του Σταύρου Λυγερού
Τα γεγονότα είναι πολλά και πεισματάρικα για να τα αγνοήσουμε. Η φιλελεύθερη συναίνεση που κυριάρχησε στη Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κλυδωνίζεται. Η Δύση δεν βρίσκεται στο 2007, παρότι οι άρχουσες ελίτ έχουν την τάση να διαβάζουν τα γεγονότα λες και βρισκόμαστε πριν την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης. Γι’ αυτό και συνήθως διαψεύδονται, γεγονός που τραυματίζει την αξιοπιστία τους. Δεν τους είναι, άλλωστε, εύκολο να χωνέψουν το γεγονός ότι το μέχρι πριν μερικά χρόνια χειραγωγημένο ακροατήριό τους έχει περιέλθει σε κατάσταση εκλογικής ημιανταρσίας. Η αντισυστημική ψήφος στην Ιταλία το αποδεικνύει.
Η αντισυστημική ψήφος συνήθως είναι βουβή. Ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Ειδικά όταν προέρχεται από μικρομεσαίους νοικοκυραίους με μάλλον συντηρητική ιδεολογία που δεν έχουν συνηθίσει να κάνουν πολιτικό θόρυβο, όπως οι δεδηλωμένοι αριστεροί και οι αμφισβητίες των κοινωνικών κινημάτων. Πριν 12 χρόνια θα ήταν αδιανόητο ο Σάντερς, ένας σοσιαλιστής από το μικρό και ασήμαντο Βερμόντ, να διεκδικούσε με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών από την Κλίντον. Και βεβαίως θα ήταν αδιανόητο ένας τύπος όπως ο Τραμπ να είχε εκλεγεί πρόεδρος.
Θα είχε μικρότερη σημασία εάν επρόκειτο για αμερικανική ιδιαιτερότητα. Πρόκειται, όμως, για φαινόμενο που απλώνεται σ’ όλη σχεδόν τη Δύση. Το Brexit μπορεί να πάτησε στον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά πήγασε από την ίδια μήτρα που τροφοδοτεί και την Ακροδεξιά και κάποια αριστερά ή ιδιότυπα κόμματα, τα οποία αλλάζουν τον παραδοσιακό πολιτικό χάρτη στη Δύση.
Με αριστερό ή ακροδεξιό πρόσημο
Στην Ελλάδα των Μνημονίων η εκλογική επιρροή του άλλοτε πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ η ΝΔ αγωνίζεται να φθάσει το ποσοστό που έπαιρνε όταν υφίστατο βαριά ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μια ζωή αγωνιζόταν να υπερβεί το 3% για να εισέλθει στη Βουλή, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτο κόμμα και κυβερνά. Η Χρυσή Αυγή, που έπαιρνε 0,3%, σήμερα είναι σταθερά τρίτο κόμμα, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της είναι στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Στην Αυστρία με την μακρά σοσιαλδημοκρατική παράδοση ο ακροδεξιός υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας έχασε μόλις και μετά βίας. Πιθανόν, μάλιστα, να κέρδιζε εάν απέναντί του δεν ήταν ένας οικολόγος υποψήφιος με αντισυστημικό προφίλ. Από δε τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές προέκυψε κυβέρνηση συνασπισμού μίας σκληρής Δεξιάς με την Ακροδεξιά. Στη Γαλλία χρειάσθηκε οι άρχουσες ελίτ να ρίξουν τα ρέστα τους στον άφθαρτο Μακρόν για να ανασχέσουν τη Λεπέν. Την ίδια στιγμή είδαμε τον σχεδόν μοναχικό καβαλάρη αριστερό Μελανσόν να αποσπά στον πρώτο γύρο εντυπωσιακό ποσοστό.
Από το πουθενά έχουν γίνει κεντρικοί πολιτικοί παίκτες στην Ισπανία το αριστερό κίνημα Ποδέμος και στη χώρα της Μέρκελ το ξενοφοβικό και ευρωσκεπτικιστικό κόμμα “Εναλλακτική για τη Γερμανία”. Στην Ολλανδία η ακροδεξιά του Βίλντερς δεν κέρδισε την πρωτιά, αλλά ενίσχυσε τη δύναμή της. Σημαντικές εκλογικές επιδόσεις σημειώνουν ξενοφοβικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα και σε αρκετές ακόμα βορειοευρωπαϊκές χώρες.
Τους τελευταίους μήνες σ’ αυτό το σήριαλ πρωταγωνιστεί η Ιταλία. Τα όσα συμβαίνουν στη γειτονική χώρα δεν ήταν καθόλου κεραυνός εν αιθρία. Η τάση ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Στην άλλοτε πρωταθλήτρια του ευρωπαϊσμού ο ευρωπαϊστής Ρέντζι έχασε με διαφορά το δημοψήφισμα και υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Αν και το δημοψήφισμα αφορούσε σε συνταγματικά θέματα, έστειλε ένα ευρύτερο πολιτικό μήνυμα και κυρίως ένα μήνυμα για τη θέση της Ιταλίας στην Ευρωζώνη.
Πριν τις τελευταίες εκλογές, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι τα δύο κόμματα που είχαν δυναμική ήταν το ιδιότυπο Κίνημα των 5 Αστέρων και η Λέγκα. Και τα δύο είχαν κοινό παρονομαστή όχι έναν βρετανικού τύπου ευρωσκεπτικισμό, αλλά την αντίθεση στη μετάλλαξη της ΕΕ, σ’ αυτό που κωδικά αποκαλείται «γερμανική Ευρώπη». Από εκεί προκύπτει και η έντονη επιφύλαξή τους για το ευρώ κι όχι από αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη κοινού νομίσματος.
Οι φιλελεύθεροι αυτοϋπονομεύθηκαν
Το συμπέρασμα είναι ότι η παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου της (νεο)φιλελεύθερης συναίνεσης (Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά) αμφισβητείται. Τα μικρομεσαία στρώματα, που αρχίζουν να στρέφουν μαζικά την πλάτη στις παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, δεν έχουν, βεβαίως, προσβληθεί από κάποιου είδους ιδεολογικό ιό που τα ωθεί προς τα άκρα. Η κύρια αιτία που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ότι αυτή περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του Δυτικού Κόσμου.
Ο πολιτικός χάρτης των δυτικών χωρών αλλάζει περισσότερο ή λιγότερο, λόγω των τεκτονικών αλλαγών που προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες όχι μόνο η οικονομική κρίση του 2008, αλλά και η παγκοσμιοποίηση. Η παρόξυνση της ανισοκατανομής του πλούτου και η μετανάστευση της παραγωγής σε αναδυόμενες βιομηχανικές χώρες συμπιέζουν οικονομικά και κοινωνικά τη μεσαία τάξη και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Η αντανάκλαση αυτής της συμπίεσης στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο ροκανίζει την πολιτική ηγεμονία της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς.
Και οι δύο αυτές παρατάξεις εδραίωσαν τη μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία τους στο άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο εξασφάλιζαν στα μικρομεσαία στρώματα ευημερία και Κοινωνικό Κράτος, ή ένα συνδυασμό των δύο. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, οι ηγεσίες τους λειτούργησαν σαν όχημα και για την παγκοσμιοποίηση και κατ’ επέκτασιν συνέκλιναν στην εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Με άλλα λόγια, είναι οι ίδιες που υπονόμευσαν την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία της (νεο)φιλελεύθερης συναίνεσης.
Η προσχώρησή τους στο νεοφιλελευθερισμό έλαβε χώρα παραλλήλως με την “υπαλληλοποίησή” τους, με το γεγονός ότι υπηρέτησαν και υπηρετούν την απληστία της ολιγαρχίας του χρήματος. Σύμφωνα με τους New York Times, στην οκταετία του Κλίντον στη δεκαετία του 1990 το 1% των Αμερικανών προσποριζόταν το 45% της αύξησης του ΑΕΠ. Στη οκταετία του Μπους (2000-08) το 45% έγινε 65% και στην οκταετία του Ομπάμα εκτοξεύθηκε στο 93%! Οι επιλογές τους είχαν ως αποτέλεσμα να υποσκάψουν την ευημερία της μεσαίας τάξης που αποτελεί το πολιτικοεκλογικό ακροατήριό τους. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ροκάνισαν το κλαδί που στηρίζονται πολιτικά-εκλογικά.
Αυτό δεν φάνηκε αμέσως, επειδή για μία περίοδο η ευημερία συντηρήθηκε με δημόσιο δανεισμό. Με την κρίση, όμως, η πραγματικότητα αναδύθηκε στην επιφάνεια. Είναι τότε που για λόγους δημοσιονομικής ισορροπίας επεβλήθη το δόγμα της λιτότητας και η αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Με όργανο τις πολιτικές ελίτ η ολιγαρχία του χρήματος το έχει παραξηλώσει. Για την ακρίβεια, με κυνισμό αποδομεί τα κοινωνικά αμορτισέρ που μεταπολεμικά όχι μόνο διατήρησαν την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τροφοδότησαν μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη.
Η εκλογική εξέγερση των μικρομεσαίων
Μεγάλο τμήμα των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο να διατηρήσει το επίπεδο ευημερίας, ενώ τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα δυσκολεύονται να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το “τρένο” μικρομεσαίους νοικοκυραίους, ειδικά μικρομεσαίους επιχειρηματίες και βεβαίως την παραδοσιακή εργατική τάξη που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση.
Αυτό φάνηκε καθαρά και στο βρετανικό δημοψήφισμα και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές και στην Ιταλία. Η ανώτερη τάξη και τα μεσαία στρώματα που έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο του οικονομικού (νεο)φιλελευθερισμού και που είναι μέσα στο “τρένο” της παγκοσμιοποίησης ψήφισαν φανατικά υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ και στις ΗΠΑ υπέρ της Χίλαρι Κλίντον. Η εκλογική νίκη των Πέντε Αστεριών και της Λέγκας οφείλεται στο γεγονός ότι ύψωσαν αντισυστημική σημαία, η οποία με τη σειρά της προσέλκυσε μαζικά πιεζόμενα μικρομεσαία στρώματα. Πιεζόμενα και οικονομικά, αλλά και λόγω της παράνομης μετανάστευσης.
Οι λόγοι που η ρητορική του Τραμπ βρήκε τόσο μεγάλο αντίκρισμα στο εκλογικό σώμα είναι ότι έθιξε ζητήματα που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές. Όταν αναρωτιόταν γιατί το iphone να φτιάχνεται στην Κίνα και όχι στις ΗΠΑ άνοιγαν τα αυτιά δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών που άμεσα ή έμμεσα έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση. Ήταν προεκλογικό “πυρηνικό” όπλο η υπόσχεσή του ότι θα επιβάλλει δασμούς 35% στα εισαγόμενα για να υποχρεώσει σε επαναπατρισμό τις αμερικανικές επιχειρήσεις, που έχουν μεταφέρει τα εργοστάσιά τους σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και ανύπαρκτων εργασιακών δικαιωμάτων.
Το ίδιο άνοιξε τα αυτιά εκατομμυρίων Ιταλών η ρητορική των δύο νικητών για επενδύσεις με σκοπό τον τερματισμό της αποβιομηχάνισης, για στήριξη των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων και βεβαίως για αντιπαράθεση με τη γερμανική Ευρώπη. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η ρητορική κυρίως της Λέγκας για λήψη δραστικών μέτρων εναντίον του παράνομου μεταναστευτικού ρεύματος.
Χάνεται ο έλεγχος
Η μαζική είσοδος μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνιών που ήδη νοιώθουν ότι απειλούνται με φτωχοποίηση. Γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού, ο ανταγωνισμός από τη φθηνή εργασία των μεταναστών βιώνεται σαν πρόσθετη απειλή. Όπως σαν απειλή βιώνονται και οι διάφορες κοινωνικές παρενέργειες της παράνομης μετανάστευσης. Εκδηλώνεται ως αντίδραση στο επώδυνο σήμερα ένα αίσθημα νοσταλγίας για τις παλιές καλές ημέρες και μία τάση παλινδρόμησης στο εθνικό κράτος.
Όσο οι άρχουσες ελίτ συνειδητοποιούν ότι χάνουν τον πολιτικό έλεγχο μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας τόσο καταφεύγουν με αντιδημοκρατικές πρακτικές. Σερβίρουν νέου τύπου “αριστοκρατικές” αντιλήψεις, με σκοπό να αμφισβητήσουν την ικανότητα του λαού να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα. Το είδαμε στην περίπτωση του Brexit, το ξαναείδαμε με την εκλογή Τραμπ. Και το ξαναβλέπουμε τώρα στην Ιταλία. Στην Ιταλία, μάλιστα, οι άρχουσες ελίτ δεν περιορίσθηκαν σε λόγια. Ο πρόεδρος Ματαρέλα ουσιαστικά αμφισβήτησε το δικαίωμα των δύο νικητών της κάλπης να ορίσουν υπουργό Οικονομικών της επιλογής τους, δηλαδή να ασκήσουν την πολιτική, για την οποία τους ψήφισαν οι Ιταλοί.
Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο αμφισβητείται η πολιτική ηγεμονία τους, τόσο οι (νεο)φιλελεύθεροι (και στην εκδοχή της Κεντροδεξιάς και στην εκδοχή της Κεντροαριστεράς) αμφισβητούν εντονότερα τον πυρήνα της αστικής δημοκρατίας, η οποία, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τείνει να μετατραπεί σε κέλυφος. Οτιδήποτε αμφισβητεί τη δέσμη των κυρίαρχων δογμάτων χαρακτηρίζεται λαϊκισμός, απαξιώνεται και εξοβελίζεται.
Είναι τέτοια η περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι άρχουσες ελίτ και οι πολιτικές εκφράσεις τους προς το «πόπολο» και έχει γίνει τέτοια κατάχρηση στην πλύση εγκεφάλου, κυρίως με την ιδεολογική ρομφαία του «αντιλαϊκισμού», που πλέον φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν τα καθεστωτικά Μίντια υποστηρίζουν με πάθος κάτι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντανακλαστικά υιοθετεί την αντίθετη θέση.
Τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και το μεταναστευτικό ρεύμα τροφοδοτούν τη διάχυτη οικονομική-κοινωνική ανασφάλεια των παραδοσιακών μικρομεσαίων και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, παραλλήλως με την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιά-Αριστερά, αναδύεται από τα σπλάχνα των δυτικών κοινωνιών μία νέα διαχωριστική γραμμή που παραπέμπει σε μία νέα κοινωνικοταξική πραγματικότητα.
www.slpress.gr 31/5/2018