Του Νίκου Ξυδάκη (Καθημερινή 13-6-2010)
Η κρίση που διατρέχει τον Συνασπισμό της Αριστεράς συμπυκνώνει εν πολλοίς την κρίση που διατρέχει όλο το πολιτικό σύστημα σήμερα. Η διάσπαση που συνέβη στο πρόσφατο συνέδριο του Συνασπισμού δείχνει καταρχάς την κρίση ταυτότητας, την αδυναμία του να παραγάγει πρωτεγενώς πολιτική και να αφουγκραστεί την κοινωνία, ακόμη και τα μέλη του, αλλά και τις ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις στο σώμα του, τον κερματισμό των δυνάμεών του.
Ο Συνασπισμός, στην αδυναμία του να έχει μια σαφή, διακριτή φυσιογνωμία και ένα συνεκτικό σχέδιο απαντήσεων στα ερωτήματα της ελληνικής κοινωνίας, έφτασε να θεσμοθετήσει τις τάσεις στο εσωτερικό του εν ονόματι του θεμιτού πλουραλισμού και να προβάλει την αδυναμία σύνθεσης ως δημοκρατική αρετή. Η αδυναμία αποσαφήνισης και συνοχής δεν έχει μόνο ιδεολογικές και γενεαλογικές αιτίες· σε μεγάλο βαθμό, ο κερματισμός του ΣΥΝ οφείλεται στη λυσσαλέα και ασίγαστη σύγκρουση των ομάδων για την επικράτησή τους, για την κυριαρχία, και στον διαρκή αγώνα των στελεχών του μηχανισμού για αυτοαναπαραγωγή τους.
Οι στιγμές κρίσης επέδρασαν καταλυτικά πάνω στον εύθραυστο Συνασπισμό, έδειξαν ακριβώς το έλλειμμα ιδεολογίας και πολιτικής μεθόδου, έδειξαν την παθολογική εσωστρέφειά του και την απώλεια αίσθησης του πραγματικού. Το πρώτο ρήγμα το προκάλεσε ο Δεκέμβρης ’08, αλλά τη θραύση την έφερε η μεγάλη οικονομική κρίση. Και στις δύο στιγμές ο πολυτασικός, εσωστρεφής, ενδοανταγωνιστικός ΣΥΝ δεν βρέθηκε σε θέση να απαντήσει στις προκλήσεις, να απευθυνθεί στην κοινωνία συνολικά και να προτείνει μια καθολική αφήγηση. Φυσικό: ο πολυκερματισμένος και απύρηνος αδυνατεί να αξιώσει τη σύνθεση και την καθολικότητα.
Είναι παράδοξο, αλλά έτσι συνέβη: όταν η πολυαναμενόμενη κρίση του καπιταλισμού έφτασε, και μάλιστα εξαιρετικά σφοδρή, η Αριστερά βρέθηκε ανέτοιμη και ομφαλοσκοπούσα, χωρίς εργαλεία, χωρίς αντανακλαστικά. Δεν μπόρεσε καν να καρπωθεί τη διάχυτη αμυντική ριζοσπαστικοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού.
Μια ομάδα εντός του ΣΥΝ αντελήφθη τις κρίσεις σαν ευκαιρίες για επίδειξη τακτικής ετοιμότητας, σαν πεδίο άγρας οπαδών, ευκαιρία να εκφράσει ο ΣΥΝ προνομιακά τη δυναμική των ταραγμένων υποκειμένων. Χωρίς όμως ανάλυση, χωρίς στρατηγική, χωρίς καν να αντιλαμβάνεται ότι τα νέα υποκείμενα του δύσθυμου 2007 και του φλεγόμενου 2008 θεωρούσαν εν πολλοίς και τον ίδιο τον ΣΥΝ μέρος της κρίσης, μέρος του παλιού κόσμου. Το καινοφανές, μηδενιστικό, υπαρξιακό «μη αίτημα» του Δεκέμβρη δεν μπορούσε να συναντηθεί με τον πατερναλισμό ή τον αμήχανο οπορτουνισμό αυτής της Αριστεράς.
Μια άλλη ομάδα, αυτή που αποχώρησε τελικά, θεώρησε τον Δεκέμβρη καθαρό μπάχαλο χωρίς πολιτικό ή κοινωνικό περιεχόμενο· δεν είχε τη διάθεση, αλλά ούτε τα εργαλεία, να προσεγγίσει την έκρηξη οργής και βίας ούτε καν για οπαδοθηρία.
Υπό την αφόρητη πίεση της δύσκολης πραγματικότητας, οι τάσεις εντός του ΣΥΝ συσπειρώθηκαν βάσει γενεαλογίας· θυμήθηκαν οι μεν την ευγενή καταγωγή εκ του ΚΚΕ-εσωτ. και της ΕΑΡ, οι δε την αριστερή καταγωγή εκ του ΚΚΕ, εκ του βολονταριστικά ενιαίου Συνασπισμού του ’89-’90, και εκ των κινημάτων. Οι ανανεωτές θυμήθηκαν τον ευρωπαϊσμό τους, οι άλλοι θυμήθηκαν τον αντικαπιταλισμό τους. Και οι δύο όμως, όταν εξερράγη η μεγάλη κρίση, δεν είχαν να πουν τίποτε.
Ενώπιον της κρίσης, και οι δύο τάσεις βρέθηκαν ανέτοιμες· ο τρεϊντγιουνισμός, ο ευρωσκεπτικισμός, η πλειοδοσία σε αιτήματα, η διαρκής καταγγελία δεν συνιστούν πλατφόρμα, δεν φτιάχνουν ατζέντα. Πώς απαντάς στο μνημόνιο της τρόικας και τον επαχθή δανεισμό; Πώς αποφεύγεις την ύφεση; Πώς χειρίζεσαι το εκρηκτικό χρέος; Πώς αμφισβητείς τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όταν την έχεις υπερψηφίσει; Παρότι ορισμένοι αριστεροί οικονομολόγοι έσπευσαν να αναλύσουν και να προτείνουν, με τόλμη αλλά και υπευθυνότητα, ο ΣΥΝ δεν μπόρεσε ούτε αυτούς να συναρθρώσει σε ολοκληρωμένο λόγο. Αφλογιστία.
Πολύ περισσότερο οι ανανεωτές: αυτοί ουσιαστικά σιώπησαν, δεν είπαν τίποτε ουσιώδες για την κρίση, εγκλωβισμένοι σε έναν απολιθωμένο ευρωπαϊσμό του ’70-’80, ο οποίος σήμερα βάλλεται πανταχόθεν. Αντιθέτως, η πολιτική τους ζωτικότητα εξαντλήθηκε σε έναν ιδιότυπο Ανένδοτο για επιβολή της μειοψηφούσας άποψής τους, που έφτασε στα όρια του εκβιασμού: ή διαλύετε τον ΣΥΡΙΖΑ ή αποχωρούμε. Αποχώρησαν. Ωστόσο, κανείς δεν έχει καταλάβει ποια είναι η ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας και η σημερινή πλατφόρμα αυτής της ομάδας των media darlings, που αποσκιρτά κατηγορώντας τους άλλους για αριστερισμό και αντιευρωπαϊσμό. Η αποσκίρτηση των ανανεωτών τροφοδοτείται από πληγωμένο ναρκισσισμό, από ξεθυμασμένη αλαζονεία, από νοοτροπία νομενκλατούρας, χωρίς όμως καμία υλική προϋπόθεση: ηλικιακά και ποσοτικά οι ανανεωτές συνιστούν όμιλο στελεχών, όχι κόμμα. Η δε ατζέντα τους θα μπορούσε κάλλιστα να υλοποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου.
Στο εγγύς μέλλον, σε κλίμα πόλωσης και συγκρούσεων, οι ανανεωτές δεν θα βρουν χώρο στην πολιτική αρένα· θα εξατμιστούν ή θα απορροφηθούν από το ΠΑΣΟΚ. Οι Οικολόγοι με το ισχυρό brand name, αν διαθέτουν ένστικτο αυτοσυντήρησης, δεν θα δεχτούν εκλογική συνεργασία, διότι οι ανανεωτές με τη στελεχική και κομματική τους εμπειρία θα αλώσουν εν μια νυκτί τους ερασιτέχνες Πράσινους.
Ο Συνασπισμός έχει μόνο μια επιλογή επιβίωσης: να καταλάβει μια θέση στα αριστερά του φάσματος καρπωνόμενος τη ριζοσπαστικοποίηση και την απόγνωση των συνθλιβόμενων μεσοστρωμάτων. Αν δεν το καταφέρει, θα συρρικνωθεί στο όριο-θρίλερ του 3% ή και παρακάτω. Σε κάθε περίπτωση, οι περιφερειακές εκλογές του Νοεμβρίου (ή οι αιφνίδιες εθνικές) θα είναι κρίσιμη (ή και αποφασιστική) δοκιμασία για την εκτός ΚΚΕ αριστερά. Οπως άλλωστε και για το ΠΑΣΟΚ, τη Ν.Δ. και το ΚΚΕ. Για όλους.
Κυριακή 13 Ιουνίου 2010
Σηματοδότης του κενού στα αριστερά
Γιάννης Βούλγαρης (ΤΑ ΝΕΑ 12-6-2010)
Η διάσπαση του Συνασπισμού ήταν η καθυστερημένη φυσική κατάληξη μιας παρατεταμένης αφύσικης συνύπαρξης δύο διαφορετικών πολιτικών νοοτροπιών κάτω από την ίδια στέγη. Η μετάλλαξη του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν μετακομμουνιστικό χώρο «διαμαρτυρίας» χωρίς όρια στον αριστερισμό, εσχάτως μάλιστα ούτε και στη βία, οδήγησε στην έξοδο την τάση των Ανανεωτικών.
Το επόμενο ματς θα παιχτεί στην έδρα του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των κ.κ. Τσίπρα και Αλαβάνου. Η έκβαση του συγκεκριμένου αγώνα δεν είναι ακόμα σαφής, αλλά η εξέλιξη του πρωταθλήματος είναι. Το παρελθόν προδιαγράφει την πολιτική «εικόνα» του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στο προσεχές μέλλον. Ενα κόμμα που θα μετεωρίζεται μεταξύ της παλαιοκομμουνιστικής δογματικής κουλτούρας και του κινηματικού «νεοαναρχισμού». Οπως εξάλλου συμβαίνει στα μικρά κόμματα που δεν «αναμειγνύονται» σε ζητήματα διακυβέρνησης της χώρας, οι μάχες μηχανισμών θα υπεριδεολογικοποιούνται, οι μικροί ναρκισσισμοί των τάσεων και των ηγετών θα φουσκώνουν, με αποτέλεσμα τις περιοδικές εκρήξεις και διασπάσεις. Κανέναν δεν θα εκπλήξει μια τέτοια εξέλιξη στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Κόμμα έκτακτης ανάγκης
Αντιθέτως, η εξέλιξη της τάσης των Ανανεωτικών είναι λιγότερο προβλέψιμη και ως εκ τούτου πιο ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα συγκροτήσουν νέο κόμμα κάνοντας άνοιγμα και στους Οικολόγους Πράσινους, με την ελπίδα ότι οι τελευταίοι θα καταλάβουν πως η εθνική κρίση, καλώς ή κακώς, υποβαθμίζει τις οικολογικές αγωνίες των πολιτών. Στελέχη της Ανανεωτικής Αριστεράς υποστήριξαν ότι επειδή το ΠΑΣΟΚ έχει κινηθεί πολύ στα δεξιά υιοθετώντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ πολύ στα αριστερά οπισθοδρομώντας σε μια «νεοκομμουνιστική» εκδοχή, υπάρχει πολιτικό κενό για το νέο κόμμα. Η επιχειρηματολογία είναι λανθασμένη. Πρώτον, γιατί αν το κενό όντως υπήρχε, θα ήταν τόσο μεγάλο ώστε ένα μικρό κόμμα απλώς θα έπεφτε στο πολιτικό βάραθρο, χωρίς να πείθει ότι μπορεί να το καλύψει. Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ δεν διεκπεραιώνει μια νεοφιλελεύθερη πολιτική αλλά μια πολιτική ειδικών συνθηκών, μια πολιτική εθνικής αναγκαιότητας, από την οποία εξαρτάται η τύχη της Ελλάδας για δυο - τρεις γενιές. Αυτή η πραγματικότητα δεν περιγράφεται ούτε χαρακτηρίζεται πλέον με τρέχοντες όρους ΑριστεράςΔεξιάς, αλλά με όρους έκτακτης εθνικής ανάγκης. Η κοινωνία το καταλαβαίνει καλύτερα από τα κόμματα, αφού ο κ. Σαμαράς παρότι γνωρίζει καλά την αναγκαιότητα αφήνει μόνο του το ΠΑΣΟΚ να τη διεκπεραιώσει ελπίζοντας να εισπράξει τη φθορά, ενώ το ΚΚΕ και ο κ. Αλαβάνος (αν καταλάβαμε καλά) θέλουν να δώσουν ένα χεράκι βοήθειας να χρεοκοπήσει η χώρα ώστε να «συνειδητοποιηθούν πολιτικά» οι εργαζόμενοι. Επιπλέον, το μισό ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να έχει επίγνωση της κατάστασης, εξ ου και η απελπιστική ανεπάρκεια πλήθους υπουργών. Στην πραγματικότητα, τα παγιωμένα παραδοσιακά κόμματα εξακολουθούν να λειτουργούν με βάση τα στερεότυπά τους, τη ρουτίνα τους και τα μικροσυμφέροντά τους. Σε αυτή τη βάση της συνέχειας και της ρουτίνας, δεν υπάρχει ουσιώδες πολιτικό κενό, τα παγιωμένα κόμματα καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα και πλεονεκτούν λόγω των ιστορικών δεσμών με τους εκλογείς τους.
Χώρος υπάρχει και θα υπάρξει μόνο αν εμφανιστούν κόμματα «ασυνέχειας», κόμματα που θα εκφράσουν τις συνθήκες έκτακτης εθνικής ανάγκης, θα αυτοεκτεθούν στις ανατροπές των στερεότυπων που η εθνική κρίση έχει προκαλέσει ήδη, θα μεταδώσουν τη δυναμική της νέας κατάστασης. Αν υπάρχει μια πρόσφατη ιστορική παραλληλία, είναι ασφαλώς εκείνη της Μεταπολίτευσης όταν το αντίστοιχο διακύβευμα ήταν η οικοδόμηση των νέων δημοκρατικών θεσμών σε συνθήκες αστάθειας και απροσδιοριστίας.
Το παράδοξο
Το κλίμα όμως τώρα είναι ιδιαίτερα δυσμενές για την εμφάνιση νέων κομμάτων, δεδομένης της δυσπιστίας των πολιτών. Οποιο κόμμα και αν εμφανιστεί σήμερα στο πολιτικό σκηνικό, θα πρέπει, εκτός από κόμμα που ενστερνίζεται τις συνθήκες έκτακτης εθνικής ανάγκης, να είναι ταυτόχρονα και ένα παράδοξο είδος «μη κόμματος», δηλαδή θα πρέπει να απεμπολήσει τα γνώριμα χαρακτηριστικά με τα οποία οι πολίτες έχουν ταυτίσει τα κόμματα, κάνοντάς τους να «βγάζουν σπυράκια» (π.χ., κραυγαλέα προσωπική και μικροκομματική ιδιοτέλεια που πλασάρεται με έναν υποκριτικά ανιδιοτελή λόγο). Ενα κόμμα «έκτακτης ανάγκης» μπορεί ακόμα να αποδεχθεί την ενδεχόμενη προσωρινότητά του, καθιστώντας την στοιχείο της «εικόνας» του και πλεονέκτημα για την απελευθέρωση του λόγου του. Πιθανόν αυτό να αποδειχθεί πιο πειστικό από το να εμφανιστεί π.χ. άλλο ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς, το οποίο θα θεωρεί τον εαυτό του πυρήνα μιας μελλοντικής μεγάλης στρατιάς προς τον σοσιαλισμό ή όπου αλλού.
Οι πολιτικές συντεταγμένες ενός ενδεχόμενου νέου φορέα Ανανεωτικής Αριστεράς συνάγονται από τα προηγούμενα. Οχι χρεοκοπία της Ελλάδας. Ανανέωση, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος. Μετασχηματισμός του ελληνικού οικονομικοκοινωνικού μοντέλου κατά την παρούσα κρίση και μέσω αυτής. Αριστερός ευρωπαϊσμός με αιχμή την εμβάθυνση της οικονομικής διακυβέρνησης ώστε να ανατραπούν οι γενικευμένες εθνικές πολιτικές λιτότητας και να γίνει εφικτή η συντονισμένη αναπτυξιακή πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται ασφαλώς για ένα πολιτικό πλαίσιο εξαιρετικά άβολο για ένα αριστερό κόμμα, καθώς αντιφάσκει με τα στερεότυπα που επικράτησαν στην Αριστερά κατά την ύστερη Μεταπολίτευση. Ουσιαστικά, σημαίνει: Να αποδεχθεί την αναγκαιότητα των σκληρών μέτρων για την αποφυγή της χρεοκοπίας (με αντίβαρο έστω μια «λελογισμένη δημαγωγία»). Να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια μεταρρυθμίσεων που υπάρχουν στο Πρόγραμμα Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης προτάσσοντας τα συμφέροντα και τις ανάγκες των πιο επισφαλών κοινωνικών ομάδων και ιδίως των νέων γενεών, που κινδυνεύουν όχι μόνο από τον «νεοφιλελευθερισμό» αλλά και από την ισχύ των εξασφαλισμένων ανώτερων- μεσαίων στρωμάτων, χάρη στην οποία ισχύ μετακυλίουν τις παθογένειες του οικονομικοκοινωνικού μοντέλου στην υπόλοιπη κοινωνία. Να αξιοποιήσει τις αναζητήσεις της σύγχρονης Αριστεράς για την επιβολή νέων θεσμών ρύθμισης της οικονομίας και της κοινωνίας που θα αντιστοιχούν στις νέες συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της προωθημένης εξατομίκευσης.
Αυτοκριτική
Το δεύτερο παράδοξο είναι ότι ένα τόσο δύσκολο και άβολο «πρόγραμμα» γίνεται πειστικότερο αν περιλάβει μια αυτοκριτική της Αριστεράς για το μερτικό των ευθυνών της στη χρεοκοπία της χώρας. Στην πραγματικότητα, δεν θα πρόκειται για αυτοκριτική αλλά για νέα αυτογνωσία. Πώς και γιατί η «Αριστερά της θυσίας» εξελίχθηκε στην οικονομίστικη Αριστερά των επιδομάτων, της επιβράβευσης της παραβατικότητας και της κατάχρησης του δημόσιου χώρου; Πώς εξελίχθηκε στην «αγωνιστική» αιχμή του ατομισμού και του συντεχνιασμού που κατέκλυσε την Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης οδηγώντας την στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη χρεοκοπία; Γιατί είναι αριστερή πολιτική απασχόλησης να αγωνίζεσαι να νομιμοποιήσεις τους συμβασιούχους του Δημοσίου που διόρισε το ΠΑΣΟΚ και θέλει να απολύσει η Ν.Δ. και ύστερα τους συμβασιούχους της Ν.Δ. που θέλει να απολύσει το ΠΑΣΟΚ; Δεν υπάρχει μια αριστερή πρόταση παραγωγικότερης απασχόλησης για τις νέες γενιές; Στην ουσία, όλα αυτά δεν συνιστούν μόνο μια στενή εθνική αυτοκριτική της Αριστεράς. Εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης που αναρωτιέται για την αθέλητη συμβολή του αριστερού οικονομισμού στην εμπέδωση της μετανεωτερικής ναρκισσιστικής καταναλωτικής κουλτούρας η οποία δεσπόζει στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Μεγάλα ζητήματα, δυσανάλογα για μικρές κομματικές δυνάμεις. Ισως όμως η ενδεχόμενη εμφάνιση ενός νέου φορέα της Ανανεωτικής Αριστεράς να έχει περισσότερο χρησιμότητα ως σηματοδότης ενός κενού σύγχρονης Αριστεράς, παρά στην πλήρωσή του. Ιδίως στην Ελλάδα, που όλοι ακολουθούμε το γνωστό καλαμπούρι του Γούντι Αλεν: «Εχω μια καλή απάντηση, έχει κανείς μια καλή ερώτηση;».
Η διάσπαση του Συνασπισμού ήταν η καθυστερημένη φυσική κατάληξη μιας παρατεταμένης αφύσικης συνύπαρξης δύο διαφορετικών πολιτικών νοοτροπιών κάτω από την ίδια στέγη. Η μετάλλαξη του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν μετακομμουνιστικό χώρο «διαμαρτυρίας» χωρίς όρια στον αριστερισμό, εσχάτως μάλιστα ούτε και στη βία, οδήγησε στην έξοδο την τάση των Ανανεωτικών.
Το επόμενο ματς θα παιχτεί στην έδρα του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των κ.κ. Τσίπρα και Αλαβάνου. Η έκβαση του συγκεκριμένου αγώνα δεν είναι ακόμα σαφής, αλλά η εξέλιξη του πρωταθλήματος είναι. Το παρελθόν προδιαγράφει την πολιτική «εικόνα» του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στο προσεχές μέλλον. Ενα κόμμα που θα μετεωρίζεται μεταξύ της παλαιοκομμουνιστικής δογματικής κουλτούρας και του κινηματικού «νεοαναρχισμού». Οπως εξάλλου συμβαίνει στα μικρά κόμματα που δεν «αναμειγνύονται» σε ζητήματα διακυβέρνησης της χώρας, οι μάχες μηχανισμών θα υπεριδεολογικοποιούνται, οι μικροί ναρκισσισμοί των τάσεων και των ηγετών θα φουσκώνουν, με αποτέλεσμα τις περιοδικές εκρήξεις και διασπάσεις. Κανέναν δεν θα εκπλήξει μια τέτοια εξέλιξη στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Κόμμα έκτακτης ανάγκης
Αντιθέτως, η εξέλιξη της τάσης των Ανανεωτικών είναι λιγότερο προβλέψιμη και ως εκ τούτου πιο ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα συγκροτήσουν νέο κόμμα κάνοντας άνοιγμα και στους Οικολόγους Πράσινους, με την ελπίδα ότι οι τελευταίοι θα καταλάβουν πως η εθνική κρίση, καλώς ή κακώς, υποβαθμίζει τις οικολογικές αγωνίες των πολιτών. Στελέχη της Ανανεωτικής Αριστεράς υποστήριξαν ότι επειδή το ΠΑΣΟΚ έχει κινηθεί πολύ στα δεξιά υιοθετώντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ πολύ στα αριστερά οπισθοδρομώντας σε μια «νεοκομμουνιστική» εκδοχή, υπάρχει πολιτικό κενό για το νέο κόμμα. Η επιχειρηματολογία είναι λανθασμένη. Πρώτον, γιατί αν το κενό όντως υπήρχε, θα ήταν τόσο μεγάλο ώστε ένα μικρό κόμμα απλώς θα έπεφτε στο πολιτικό βάραθρο, χωρίς να πείθει ότι μπορεί να το καλύψει. Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ δεν διεκπεραιώνει μια νεοφιλελεύθερη πολιτική αλλά μια πολιτική ειδικών συνθηκών, μια πολιτική εθνικής αναγκαιότητας, από την οποία εξαρτάται η τύχη της Ελλάδας για δυο - τρεις γενιές. Αυτή η πραγματικότητα δεν περιγράφεται ούτε χαρακτηρίζεται πλέον με τρέχοντες όρους ΑριστεράςΔεξιάς, αλλά με όρους έκτακτης εθνικής ανάγκης. Η κοινωνία το καταλαβαίνει καλύτερα από τα κόμματα, αφού ο κ. Σαμαράς παρότι γνωρίζει καλά την αναγκαιότητα αφήνει μόνο του το ΠΑΣΟΚ να τη διεκπεραιώσει ελπίζοντας να εισπράξει τη φθορά, ενώ το ΚΚΕ και ο κ. Αλαβάνος (αν καταλάβαμε καλά) θέλουν να δώσουν ένα χεράκι βοήθειας να χρεοκοπήσει η χώρα ώστε να «συνειδητοποιηθούν πολιτικά» οι εργαζόμενοι. Επιπλέον, το μισό ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να έχει επίγνωση της κατάστασης, εξ ου και η απελπιστική ανεπάρκεια πλήθους υπουργών. Στην πραγματικότητα, τα παγιωμένα παραδοσιακά κόμματα εξακολουθούν να λειτουργούν με βάση τα στερεότυπά τους, τη ρουτίνα τους και τα μικροσυμφέροντά τους. Σε αυτή τη βάση της συνέχειας και της ρουτίνας, δεν υπάρχει ουσιώδες πολιτικό κενό, τα παγιωμένα κόμματα καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα και πλεονεκτούν λόγω των ιστορικών δεσμών με τους εκλογείς τους.
Χώρος υπάρχει και θα υπάρξει μόνο αν εμφανιστούν κόμματα «ασυνέχειας», κόμματα που θα εκφράσουν τις συνθήκες έκτακτης εθνικής ανάγκης, θα αυτοεκτεθούν στις ανατροπές των στερεότυπων που η εθνική κρίση έχει προκαλέσει ήδη, θα μεταδώσουν τη δυναμική της νέας κατάστασης. Αν υπάρχει μια πρόσφατη ιστορική παραλληλία, είναι ασφαλώς εκείνη της Μεταπολίτευσης όταν το αντίστοιχο διακύβευμα ήταν η οικοδόμηση των νέων δημοκρατικών θεσμών σε συνθήκες αστάθειας και απροσδιοριστίας.
Το παράδοξο
Το κλίμα όμως τώρα είναι ιδιαίτερα δυσμενές για την εμφάνιση νέων κομμάτων, δεδομένης της δυσπιστίας των πολιτών. Οποιο κόμμα και αν εμφανιστεί σήμερα στο πολιτικό σκηνικό, θα πρέπει, εκτός από κόμμα που ενστερνίζεται τις συνθήκες έκτακτης εθνικής ανάγκης, να είναι ταυτόχρονα και ένα παράδοξο είδος «μη κόμματος», δηλαδή θα πρέπει να απεμπολήσει τα γνώριμα χαρακτηριστικά με τα οποία οι πολίτες έχουν ταυτίσει τα κόμματα, κάνοντάς τους να «βγάζουν σπυράκια» (π.χ., κραυγαλέα προσωπική και μικροκομματική ιδιοτέλεια που πλασάρεται με έναν υποκριτικά ανιδιοτελή λόγο). Ενα κόμμα «έκτακτης ανάγκης» μπορεί ακόμα να αποδεχθεί την ενδεχόμενη προσωρινότητά του, καθιστώντας την στοιχείο της «εικόνας» του και πλεονέκτημα για την απελευθέρωση του λόγου του. Πιθανόν αυτό να αποδειχθεί πιο πειστικό από το να εμφανιστεί π.χ. άλλο ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς, το οποίο θα θεωρεί τον εαυτό του πυρήνα μιας μελλοντικής μεγάλης στρατιάς προς τον σοσιαλισμό ή όπου αλλού.
Οι πολιτικές συντεταγμένες ενός ενδεχόμενου νέου φορέα Ανανεωτικής Αριστεράς συνάγονται από τα προηγούμενα. Οχι χρεοκοπία της Ελλάδας. Ανανέωση, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος. Μετασχηματισμός του ελληνικού οικονομικοκοινωνικού μοντέλου κατά την παρούσα κρίση και μέσω αυτής. Αριστερός ευρωπαϊσμός με αιχμή την εμβάθυνση της οικονομικής διακυβέρνησης ώστε να ανατραπούν οι γενικευμένες εθνικές πολιτικές λιτότητας και να γίνει εφικτή η συντονισμένη αναπτυξιακή πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται ασφαλώς για ένα πολιτικό πλαίσιο εξαιρετικά άβολο για ένα αριστερό κόμμα, καθώς αντιφάσκει με τα στερεότυπα που επικράτησαν στην Αριστερά κατά την ύστερη Μεταπολίτευση. Ουσιαστικά, σημαίνει: Να αποδεχθεί την αναγκαιότητα των σκληρών μέτρων για την αποφυγή της χρεοκοπίας (με αντίβαρο έστω μια «λελογισμένη δημαγωγία»). Να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια μεταρρυθμίσεων που υπάρχουν στο Πρόγραμμα Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης προτάσσοντας τα συμφέροντα και τις ανάγκες των πιο επισφαλών κοινωνικών ομάδων και ιδίως των νέων γενεών, που κινδυνεύουν όχι μόνο από τον «νεοφιλελευθερισμό» αλλά και από την ισχύ των εξασφαλισμένων ανώτερων- μεσαίων στρωμάτων, χάρη στην οποία ισχύ μετακυλίουν τις παθογένειες του οικονομικοκοινωνικού μοντέλου στην υπόλοιπη κοινωνία. Να αξιοποιήσει τις αναζητήσεις της σύγχρονης Αριστεράς για την επιβολή νέων θεσμών ρύθμισης της οικονομίας και της κοινωνίας που θα αντιστοιχούν στις νέες συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της προωθημένης εξατομίκευσης.
Αυτοκριτική
Το δεύτερο παράδοξο είναι ότι ένα τόσο δύσκολο και άβολο «πρόγραμμα» γίνεται πειστικότερο αν περιλάβει μια αυτοκριτική της Αριστεράς για το μερτικό των ευθυνών της στη χρεοκοπία της χώρας. Στην πραγματικότητα, δεν θα πρόκειται για αυτοκριτική αλλά για νέα αυτογνωσία. Πώς και γιατί η «Αριστερά της θυσίας» εξελίχθηκε στην οικονομίστικη Αριστερά των επιδομάτων, της επιβράβευσης της παραβατικότητας και της κατάχρησης του δημόσιου χώρου; Πώς εξελίχθηκε στην «αγωνιστική» αιχμή του ατομισμού και του συντεχνιασμού που κατέκλυσε την Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης οδηγώντας την στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη χρεοκοπία; Γιατί είναι αριστερή πολιτική απασχόλησης να αγωνίζεσαι να νομιμοποιήσεις τους συμβασιούχους του Δημοσίου που διόρισε το ΠΑΣΟΚ και θέλει να απολύσει η Ν.Δ. και ύστερα τους συμβασιούχους της Ν.Δ. που θέλει να απολύσει το ΠΑΣΟΚ; Δεν υπάρχει μια αριστερή πρόταση παραγωγικότερης απασχόλησης για τις νέες γενιές; Στην ουσία, όλα αυτά δεν συνιστούν μόνο μια στενή εθνική αυτοκριτική της Αριστεράς. Εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης που αναρωτιέται για την αθέλητη συμβολή του αριστερού οικονομισμού στην εμπέδωση της μετανεωτερικής ναρκισσιστικής καταναλωτικής κουλτούρας η οποία δεσπόζει στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Μεγάλα ζητήματα, δυσανάλογα για μικρές κομματικές δυνάμεις. Ισως όμως η ενδεχόμενη εμφάνιση ενός νέου φορέα της Ανανεωτικής Αριστεράς να έχει περισσότερο χρησιμότητα ως σηματοδότης ενός κενού σύγχρονης Αριστεράς, παρά στην πλήρωσή του. Ιδίως στην Ελλάδα, που όλοι ακολουθούμε το γνωστό καλαμπούρι του Γούντι Αλεν: «Εχω μια καλή απάντηση, έχει κανείς μια καλή ερώτηση;».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)