα ήταν σίγουρα πιο ευτυχείς. Από κάτω ωστόσο –κάτω από την «Πράσινη Αναπτύξη» και την «Ανοιχτή Διακυβέρνηση» του ΓΑΠ- η σήψη θα προχωρούσε: Οι πολιτευτές των κομμάτων εξουσίας, θα εξακολουθούσαν να ανταλλάσσουν βουλιμικά ρουσφέτια με ψήφους. Ο εσμός των κουστουμάκηδων με τα πούρα και τα Καγιέν θα επέμεναν να δηλώνουν «σύμβουλοι επιχειρήσεων» και να λειτουργούν στην πραγματικότητα ως μεσάζοντες ανάμεσα στους διεφθαρμένους εργολάβους και στο ακόμα πιο διεφθαρμένο κράτος. Λαθρόβια έντυπα θα ευημερούσαν χάρη στην κρατική διαφήμιση. Ο Σύριζα και το ΚΚΕ θα έκλειναν κάθε τόσο τα πανεπιστήμια με μοναδικό αίτημα να μην αλλάξει τίποτα. Τα «ατίθασα νιάτα» θα έχτιζαν καθηγητές μες στα γραφεία τους. Οι μεγαλοσυνδικαλιστές θα απολάμβαναν κάμποσες δωρεάν κρουαζιέρες, πριν αποστρατευθούν απ’τους εργατικούς αγώνες και πάρουν την άγουσα για το Κοινοβούλιο. Η Ελλάδα εν ολίγοις (για να το γράψω ακριβώς όπως το σκέφτομαι) θα ψωλαρμένιζε για καμιά δεκαετία ακόμα χωρίς πυξίδα, δίχως προορισμό…
Καλούμαστε μεθαύριο -τρία σχεδόν χρόνια μετά το εθνικό μας έμφραγμα- στις κάλπες. Έχουμε νωπή ακόμα την ανάμνηση της μπελ-επόκ. Νοιώθουμε καθημερινά στο πετσί μας το τι σημαίνει κοινωνική κατάρρευση, καλπάζουσα ανεργία, ακύρωση και των πιο στοιχειωδών βεβαιοτήτων. Κι όμως, εγώ δεν θα ψηφίσω οργισμένος με το σήμερα. Ούτε νοσταλγώντας το χθες.
Θα ψηφίσω με το νου στους Μικρασιάτες προγόνους μου, που υπέστησαν τη μέγιστη καταστροφή, που βρέθηκαν ξένοι σχεδόν σε ξένο τόπο και ξαναστάθηκαν γοργά στα πόδια τους και πρόκοψαν με μόνα εφόδια τα χέρια τους και το μυαλό τους.
Θα ψηφίσω με το νου στον παππού μου, που αντιμετώπισε τούς ταγματασφαλίτες εκτελεστές του οραματιζόμενος μιαν Αριστερά της συναίνεσης και της αγάπης κι όχι μια «Αριστερά» της εσωστρέφειας και του φθόνου.
Θα ψηφίσω με το νου στους γονείς μου που με έμαθαν ότι η αξιοπρέπεια δεν είναι, εν τέλει, ζήτημα χρημάτων αλλά ψυχικής συγκρότησης. Και ότι η ελεύθερη σκέψη δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μονότονα συνθήματα κι από κούφιες ευχές.
Και θα αφιερώσω την ψήφο μου στην κόρη μου. Της αξίζει να ζήσει σε έναν τόπο, που θα έχει απαλλαγεί επιτέλους από το σύμπλεγμα ανωτεροκατωτερότητας απέναντι στη λαμπρή Αρχαιότητα και στην προηγμένη Δύση. Σε μιαν ανοιχτή κοινωνία του ορθού λόγου, της αλληλεγγύης και μίας σχετικής τουλάχιστον αξιοκρατίας. Σε μιαν Ελλάδα, η οποία ούτε θα φοβάται ούτε θα μισεί. Που δεν θα προσκυνάει ιερά τέρατα και δεν θα ελπίζει σε από μηχανής θεούς. Σε μιαν Ελλάδα, δηλαδή, που θα έχει επανεφεύρει τον εαυτό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου