Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Όταν η γραφή είναι απελευθερωτική...

Κίτρινα μάτια
του Χρήστου Χωμενίδη

Έχουν τα πάντα χαραχτεί στη μνήμη του από εκείνο το απομεσήμερο της Κυριακής 9 Αυγούστου του 1976.
Η βεράντα -«χαγιάτι!» τον διόρθωνε ο παππούς, «εξώστης…» έδινε τη λόγια εκδοχή ο θείος Τάκης- η βεράντα του πατρικού της μάνας του στο χωρίο Λάκωνες Κερκύρας, με τη λουλουδάτη τέντα κατεβασμένη, να κόβει τον ήλιο μα και την πανοραμική θέα προς την Παλαιοκαστρίτσα. Να έχουν επιστρέψει από τη θάλασσα και να κάθονται γύρω από το τραπέζι, περιμένοντας τις πατάτες που τηγανίζει η γιαγιά του. Ο μπαμπάς του, σαραντάρης, με μαλλιαρό στήθος, σορτσάκι τζην και σαγιονάρες, να διαβάζει νωχελικά «Τα Νέα», τσιμπώντας πότε-πότε καμιά ροδέλα σαλάμι. Η μαμά του να έχει ανεβάσει τα πόδια της στα κάγκελα, να καπνίζει και να ρεμβάζει, με ξώπλατο φόρεμα και με πελώρια γυαλιά-πεταλούδα. Ο θείος Τάκης και ο παππούς να παίζουν τάβλι. Το τρανζίστορ να παίζει ξένες επιτυχίες. Ο ίδιος να ξεφυλλίζει για τρίτη φορά το «Ποπάυ» που αγόρασε το πρωί μαζί με την εφημερίδα και με τα τσιγάρα του μπαμπά. «Ρε, Μιμάκο» να του λέει ο παππούς «κάνε, βρε αγόρι μου, μια παλικαριά: Πήγαινε στο κατώι και γέμισε μια νταμιτζάνα κοκκινέλι. Άντε, να σε χαρώ!» Σηκώνεται ακαριαία – ο παππούς είναι ιερό πρόσωπο, ο αριθμός από το Άουσβιτς στο μπράτσο του κάνει τις επιθυμίες του διαταγές. «Να προσέχεις στις σκάλες!» του φωνάζει η μαμά.
Τα πέτρινα σκαλιά γυαλίζουν και γλιστράνε πράγματι από την πολυκαιρία. Το σπίτι έχει χτιστεί πάνω στο βράχο διακόσια -ή τριακόσια μήπως;- χρόνια πριν, ίσως να είναι και το αρχαιότερο του χωριού, μια στάνη στην αρχή, ύστερα εξοχικό της οικογένειας και στη διάρκεια του πολέμου κρυψώνα των Εβραίων του νησιού, μέχρι που κάποιος τούς σπιούνεψε και δύο γερμανικά καμιόνια σκαρφάλωσαν αξημέρωτα το βουνό, περικύκλωσαν το σπίτι και τούς έβγαλαν έναν-έναν έξω με τα χέρια στον σβέρκο… Ο μικρός Μίμης (εκ του Αβραάμ) έχει ακούσει την ιστορία δεκάδες φορές, «πάλι καλά που δεν το πυρπολήσανε, να καούμε σαν τους ποντικούς…» καταλήγει πάντοτε ο παππούς. «Το λες, επειδή εσύ επέζησες από το στρατόπεδο…» του αντιτείνει η γιαγιά και ο στερεότυπος διάλογός τους καταλήγει με ένα βαθύ αναστεναγμό από εκείνον κι ένα ρητορικό «άδικο έχω;» από εκείνην.  
Κάθε σκαλί που κατεβαίνει, η θερμοκρασία κατρακυλάει τουλάχιστον δύο βαθμούς. Στο κατώι -«κελάρι» το λέει η μαμά, «αχούρι» το αποκαλεί περιφρονητικά η γιαγιά- στο κατώι επικρατεί ψύχος και μισοσκόταδο. Στο κέντρο του δεσπόζει -σκεπασμένη με λινάτσα- μια πυραμίδα από παλιατσαρίες, διπλή σχεδόν στο μπόι από τον Μίμη. Με πόση τέχνη έχουν ακουμπήσει πάνω στο ξεχαρβαλωμένο πιάνο με ουρά δυο κουτσές πολυθρόνες και πάνω τους ένα γραμμόφωνο κι ένα ψυγείο πάγου και στην κορφή ένα σκουριασμένο κλουβί κι ένα βαλσαμωμένο γεράκι! Ψοφάει ο Μίμης να τον αφήσουν κάποτε να τα περιεργαστεί ένα-ένα όλα εκείνα τα μαγικά αντικείμενα. Του προξενούν όμως κι ένα ελαφρό δέος, έτσι όπως φωτίζονται από τη λάμπα-χελώνα και οι σκιές τους πέφτουν αλλόκοτες στον απέναντι τοίχο.
Δεν είναι θρασίμι ο Μίμης. Ένα αρκετά δειλό αγόρι, είναι δώδεκα χρονών. Ούτε σκαλίζει ξένα συρτάρια ούτε κρυφακούει συζητήσεις μεγάλων ούτε καν ανταλλάσσει τσόντες -ψαλλιδισμένες φωτογραφίες από το “Playboy” και το “Penthouse”- με τα παιδιά στην πλατεία. Οι Κερκυραίοι τον κοιτάνε έτσι κι αλλιώς με μισό μάτι. Η διαμονή του στην Αθήνα δεν του προσδίδει την αίγλη του πρωτευουσιάνου αλλά το στίγμα του φλώρου… Ο Μίμης παίρνει τη στροφή ανοιχτά, σε απόσταση ασφαλείας από την πυραμίδα, και κατευθύνεται προς τα δύο βαρέλια, το αριστερό με κόκκινο, το δεξί με λευκό κρασί. Κι εκείνη τη στιγμή τη νιώθει για πρώτη φορά. 
Τη νιώθει, δεν τη βλέπει. Πρέπει να στέκεται πίσω ακριβώς από την πλάτη του. Όχι να στέκεται. Να αιωρείται, δυο παλάμες πάνω από το έδαφος. Νιώθει στην αρχή τη μυρωδιά της, μυρωδιά χώματος μουσκεμένου από βροχή. Αισθάνεται έπειτα το θρόισμα της αναπνοής της. Ακούει, τέλος, την κοριτσίστικη φωνή της. «Γεια σου!» Ανατριχιάζει. Κοκαλώνει. Νομίζει ότι θα τα κάνει πάνω του. «Μη φοβάσαι, Μίμη! Πήγαινε να βάλεις κρασί, περιμένει ο παππούς!» Σαν να ακουμπάει το χέρι της στην πλάτη του και να τον σπρώχνει απαλά προς τη γωνιά με τα βαρέλια. Τρέμοντας πιάνει την νταμιτζάνα. «Ηρέμησε… Θα κάνεις καμιά ζημιά…» Τον καθοδηγεί σε κάθε του κίνηση. «Ξεβίδωσε το καπάκι, άνοιξε τη βρυσούλα, κλείσε τη βρυσούλα, ξαναβίδωσε το καπάκι… Άνοιξε την πόρτα, σβήσε το φως… Πήγαινε τώρα στους δικούς σου. Εγώ θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω… Μα αν θες να γνωριστούμε καλύτερα, θυμήσου την επόμενη φορά να μην ανάψεις τη λάμπα…».
Με την νταμιτζάνα ακουμπισμένη στα πόδια του, ο Μίμης κάθεται στο κεφαλόσκαλο και αγωνίζεται να συνέλθει. Έχει ταχυκαρδία. Είναι κατάχλωμος και ξαναμμένος ταυτόχρονα. Με χίλια ζόρια η ανάσα του βρίσκει κάποιο ρυθμό. Ορμάει τότε στο μπάνιο και ρίχνει με τις χούφτες κρύο νερό στο πρόσωπο και στο κεφάλι του. «Πού ήσουν τόσην ώρα;» τον αρπάζει από τα μούτρα η μαμά μόλις τον αντικρίζει να ξεπροβάλλει στη βεράντα. «Καλά ντους έκανες εσύ; Με τα ρούχα; Δεν σου ’πα να ξεπλυθείς από τα αλάτια στην παραλία;». 
Τρεις εβδομάδες αργότερα -τρεις εβδομάδες κατά τις οποίες δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο- ο Μίμης μάζεψε όλο του το θάρρος και ξαναπήγε στο κατώι. Σεβάστηκε τον όρο που του είχε εκείνη θέσει. Δεν γύρισε τον διακόπτη. Τον καλωσόρισε με ένα σκαστό φιλί πίσω από το αυτί – δεν ήταν ακριβώς φιλί, περισσότερο σαν να τον χάιδεψε με τη φτερούγα του ένα πουλάκι. Καθώς η πόρτα έγερνε, η φωτεινή γραμμή που έμπαινε από τη σκάλα λέπταινε, ώσπου ακούστηκε ένα μεταλλικό κλικ και ο χώρος βυθίστηκε στο σκοτάδι. «Για σένα το κάνω» του διευκρίνισε η κοριτσίστικη φωνή. «Αφού εσύ έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να με δεις, δεν θα ’ταν δίκαιο να σε βλέπω εγώ…». «Πώς σε λένε;» τραύλισε ο Μίμης. «Αλεξάνδρα» απάντησε μετά από μια παύση. «Εκτός κι αν προτιμάς Χριστίνα. Ή και Λιλίκα. Μπα! Το “Λιλίκα” μου πέφτει χαζοχαρούμενο.». «Ποια είσαι;» «Μακάρι να 'ξερα! Η χαμένη σου αδελφή; Κάποια από τις κοπέλες που είχαν κρυφτεί στο υπόγειο τότε που οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Εβραίους; Δεν αποκλείεται όμως και να ’χα τη φωλιά μου εδώ πριν καν χτιστεί το σπίτι. Να έσκασα απ’ το αβγό μέσα σε μια τρύπα στον βράχο... Τι σημασία έχει έτσι κι αλλιώς; … Μα γιατί στέκεις όρθιος, Μίμη; Στο πάτωμα είναι σούπερ!» μεταχειρίστηκε μιαν έκφραση που θα γινόταν της μόδας στην Ελλάδα πολλά χρόνια μετά. «Άσε με να σου βγάλω το πουκάμισο, να χαρείς τη δροσιά…». «“Ντα” θα σε λέω» αποφάσισε ο Μίμης ενώ εκείνη τού ξεκούμπωνε το παντελόνι.
Όταν, στα δεκαεννιά του, ο Μίμης πρωτοέκανε έρωτα με μια κανονική κοπέλα -μια συμφοιτήτριά του στην Ιατρική- αισθάνθηκε σαν να του πρόσφεραν μια λαχταριστή καραμέλα όμως εκείνος να έτρωγε το περιτύλιγμά της, χαρτί με ελάχιστα ίχνη ζάχαρης. Το ομολόγησε ορθά-κοφτά στην Ντα, η οποία τον είχε ενθαρρύνει, τον είχε πιέσει σχεδόν, να ολοκληρώσει επιτέλους τη σχέση του με τη Ρέα.
«Έτσι συμβαίνει γενικά, με ό,τι κι αν ζω έξω από εδώ…» πρόσθεσε ο Μίμης, μιας και είχε πάρει φόρα. «Και το πιο σπέσιαλ κοκτέιλ -ο πατέρας του κολλητού μου έχει μπαρ στη Γλυφάδα και μας κερνάει συχνά- μου μοιάζει σκέτο ξύδι σε σύγκριση με το κρασί των βαρελιών μας. Στις παρέες σκυλοβαριέμαι. Οι πλάκες των φίλων μου, μου φαίνονται ξενέρωτες, όπως και τα βιβλία και το σινεμά. Όσο για τα φιλιά των κοριτσιών, σάλια και σάχλα…». «Μήπως σ’ αρέσουν τελικά τα αγόρια;» ρώτησε η Ντα. «Τίποτα δεν μ’ αρέσει μακριά σου! Το αποφάσισα: θα μείνω στο κατώι.». «Τρελάθηκες, Μίμη; Μέσα σε δύο μέρες, θα έχεις μουχλιάσει σύγκορμος! Τα κόκαλά σου, σκουριασμένα, θα τρίζουνε απαίσια και στην παραμικρή σου κίνηση…». «Έλα εσύ τότε μαζί μου…» την ικέτεψε. «Έτσι και βγω εγώ από εδώ μέσα, θα σκορπίσω στον άνεμο…» είπε η Ντα. «Είμαστε καταδικασμένοι λοιπόν να περάσουμε τις ζωές μας χώρια;». «Τον τελευταίο μήνα με επισκέφθηκες ήδη τρεις φορές. Δεν είναι δα και λίγο…». «Κάθε μέρα θα σου ’ρχομαι, Ντα!» «Πρέπει να με αφήνεις, Μίμη, να σε πεθυμώ. Άμα δεν σε έχω νοσταλγήσει, μπορεί και να μην μπω στον κόπο να μαζέψω τον εαυτό μου για να σου φανερωθώ. Δεν ξέρεις τι προσπάθεια χρειάζεται για να συναρμολογούμαι κάθε που ακούω τα βήματά σου στη σκάλα. Δεν έχεις καταλάβει τίποτα μου φαίνεται!» τον μάλωσε και εξαερώθηκε μεσ’ απ’ την αγκαλιά του για να τη νιώσει, πέντε δευτερόλεπτα αργότερα, να στάζει σε υγρή μορφή από το αριστερό του μάτι.
Η Ντα επέβαλλε τους κανόνες της όμως κι ο Μίμης έκλεβε όσο μπορούσε. Για το χατίρι της -δίχως ποτέ να το παραδεχτεί- φίλησε κατουρημένες ποδιές ώστε να υπηρετήσει τη θητεία του στη Ναυτική Διοίκηση Ιονίου. Έκανε, στη συνέχεια, το αγροτικό του στο παραδιπλανό χωριό και μολονότι -άριστος γαρ φοιτητής- ανοίγονταν εμπρός του λαμπρές προοπτικές μετεκπαίδευσης και ακαδημαϊκής καριέρας, προτίμησε εκείνος να διοριστεί στο ΙΚΑ Κέρκυρας. Μες στη ρουτίνα. Ο παππούς είχε στο μεταξύ πεθάνει και οι γονείς του είχαν χωρίσει - ο πατέρας του συζούσε με μια Ουκρανέζα στο Χαϊδάρι και η μάνα του είχε γίνει θρήσκα, κατέβαινε πολύ συχνά στο Ισραήλ και εργαζόταν εθελοντικά σε μια κατασκήνωση για τα Εβραιόπουλα της Διασποράς. Η γιαγιά του είχε μισοτυφλωθεί από το σάκχαρο και ο Μίμης είχε αναλάβει τη φροντίδα της. Οδηγούσε κάθε Τετάρτη και Σάββατο από την πόλη στους Λάκωνες για να της πηγαίνει φαγητό και φάρμακα. Κλεινόταν έπειτα στο κατώι, όπου είχε δήθεν φτιάξει σκοτεινό θάλαμο - το χόμπι του ήταν δήθεν η φωτογραφία…
«Καιρός να παντρευτείς!» του είπε ένα απόγευμα η Ντα ενώ εκείνος μπαινόβγαινε νωχελικά μέσα της. «Πώς σου ’ρθε τώρα αυτό; Με βαρέθηκες;» πάγωσε ο Μίμης. «Όχι, καθόλου. Κοντεύεις όμως τα σαράντα. Στο ράφι θα μείνεις;». «Τι σε νοιάζει εσένα;». «Πού ξέρεις; Μπορεί να θέλω να αποπλανήσω και τους γιους σου…». «Κι αν κάνω κόρες;». «Τότε θα είναι ακόμα πιο ερεθιστικό!» κελάρυσε η Ντα και ένωσε τα πόδια της πίσω απ’ την πλάτη του.
«Η Αντιγόνη Λεχουρίτη, η μελαψή ειδικευόμενη στο Ορθοπεδικό, είναι έγκυος. Ζήτημα αν την είχα πηδήξει πέντε φορές…» ανακοίνωσε -οργισμένα σχεδόν- ο Μίμης στην Ντα. «Τι καρπερός που μας προέκυψες! Συγχαρητήρια!». «Στοιχηματίζω ότι έχεις βάλει εσύ, Ντα, το χεράκι σου…». «Παραλογίζεσαι τώρα.». «Τι πάει να πει “παραλογίζομαι”; Μήπως η σχέση μας, μήπως η ύπαρξή σου η ίδια χωράει σε καμία λογική;». «Ίσως ναι, ίσως και όχι…». «Ποιος άλλος άντρας περνάει από παιδάκι μια παράλληλη ζωή, εγκλωβισμένη σε ένα υπόγειο;». «Μη θεωρείς τον εαυτό σου, Μίμη, τόσο μοναδικό! Δεν αποκλείεται όλοι οι άνθρωποι να απολαμβάνουν έναν δεύτερο, μυστικό κόσμο…». «Να απολαμβάνουν; Φαντάζεσαι πως όλο ετούτο είναι απόλαυση για μένα;». «Έτσι με έκανες εσύ ο ίδιος να πιστεύω, εικοσιοχτώ χρόνια τώρα… Εάν δεν σ’ αρέσει πλέον, μπορείς να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις.». «Σιγά μην και ξαναγυρίσω!».
Ήταν ο πρώτος τους καβγάς και πιθανόν για αυτό να πήρε ο θυμός να ξεθυμάνει μιαν ολόκληρη πενταετία.
Στο μεταξύ, ο Μίμης κορδώθηκε γαμπρός στο πλάι της Αντιγόνης η οποία του γέννησε δίδυμα, αρσενικό και θηλυκό. Η επιρροή της πάνω του αυξανόταν μέρα με την ημέρα. Εκείνη του έκοψε το κάπνισμα, εκείνη τον έπεισε να ανοίξει ιατρείο σε ένα διαμέρισμα που ανήκε στον πατέρα της απέναντι από το Δημαρχείο. Εκείνη μόλις πληροφορήθηκε ότι στο υπόγειο του σπιτιού στους Λάκωνες υπήρχε ένα πιάνο με ουρά, τον έπρηξε να το επισκευάσουν και να το τοποθετήσουν στο σαλόνι τους. «Αφού κανένας απ’ τους δύο μας δεν παίζει νότα…» αντέτεινε ο Μίμης. «Θα μάθουν τα παιδιά μας!» είχε έτοιμη η Αντιγόνη την απάντηση. 
Κατέβηκε τη σκάλα κρατώντας έναν φακό, με την ελπίδα πως το φως του θα διέλυε τις αναμνήσεις. Όμως το άρωμα της Ντα τον τύλιξε πριν καν περάσει το κατώφλι. «Γεια σου!» τον καλωσόρισε απαράλλακτα κοριτσίστικη όπως την πρώτη φορά. «Ήρθα να πάρω απλώς το πιάνο» της διευκρίνισε εκείνος στυφά. «Μόνος σου θα το κουβαλήσεις;» τον κορόιδεψε. «Άσε τα, Μίμη, αυτά! Σβήσε και τον φακό κι έλα να σκαρφαλώσουμε, σαν άλλοτε, στο ταβάνι…».
Όταν τα δίδυμα μπήκαν στην εφηβεία, ο Μίμης έβαλε στο κατώι κλειδαριά ασφαλείας. Τι και αν έπρεπε να τα ικετέψει για να καταδεχθούν να τον ακολουθήσουν τρεις φορές τον χρόνο στους Λάκωνες, να δουν το χούφταλο την προγιαγιά τους; Η απειλή της Ντα πως θα τα αποπλανούσε της έτρωγε τα σωθικά. Όχι γιατί ήθελε να διαφυλάξει την αγνότητά της, να τα γλιτώσει από μια παράλληλη υπόγεια ζωή. Μα επειδή ζήλευε, πρασίνιζε στην πιθανότητα να τη μοιραστεί. Στο ενδεχόμενο δε να τη χάσει, έχανε τον κόσμο. Την ήθελε αποκλειστικά δική του, να της χαϊδεύει τη φαλάκρα με τα κρινοδάχτυλά της, να ορειβατεί επάνω στην κοιλιά του. Είχε καταντήσει χοντρός ο Μίμης, χοντρός και ασθμαίνων. Ίδρωνε πια χειμώνα-καλοκαίρι. Έριχνε με χάπια την πίεση κι ενίσχυε με άλλα χάπια τη στύση του, ιδίως πριν επισκεφθεί την Ντα…
Η μαγνητική τομογραφία που έγινε μετά την τρίτη χημειοθεραπεία έδειξε εκτεταμένες μεταστάσεις στο συκώτι και στο έντερο. Στράφι είχαν πάει τα κοκτέιλ των φαρμάκων και η ταλαιπωρία του ασθενούς. «Ζήτημα αν θα αντέξει ως τα Χριστούγεννα…» ενημέρωσε ο ογκολόγος την Αντιγόνη και τα παιδιά. «Μην του στερήσετε την ελπίδα», ζήτησε εκείνη κι έκρυψε από τον άντρα της τα μαύρα μαντάτα. Ο καθρέφτης ήταν αρκετός για να αντικρίσει ο Μίμης τη σκιά του εαυτού του και να σιγουρευτεί ότι το λάδι του είχε, σχεδόν, σωθεί. «Για κοίτα κάτι πράγματα!», σάρκασε. «Ποιος να μου το ’λεγε ότι θα με έθαβε η γιαγιά μου;». Η γιαγιά βάδιζε στα εκατόν τέσσερα, η όρασή της είχε επανέλθει, της είχε μάλιστα φυτρώσει πρόσφατα κι ένα καινούργιο δόντι. Ο Μίμης δεν θα έκλεινε τα εξήντα δύο. «Να την προσέχεις τη νόνα σου…», παράγγειλε στη συνονόματη δισέγγονή της, την κόρη του Ραχήλ. «Θέλω να πεθάνω στους Λάκωνες!» πρόσθεσε μετά. Η Αντιγόνη και ο γιος του είχαν αντιρρήσεις -«πού να τον βγάζουμε από το νοσοκομείο και να τον τρέχουμε στα κατσάβραχα; - πού να βρίσκουμε αποκλειστική, ορούς και καθετήρες;»- μα η Ραχήλ πάτησε πόδι. «Δεν πρόκειται να ζήσει ούτε δύο μέρες» της διαβεβαίωσε.
Τον πήρε με το αμάξι της απ’ την Αθήνα και τον πήγε στην Κέρκυρα. Σε όλη τη διαδρομή ο Μίμης βρισκόταν σε λήθαργο. Μόνο στο πλοίο από Ηγουμενίτσα συνήλθε κάπως κι ανέβηκε κούτσα-κούτσα στο κατάστρωμα, να αναπνεύσει τον θαλασσινό αέρα. «Μόλις φτάσουμε στο σπίτι, ακόμα και αν έχω πέσει σε κώμα, θα με πας, Ραχήλ, στο κατώι» τη διέταξε. «Μπορείς να με σηκώσεις στα χέρια. Είσαι δυνατή κοπέλα, νταβραντισμένη. Κι εγώ ανάθεμα αν ζυγίζω πια σαράντα κιλά… Θα με αφήσεις στο πάτωμα, θα σβήσεις το φως, θα κλείσεις την πόρτα και θα φύγεις. Αύριο θα ειδοποιήσεις το γραφείο κηδειών να έρθει να με παραλάβει…».
Τα έκανε όλα όπως της τα ’πε. Το επόμενο πρωί βρήκε πάνω στο πτώμα του μια γάτα. Ήταν κι εκείνη νεκρή. Η ουρά της, της χάιδευε τον λαιμό. Τα κίτρινα μάτια της γυάλιζαν ορθάνοιχτα, σαν δυο καντήλια, για εκείνον και για εκείνην. Η καλή θυγατέρα Ραχήλ την ακούμπησε στα πόδια του μέσα στο φέρετρο. Και για να μη σκανδαλιστούν οι υπόλοιποι, τη σκέπασε με λουλούδια.
www.protagon.gr

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Σύζυγοι

του Χρήστου Χωμενίδη


Τη συνάντησες τον Αύγουστο του 2006. Στο Γκάζι, που είχε αρχίσει μόλις να έρχεται στη μόδα. Εσύ έπινες κρασί και έτρωγες θαλασσινά με μια παρέα από τη Σχολή. Εκείνη διέσχιζε τον πεζόδρομο μαζί με μια φίλη της. Φορούσε κόκκινο φουστάνι -όπως στο τραγούδι- και τα μαλλιά της τα ’χε αλογοουρά, πιασμένα με ένα πλαστικό κοκαλάκι-κερασάκι. «Γεια σου, τσολιά μου!» θαύμασε η Μάγδα, που της άρεσαν οι κοπέλες. Και τότε εσύ σηκώθηκες και -με το θράσος του ωραίου (που οι αληθινά ωραίοι δεν το διαθέτουν διότι απλώς δεν τους χρειάζεται)- τη ζύγωσες και χάιδεψες με την παλάμη σου το μάγουλό της. Αλαφιάστηκε, μα χαμογέλασε. «Παύλος Χειμάρας, φαρμακοποιός και ερασιτέχνης πιανίστας!» της συστήθηκες δια χειραψίας. «Μαρία Ράμου, γεμολόγος» σου απάντησε. Δεν ήξερες τι διάολο ήταν αυτό, δεν τόλμησες όμως να εκφράσεις την απορία σου για να μη σε πάρει για κάναν αστοιχείωτο. «Θες ένα καλαμαράκι, Μαρία;».

Τους πρώτους μήνες δεν πίστευες στην τύχη σου. Η Ράμου -«Ράμου» την έλεγες πάντοτε- εκτός που ήτανε κουκλάρα, κλάσεις ανώτερη απ’ την πιο όμορφη έως τα τότε γκόμενά σου, ξεχείλιζε από καύλα. Το κάνατε μίνιμουμ δυο φορές τη μέρα.  Και το πρωί ακόμα, με το που μισοξύπναγε, σε καβαλούσε. «Μυρίζει η ανάσα μου απ’ τον ύπνο;» ρώταγε. «Καίει η ανάσα σου!» της απαντούσες και θαύμαζες στο φως από τις γρίλιες τον αφαλό της να σου χαμογελάει σαν το μάτι του Θεού. Όταν η Ράμου έμπαινε στο μπάνιο, ο ήχος του ντους σε νανούριζε. Δεν ήσουν πρωινός τύπος, πήγαινες στο μαγαζί τα απογεύματα, το κράταγες και στις διανυκτερεύσεις. Στο πίσω δωμάτιο, στο χρηματοκιβώτιο που φυλούσατε -όπως όλα τα φαρμακεία- τη μορφίνη, είχες ανακαλύψει ένα βράδυ, άγαρμπα κρυμμένη, την εξωσυζυγική αλληλογραφία του πατέρα σου. Από τη μια τον είχες θαυμάσει τον γέρο -που όχι απλώς ξενογαμούσε αλλά αντάλλασσε και φλογερά γράμματα με μια Σαλονικιά- από την άλλη, τον είχες  λυπηθεί. «Εγώ αν νοικοκυρευτώ ποτέ, δεν θα έχω ανάγκη να κερατώνω τη γυναίκα μου…» είχες δεσμευτεί.

Το «γεμολόγος» της Ράμου σήμαινε πρακτικά υπάλληλος σε κοσμηματοπωλείο στην Κηφισιά. Είχε σπουδάσει βέβαια, τα πάντα ήξερε σχετικά με τους πολύτιμους λίθους, καθήκον της όμως ήταν να κολακεύει την κάθε μαντάμ και να την πείθει να αγοράζει σκουλαρίκια με το ζώδιό της και περιδέραια με ινδουιστικά σύμβολα, «τα ίδια είχε πάρει και η Λαίδη Ντι στη Μύκονο…» τους έλεγε, εμπιστευτικά δήθεν. «Έχω δουλέψει σε παγωτατζίδικο, σε μπαρ, στον φούρνο -από δέκα χρονών- των γονιών μου. Είμαι παντός καιρού!» καμάρωνε.
Παντός καιρού και παντός τρόπου ζωής. Μπορεί ο πρώην της να ήταν ένας βλάχος πολίστας, με το που τα έφτιαξε όμως μαζί σου, ερωτεύτηκε τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και την κλασική μουσική. Γούρλωσε τα μάτια παρακολουθώντας το «Θεώρημα» του Παζολίνι, τέντωσε τα αυτιά ακούγοντάς σε να ερμηνεύεις τα «Νυχτερινά» του Σοπέν. «Σκατά το παίζω!» οργίστηκες με τον εαυτό σου και βρόντηξες το καπάκι του πιάνου. «Τι λες; Εμένα με κατασυγκίνησε… Σχεδόν με ερέθισε…» ψιθύρισε ναζιάρικα. «Πλάκα μου κάνει;» αναρωτήθηκες, μα δεν μπορούσες -ούτε κι έβλεπες τον λόγο- να αντισταθείς στο λάγνο ύφος της.

Στην πρώτη σας επέτειο, το είχατε κάνει σχεδόν οπουδήποτε: Επάνω στο πλυντήριο που αγκομαχούσε στύβοντας τα βαμβακερά, μέσα στο τρένο για Κωνσταντινούπολη, ακόμα και μπροστά στην κάμερα του υπολογιστή για να σας παίρνουν μάτι δυο διαδικτυακοί αυνάνες, εσάς, τους διαδικτυακούς επιδειξίες... Η ερωτική παραφορά είχε αρχίσει να κάμπτεται. Τα πρωινά εσύ ροχάλιζες και η Ράμου βιαζόταν να πάει στη δουλειά. Είχατε ωστόσο δέσει για τα καλά. Είχατε αναπτύξει τους δικούς σας κώδικες, τα προσωπικά σας αστεία, στην μπολονέζ εσύ έβραζες τα μακαρόνια και η Ράμου μαγείρευε τον κιμά. Σε έπιαναν καμιά φορά τάσεις φυγής – «έξω η ζωή κοχλάζει!» σκεφτόσουν «κι εμείς μες τις πιζάμες παίζουμε Μονόπολη…». Τα ίδια ίσως να σκεφτόταν κι εκείνη. «Κοίτα την όμως με πόση θηλυκότητα ρίχνει τα ζάρια…». «Κοίτα όμως τι αριστοκρατικά που γκριζάρουν τα μαλλιά του…». Εάν στα τριανταπέντε είχες κιόλας γκρίζους κροτάφους, ως τα πενήντα δεν θα σου ’χε μείνει μαύρη τρίχα. Κι όλοι θα αναρωτιόνταν τι δουλειά έχει η μουνάρα η Ράμου με αυτόν τον κοτσονάτο…
Τον πατέρα σου δεν πρόφτασε να τον γνωρίσει. Μπαμ και κάτω ο γέρος πάνω στον πάγκο του φαρμακείου, ρήξη αορτής - «δεν σωζόταν με τίποτα» παρηγόρησες τη μάνα σου και έσπευσες να καταστρέψεις την εξωσυζυγική αλληλογραφία του. Στο νεκροταφείο, η Ράμου έκλεψε καρδιές μέσα στο μαύρο φόρεμά της. Στον τραπέζι του συχώριου, δεν άφησε τον σερβιτόρο να τεμαχίσει τη συναγρίδα, η ίδια την έκοψε και τη μοίρασε στα πιάτα. «Η νύφη σαν θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει!» θαύμασαν κάτι θειές. Δεν ήταν κηδεία εκείνη, αρραβώνας ήταν. Και ας μην ήξερε κανείς -ούτε η ίδια καν η Ράμου- ότι περίμενε μωρό…

Όταν πρωτοαντίκρισες τον Λευτέρη -σας τον έφεραν νεογέννητο μέσα σε ένα πελώριο τάπερ- σε έπιασαν τα κλάματα. Όχι επειδή σου θύμισε τον πατέρα σου (μπούρδες της μάνας σου – όλα τα νεογνά δείχνουν σαν γέροι) αλλά επειδή εσύ είχες πάψει μέσα σε μια στιγμή να είσαι γιος. Από αεροπλάνο είχες μεταμορφωθεί σε πίστα απογείωσης. Από εκδρομέα, σε ξεναγό. Η ευθύνη προξενεί στους θετικούς ανθρώπους ενθουσιασμό και στους αρνητικούς κατάθλιψη. Εσύ, προς το παρόν τουλάχιστον, ανήκες ως τα μπούνια στην πρώτη κατηγορία.
Ο ερχομός του Λευτέρη υπήρξε το τελευταίο αληθινά χαρμόσυνο γεγονός στη ζωή σου. Λες και είχε εξοφλήσει οριστικά η καλή τύχη το χρέος της απέναντί σου, αρχίσανε λίγο αργότερα να σου σκάνε χαστούκια από παντού: Η μάνα σου έπαθε εγκεφαλικό – τη γλίτωσε ευτυχώς μα είχε ανάγκη από εικοσιτετράωρη βοήθεια, προσλάβατε μια κοπέλα για το μωρό και την πεθερά της για τη γιαγιά, χίλια οκτακόσια ευρώ σύνολο μηνιαίως…

Μισό χρόνο αργότερα, με το πρώτο κύμα της κρίσης, το μαγαζί της Ράμου κατέβασε ρολά. Κράτησαν μόνο το κεντρικό, στο Κολωνάκι, όπου δεν χρειάζονταν επιπλέον πωλήτρια. Με ένα μωρό που έχει μόλις πάψει να θηλάζει, κάθε άλλο παρά νιώθεις άνεργη. Η Ράμου θα ξαναγκαστρωνόταν ευχαρίστως στο καπάκι, εσύ όμως έριξες μια ματιά στον τζίρο σου και φρίκαρες -τριάντα τοις εκατό πτώση από πέρυσι και στα καλλυντικά εβδομήντα- κι έτσι την έπεισες να αρχίσει το χάπι.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, της ζήτησες να έρθει στο φαρμακείο – «εγώ είμαι γεμολόγος!» εξανέστη η Ράμου, «κι εγώ δεν μπορώ πλέον να πληρώνω υπάλληλο!» της απάντησες «μη νομίζεις ότι τρελαίνομαι να σε έχω και στη δουλειά μέσα στα πόδια μου…» θα πρόσθετες εάν είχες δώσει όρκο ειλικρίνειας. Όταν ξεκίνησε το χαράτσι, κόψατε το ρεύμα στο εξοχικό στην Κινέττα -«όπισθεν βίλας Σαπουντζάκη»- έτσι κι αλλιώς το ’χατε βαρεθεί. Κι όταν ακρίβυναν τα τέλη κυκλοφορίας, πουλήσατε το δεύτερο αυτοκίνητο. Της Ράμου δεν της κακοφάνηκε ευτυχώς, είχε παθιαστεί με την ποδηλασία, έβαζε τον Λευτέρη στο καλάθι και αλώνιζε όλο το Μαρούσι. Το επόμενο σκαλοπάτι στην «πτωχοποίηση» (τι κακόηχη λέξη!) το κατέβηκες την περασμένη μόλις εβδομάδα: Ένας συμμαθητής σου -αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού- παντρευόταν. «Ένδυμα επίσημο» έγραφε η πρόσκληση. Παλιά θα έβρισκες ευκαιρία για να ράψεις σμόκιν, ανέκαθεν σου άρεσαν τα λούσα. Τώρα ξετρύπωσες απ’ την ντουλάπα το γαμπριάτικο του πατέρα σου, πενήντα χρονών πλην εξαιρετικό ύφασμα. Το δοκίμασες – σε στένευε κάπως στους ώμους. Το πήγες, δίχως να το σκεφτείς, για μεταποίηση…

Φτύνεις, βλέποντας γύρω σου, τον κόρφο σου.  Εσύ ούτε απολυμένος είσαι, ούτε δάνειο στεγαστικό πρέπει να ξεπληρώνεις, ούτε το φαρμακείο σου έχει πιάσει -όπως άλλα- αράχνες. Κάποιος -πιθανόν και ο Κάρολος Μαρξ ο ίδιος- είχε πει ότι οι κρίσεις του καπιταλισμού ευνοούν τελικά όσους τις αντέχουν. «Δεν αποκλείεται, όταν περάσει η κρίση, να είμαι σαν τον παππού μου: Ο μοναδικός φαρμακοποιός σε ολόκληρο το Μαρούσι!» συλλογίζεσαι πότε-πότε. Η αστική σου ευγένεια δεν σου επιτρέπει ασφαλώς να μοιραστείς την παραπάνω σκέψη με κανέναν… Δεν αποτελεί έτσι κι αλλιώς η κρίση το βαθύ πρόβλημά σου.

Ξύπνησες χθες το βράδυ (είχες ξεχάσεις να βγάλεις τους φακούς και σε τσούζανε), ξύπνησες και κοίταξες πρώτα την ώρα και ύστερα τη Ράμου δίπλα σου.
«Βαστιέται μια χαρά η άτιμη» σκέφτηκες, «για τριανταπεντάρα σαρώνει! Γιατί δεν μου περνάει άραγε καν απ’ το μυαλό να τη μουντάρω, να της ανοίξω τα πόδια προτού ανοίξει τα μάτια της; Γιατί έχουμε καταλήξει να το κάνουμε δυο φορές το μήνα, στην καλύτερη περίπτωση; Η συνήθεια… Πότε αφέθηκα στη συνήθεια; Πόσο καιρό έχω να ακουμπήσω το πιάνο; Απ’ τα γενέθλια του Λευτέρη, που του ’παιξα το "Happy Birthday"… Πόσο καιρό έχω να βγω από το σπίτι δίχως συγκεκριμένο προορισμό; Πότε κοίταξα, τελευταία, ξένο θηλυκό; Προχθές εκείνη την ταμία στο σούπερ-μάρκετ. Το ’πιασε και μου χαμογέλασε  – περνάει ακόμα άρα η μπογιά μου… Ενώ μου έδινε τα ρέστα παραλίγο να τη ρωτήσω τι ώρα σχολάει. Παλιά δεν θα τη ρώταγα καν, θα την έστηνα απέξω, δεν θα της άφηνα επιλογή να μη με ακολουθήσει. Μα, τώρα… Εγώ μουρντάρης παντρεμένος όπως ο πατέρας μου -κι όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στις παλιές ταινίες- δεν πρόκειται να καταντήσω. Τουλάχιστον εκείνοι είχαν το ελαφρυντικό της σεξουαλικής στέρησης στα πρώτα νιάτα τους. Ξενογαμούσαν όπως έκλεβαν στο ζύγι ο ένας τον άλλον… Εμείς, αν θέλουμε να βγούμε δυνατότεροι από την κρίση και να χτίσουμε μια διαφορετική κοινωνία, δεν έχουμε το περιθώριο να είμαστε». Μα, τι λέω; Παραλογίζομαι; Την έχω ψωνίσει; Τι σχέση έχει η κρίση με το γάμο μου; Η Ράμου βασανίζεται, άραγε, από τέτοιες σκέψεις; Ή μήπως με κερατώνει στην ψύχρα όποτε της προκύπτει;». Λίγο ήθελες να την ξυπνήσεις και να τη ρωτήσεις. Μα τη λυπήθηκες, έπρεπε να βρίσκεται στο φαρμακείο στις οχτώ. «Δεν έχει σημασία» κατέληξες. «Με τη Ράμου είμαστε σύζυγοι. Φέρουμε -κάποτε αγκομαχώντας κι άλλοτε διασκεδάζοντας- φέρουμε επαξίως τον ίδιο ζυγό.».
Έβγαλες τους φακούς σου και κοιμήθηκες. Με την -πλαστή;- υπερηφάνεια του πολεμιστή που έχει μόλις μπήξει τη σημαία του σε ένα ύψωμα του εχθρού.
www.protagon.gr
 

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Ο άνθρωπός μας

του Χρήστου Χωμενίδη

Ο άνθρωπος για τον οποίον όλοι μας μιλάμε, γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1950 όχι στα πούπουλα ουδέ καν σε φάτνη. Η λέξη «φτώχεια» θα αποτελούσε για τα πρώτα-πρώτα χρόνια του ευφημισμό. Ανάπηρος -σακάτη τον φωνάζαν- ο πατέρας του, πήγαινε στη χωματερή, γλιστρούσε από το καροτσάκι του στο έδαφος και ξεδιάλεγε έρποντας τα σκουπίδια υπό τα γαβγίσματα των γλάρων. Παραδουλεύτρα -δούλα την έλεγαν- η μάνα του, ξενόπλενε σε εργατόσπιτα και αμοιβόταν σε είδος, δυο πιάτα φαϊ, τίποτα στραβοπατημένα παπούτσια. Η παράγκα τους ήταν στην άκρη-άκρη του συνοικισμού, γειτνίαζε με τα τσαντίρια των γύφτων που ο άνθρωπός μας είχε μάθει να τους μισεί γιατί «μαζί με τους Εβραίους, σταύρωσαν τον Χριστούλη»…
Είναι θαύμα πως υπ’ αυτές τις συνθήκες ο άνθρωπός μας τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στα δώδεκά του βγήκε στη βιοπάλη. Λούστρος, λαχειάς, αληθινός Βασιλάκης Καϊλας. Όργωνε καθημερινά το κέντρο της Αθήνας. Τα βράδια δεν είχε το κουράγιο να αλλάξει δύο λεωφορεία για να επιστρέψει στο Σχιστό και στη συνέχεια μισή ώρα περπάτημα ως την παράγκα. Ξεβρώμιζε το χνώτο του με μία σκέτη από γιουβέτσι στα μαγειρεία της Ομόνοιας κι ανάπαυε το λιπόσαρκο κορμί το στο ημιυπόγειο ενός ξενοδοχείου στα Χαυτεία, ανάμεσα σε συναδέλφους του, παιδιά και γέρους. Και να ’βλεπε όνειρα δεν τα θυμόταν το πρωί…
Στα δεκαπέντε του, άρχισε να του φέγγει. Ένας δημοσιογράφος στην εφημερίδα που πήγαινε και πουλούσε λαχεία, του πρότεινε συνεργασία. «Γυρνάς που γυρνάς σαν τη σβούρα όλη μέρα», του είπε, «κόβει το μάτι σου και δεν σε πιάνει το δικό τους μάτι. Ό,τι βλέπεις περίεργο, θα έρχεσαι να μου το λες. Κι εγώ θα σου δίνω χαρτζιλίκι». «Σαν τι περίεργο, δηλαδή;». «Ξέρεις… Ναρκωτικά, πουτάνες, κομμουνιστές…».
Ο άνθρωπός μας μπήκε με τη μία στο νόημα. Εκμεταλλεύτηκε την υπεράνω υποψίας όψη του κι άρχισε να βγάζει λαβράκια. Τον έβλεπαν φουκαριάρη, με εκείνο το καλοσυνάτο δήθεν χαμόγελο, πού να το φανταστούν πως ήταν χαφιές; Παρατηρούσε, μάζευε πληροφορίες και τις κατέθετε στο αφεντικό του, χαρτί και καλαμάρι. Γρήγορα έμαθε και να τις αξιολογεί.
Δυο χρόνια αργότερα, τον προσέλαβαν κανονικά στην εφημερίδα. Στο μεταξύ ο θετός πατέρας του -έτσι τον μνημονεύει ακόμα- τον είχε γράψει με το ζόρι στο νυχτερινό γυμνάσιο και τον είχε στεγάσει σε μια γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια. Του είχε ράψει κι ένα κουστουμάκι για τις Κυριακές, όταν πλυμμένος κι αρωματισμένος, πήγαινε πρώτα στο γήπεδο, μετά στο σινεμά για καουμπόικα και τελικά στις πουτάνες.
Στα δεκαοχτώ του τον πήραν φαντάρο. Συστημένος από τον δημοσιογράφο, έγινε ο έμπιστος του ταγματάρχη, το καρφί του στρατοπέδου. Ασκήθηκε και στη γραφή, συνέτασσε συχνά τα ηθικοπλαστικά κηρύγματα του διοικητή, στο πνεύμα της «Παλιγγενεσίας της 21ης Απριλίου», με ατάκες δανεισμένες απ’ τον «Άγνωστο Πόλεμο».
Η Μεταπολίτευση βρήκε τον άνθρωπό μας αστυνομικό ρεπόρτερ κι αρχισυντάκτη παράλληλα εκπομπής στην ΥΕΝΕΔ. Κανένας δεν τον πείραξε – αν άρχιζαν να ξηλώνουν και τα ανθυποτσιράκια της Χούντας, τελειωμό δεν θα είχαν. Σε ένα ταξίδι του για ρεπορτάζ στη Βέροια, γνώρισε μια χαμηλοβλεπούσα δασκάλα. Την έφερε με μέσο στην Αθήνα και την παντρεύτηκε. Παρθένα. Στα εικοσιπέντε του ήταν ήδη πατέρας, είχε αυτοκίνητο και «ελευθέρας» για όλα τα ματς.
Το 1977, ο θετός του πατέρας έπαθε έμφραγμα στον Ιππόδρομο και πέθανε μέσα στο νοσοκομειακό. Εκείνος που τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής του αστυνομικού ρεπορτάζ, αντί να προβιβάσει τον άνθρωπό μας ο οποίος είχε σπεύσει να του γυαλίσει -στην κυριολεξία- τα παπούτσια, τον απέλυσε. Έμεινε άνεργος, με υποχρεώσεις. Η παράγκα στο Σχιστό πρόβαλλε εφιαλτική στην επόμενη στροφή της ζωής του. Τότε ακριβώς τον πλεύρισε ο εκδότης-διευθυντής-αρχισυντάκτης του «Ελληνισμού», καθημερινή εφημερίδα με ισχνότατη κυκλοφορία, και του πρότεινε έναν μισθό που δεν θα τολμούσε καν να ονειρευτεί. «Αφού δεν πουλάς ούτε πεντακόσια φύλλα την ημέρα!», απόρησε. «Το ζήτημα, αγόρι μου, δεν είναι να πουλάς. Είναι να κρέμεσαι στα περίπτερα...», τον διαφώτισε ο νέος εργοδότης του.
Το ζήτημα ήταν πράγματι πολύ απλό. Μάζευες πληροφορίες -τρύπωνες στον κάδο με τα άπλυτα και στην ντουλάπα με τους σκελετούς- κι έπειτα έριχνες το δόλωμα: Πηχυαίοι τίτλοι με υπονοούμενα, προαναγγελίες συγκλονιστικών σκανδάλων, μισοτράβηγμα της κουρτίνας. Ο «πελάτης», κατά κανόνα, τσιμπούσε. Ερχόταν μόνος του σε επαφή με την εφημερίδα και έδινε ευχαρίστως όσα του ζητούσαν για να αποσιωπηθεί το θέμα. Ο «Ελληνισμός» τηρούσε τον λόγο του. Εφόσον έκλεινε η συμφωνία, τη σεβόταν. Τουλάχιστον για έξι μήνες. Εάν πάλι ο πελάτης το έπαιζε ζόρικος, ο «Ελληνισμός» δεν το ’χε σε τίποτα να δημοσιεύσει γυμνές φωτογραφίες, ενοχοποιητικά τιμολόγια, υποκλαπείσες συνομιλίες. Έτσι ανέβαζε άλλωστε και την κυκλοφορία του.
Το να σταδιοδρομήσεις ως εκβιαστής δεν είναι εύκολη δουλειά. Απαιτεί να προσέχεις τις πηγές σου σαν τα μάτια σου, να ξέρεις ακριβώς πού και πότε θα δράσεις, να διατηρείς την πρέπουσα σχέση με την αστυνομία. Οι περισσότεροι την έχουν κάποια στιγμή πατήσει. Έχουν πέσει στο λάκκο που σκάψανε, έχουν γίνει ασήκωτοι απ’ το ξύλο, έχουν νύχτα εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ο άνθρωπός μας όχι.
Επί τριανταπέντε σχεδόν χρόνια, διευρύνει σταθερά τον κύκλο των εργασιών του. Γνήσιο ταλέντο στα χτυπήματα πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι, σφουγγάρι σε ό,τι σχετικό με νέες μόδες και τεχνολογίες, μανούλα στο να εκθέτει τους άλλους και να φυλάει τον δικό του κώλο. Ευφραδέστατος από μικροφώνου, ικανός να βάλει μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης τα κλάματα ή να σκίσει τα ρούχα του από ιερή αγανάκτηση, γνωρίζει προπαντός σε ποιους απευθύνεται. «Ο λαουτζίκος τρία πράγματα ζητάει: Αίμα, στέμμα, σπέρμα», τον είχε διδάξει ο θετός πατέρας του. «Κι ένα απολαμβάνει πάνω από όλα: Την κατρακύλα των ισχυρών. Τον εξευτελισμό όσων τον είχαν μάθει να θαυμάζει ή να υπακούει…».
Όποτε θέτει κάποιον στο στόχαστρο, ο άνθρωπός μας δεν γνωρίζει έλεος. Τον διασύρει μέχρι αυτοκτονίας ή τον ξεπουπουλιάζει έως χρεοκοπίας. «Ας είχαν μεγαλώσει κι εκείνοι σε μια παράγκα πλάι στα γύφτικα και θα τους λυπόμουν», λέει όχι για να δικαιολογηθεί, μα για να δικαιωθεί.
Η ζωή του, κατά τα άλλα, πόρω απέχει από του μέσου εξηνταπεντάρη. Ντύνεται με αθλητικές φόρμες και νεανικότατα κοστούμια, βάφει το μαλλί κορακί, γκριζάρει κι ελαφρώς τους κροτάφους. Συναναστρέφεται με αρχηγούς κομμάτων, μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγαλοπαπάδες, τηρώντας πάντα μιαν απόσταση ασφαλείας, φροντίζοντας να μην κολλήσει το ψώνιο και την εξουσιομανία τους. Καταπίνει βιάγκρα και καβαλάει -έτσι το λέει- φωτομοντέλα, τραγουδιάρες, μα και καμιά τηλεφωνήτρια, άμα του γυαλίσει.
Ποτέ, ωστόσο, δεν έχει διανοηθεί να χωρίσει. Η δασκαλίτσα από τη Βέρροια είναι η παντοτινή κυρά του, την έχει θρονιασμένη στον οντά της χολυγουντιανής του έπαυλης πλάι στο κύμα, να τρώει με τις χούφτες κάσιους και να παρακολουθεί τούρκικα σίριαλ. Όσο για τα παιδιά του, μπορεί ο γιος να του βγήκε ανεπρόκοπος, να τον έβγαλε από το κολλέγιο και να του άνοιξε -γλιτώνοντάς τον στο τσακ απ’ τη φυλακή- ένα βενζινάδικο, η θυγατέρα ωστόσο διαπρέπει: Διδάκτωρ Ιστορίας σε γαλλικό πανεπιστήμιο, παντρεμένη με έναν Μαροκινό ζωγράφο, μάνα διδύμων. Αποφεύγει να έρχεται στην Ελλάδα, ίσως για να μην την πιάνει η μπόχα του πατρικού ονόματος. Όποτε όμως ο άνθρωπός μας ταξιδεύει στο Παρίσι, γευματίζουν μαζί σε μία μπρασερί στη Μονμάρτη. Μπροστά στα εγγόνια του, ο άνθρωπός μας φοράει πειστικότατα το προσωπείο του αγαθού Άι-Βασίλη. Για αυτό και η θυγατέρα του τον άφησε πέρυσι να τα συνοδέψει στη Γιουροντίζνεϊ.
Ο άνθρωπός μας δεν βασανίζεται από υπαρξιακές αγωνίες, ούτε σκοτίζεται απ’ την ελάχιστη καλλιτεχνική ευαισθησία. Δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο τα τελευταία σαράντα χρόνια, έχει να πάει κινηματογράφο από το 1980, ως μουσική καταλαβαίνει μονάχα τα μπουζούκια και τη ρυθμική υπόκρουση των εκπομπών του στο ραδιόφωνο.
Κάθε πρωί ξυπνάει αξημέρωτα, πέφτει με τις μεταξωτές πυζάμες του στα γόνατα και προσεύχεται στις εικόνες των Αγίων Ιωάννου και Πέτρου, που τους έχει ανακηρύξει από παιδί προστάτες του. «Μπάρμπα Γιάννη, μπάρμπα Πέτρο, να τη βγάλουμε κι εφέτο…», παρακαλάει μουρμουρίζοντας ένα παλιό ρεμπέτικο που έλεγε ο πατέρας του.
Βγαίνει ύστερα στον κήπο και ταϊζει τα τέσσερα λυκόσκυλά του. Έχει πάθος μαζί τους, όποτε πεθαίνει κάποιο το κλαίει γοερά, σκάβει μονάχος του ένα λάκκο στο γκαζόν, το κατεβάζει μέσα σε μαονένιο φερετράκι και τοποθετεί μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του. Το αντικαθιστά μετά από σαράντα μέρες με ένα νεογέννητο. Οι τάφοι των σκύλων σχηματίζουν έναν κύκλο. Στη διαθήκη του διατάζει τα εξής: «Να με κηδέψετε πλάι στους γονείς μου. Την ίδια, όμως, νύχτα να με πάρετε κρυφά από εκεί και να με θάψετε στον κήπο μου, ανάμεσα στους μόνους φίλους μου. Τα δόντια τους να με φυλάνε και τα χνώτα τους να με ζεσταίνουν…».

www.protagon.gr

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Ψήφος είναι η ευθύνη της δικής μας αλλαγής


 του Χρήστου Χωμενίδη 
 
Εγώ οικονομολόγος δεν είμαι, ούτε καν παραοικονομολόγος –κατά το παραψυχολόγος- ώστε να βγαίνω δημοσίως και να κάνω εμβριθείς περί spreads και περί psi αναλύσεις. Έχω όμως φίλους και συνομιλητές, παιδιά της πιάτσας και της αγοράς. Εκείνοι με διαβεβαιώνουν ότι η κρίση ξεκίνησε από τις αμερικάνικες φούσκες των ακινήτων κι -αφού πυρπόλησε Ισλανδία και Ιρλανδία- εισήχθη στην Ελλάδα, παρά τη διαβεβαίωση του τότε «τσάρου» Αλογοσκούφη ότι είμαστε «ελαφρά» οικονομία και δεν κινδυνεύουμε. «Αν δηλαδή δεν είχε “σκάσει” η Αμερική, δεν θα’χαμε κλατάρει εμείς;» ρωτάω. «Θεωρητικά θα μπορούσαμε να παρατείνουμε την μπελ-επόκ μας μέχρι το 2020 περίπου» μου απαντούν. «Τότε μοιραία θα κατέρρεαν τα ασφαλιστικά μας ταμεία…»

Μέχρι το 2020. Για έντεκα επιπλέον χρόνια! Για σκεφτείτε πώς θα ήταν –σε αυτήν την περίπτωση- σήμερα η Ελλάδα. Θα ζούσαμε ακόμα με μιαν αίσθηση κοινωνικής σιγουριάς και άρα ανεμελιάς. Ο ΓΑΠ θα είχε αποδειχθεί ένας συμπαθητικός πρωθυπουργός (αν έκανε και καμιά γκάφα πότε-πότε, εμείς θα τον συγχωρούσαμε, είτε από αγάπη προς τον πατέρα του είτε από θαυμασμό προς την σπορτίφ πολυπραγμοσύνη του) και θα διεκδικούσε με αξιώσεις την επανεκλογή του. Ο Σαμαράς θα φλέρταρε όχι με την ακροδεξιά αλλά με το κέντρο – θα περιστοιχιζόταν στις συγκεντρώσεις από καλλίπυγες Δαπίτισες κι όχι από βλοσυρούς υπερπατριώτες. Το ΚΚΕ θα έδινε μάχη επιβίωσης. Ο Τσίπρας θα λογιζόταν σαν μια ακίνδυνη χαριτωμενιά, με προνομιακό του ακροατήριο μονάχα τους μετέφηβους και τους πουρόκερς. Ο αντιρατσιστικός αγώνας μας θα δινόταν από πολύ ευνοϊκότερα μετερίζια. Ένας κόσμος που ευημερεί δεν υποκύπτει σε Χρυσές Αυγές. Οι ακροδεξιές του «ανησυχίες» θα καλύπτονταν μια χαρά από το Τηλεάστυ και τον Γεώργιο Καρατζαφέρη να αγορεύει ανάμεσα σε έναν Εσταυρωμένο από πολυέστερ και μια γύψινη προτομή του Μεγαλέξανδρου. Εάν δεν μας είχε χτυπήσει η κρίση, όλοι όσοι είναι –και δικαίως- σήμερα με τα μυαλά στα κάγκελα, που η αγανάκτηση τούς πολιτικοποίησε αιφνίδια μα η έλλειψη σχετικής παιδείας και πείρας τούς παρέσυρε στις πιο απλοϊκές και υστερικές απόψεις, θα συνέχιζαν να παθιάζονται με ό,τι είχαν συνηθίσει: Με το ποδόσφαιρο και με τα σήριαλ, με το αν χώρισε η Μενεγάκη ή αν θα παντρευτεί ο Ρέμος…  

Εάν δεν μας είχε χτυπήσει η κρίση, θα έμοιαζαν όλοι ηπιότεροι, ανεκτικότεροι και θα ήταν σίγουρα πιο ευτυχείς. Από κάτω ωστόσο –κάτω από την «Πράσινη Αναπτύξη» και την «Ανοιχτή Διακυβέρνηση» του ΓΑΠ-  η σήψη θα προχωρούσε: Οι πολιτευτές των κομμάτων εξουσίας, θα εξακολουθούσαν να ανταλλάσσουν βουλιμικά ρουσφέτια με ψήφους. Ο εσμός των κουστουμάκηδων με τα πούρα και τα Καγιέν θα επέμεναν να δηλώνουν «σύμβουλοι επιχειρήσεων» και να λειτουργούν στην πραγματικότητα ως μεσάζοντες ανάμεσα στους διεφθαρμένους εργολάβους και στο ακόμα πιο διεφθαρμένο κράτος. Λαθρόβια έντυπα θα ευημερούσαν χάρη στην κρατική διαφήμιση. Ο Σύριζα και το ΚΚΕ θα έκλειναν κάθε τόσο τα πανεπιστήμια με μοναδικό αίτημα να μην αλλάξει τίποτα. Τα «ατίθασα νιάτα» θα έχτιζαν καθηγητές μες στα γραφεία τους. Οι μεγαλοσυνδικαλιστές θα απολάμβαναν κάμποσες δωρεάν κρουαζιέρες, πριν αποστρατευθούν απ’τους εργατικούς αγώνες και πάρουν την άγουσα για το Κοινοβούλιο. Η Ελλάδα εν ολίγοις (για να το γράψω ακριβώς όπως το σκέφτομαι) θα ψωλαρμένιζε για καμιά δεκαετία ακόμα χωρίς πυξίδα, δίχως προορισμό…

Καλούμαστε μεθαύριο -τρία σχεδόν χρόνια μετά το εθνικό μας έμφραγμα- στις κάλπες. Έχουμε νωπή ακόμα την ανάμνηση της μπελ-επόκ. Νοιώθουμε καθημερινά στο πετσί μας το τι σημαίνει κοινωνική κατάρρευση, καλπάζουσα ανεργία, ακύρωση και των πιο στοιχειωδών βεβαιοτήτων. Κι όμως, εγώ δεν θα ψηφίσω οργισμένος με το σήμερα. Ούτε νοσταλγώντας το χθες.

Θα ψηφίσω με το νου στους Μικρασιάτες προγόνους μου, που υπέστησαν τη μέγιστη καταστροφή, που βρέθηκαν ξένοι σχεδόν σε ξένο τόπο και ξαναστάθηκαν γοργά στα πόδια τους και πρόκοψαν με μόνα εφόδια τα χέρια τους και το μυαλό τους.
Θα ψηφίσω με το νου στον παππού μου, που αντιμετώπισε τούς ταγματασφαλίτες εκτελεστές του οραματιζόμενος μιαν Αριστερά της συναίνεσης και της αγάπης κι όχι μια «Αριστερά» της εσωστρέφειας και του φθόνου.
Θα ψηφίσω με το νου στους γονείς μου που με έμαθαν ότι η αξιοπρέπεια δεν είναι, εν τέλει, ζήτημα χρημάτων αλλά ψυχικής συγκρότησης. Και ότι η ελεύθερη σκέψη δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μονότονα συνθήματα κι από κούφιες ευχές.
Και θα αφιερώσω την ψήφο μου στην κόρη μου. Της αξίζει να ζήσει σε έναν τόπο, που θα έχει απαλλαγεί επιτέλους από το σύμπλεγμα ανωτεροκατωτερότητας απέναντι στη λαμπρή Αρχαιότητα και στην προηγμένη Δύση. Σε μιαν ανοιχτή κοινωνία του ορθού λόγου, της αλληλεγγύης και μίας σχετικής τουλάχιστον αξιοκρατίας. Σε μιαν Ελλάδα, η οποία ούτε θα φοβάται ούτε θα μισεί. Που δεν θα προσκυνάει ιερά τέρατα και δεν θα ελπίζει σε από μηχανής θεούς. Σε μιαν Ελλάδα, δηλαδή, που θα έχει επανεφεύρει τον εαυτό της.