του Χρήστου Χωμενίδη
Τη
συνάντησες τον Αύγουστο του 2006. Στο Γκάζι, που είχε αρχίσει μόλις να
έρχεται στη μόδα. Εσύ έπινες κρασί και έτρωγες θαλασσινά με μια παρέα
από τη Σχολή. Εκείνη διέσχιζε τον πεζόδρομο μαζί με μια φίλη της.
Φορούσε κόκκινο φουστάνι -όπως στο τραγούδι- και τα μαλλιά της τα ’χε
αλογοουρά, πιασμένα με ένα πλαστικό κοκαλάκι-κερασάκι. «Γεια σου, τσολιά
μου!» θαύμασε η Μάγδα, που της άρεσαν οι κοπέλες. Και τότε εσύ
σηκώθηκες και -με το θράσος του ωραίου (που οι αληθινά ωραίοι δεν το
διαθέτουν διότι απλώς δεν τους χρειάζεται)- τη ζύγωσες και χάιδεψες με
την παλάμη σου το μάγουλό της. Αλαφιάστηκε, μα χαμογέλασε. «Παύλος
Χειμάρας, φαρμακοποιός και ερασιτέχνης πιανίστας!» της συστήθηκες δια
χειραψίας. «Μαρία Ράμου, γεμολόγος» σου απάντησε. Δεν ήξερες τι διάολο
ήταν αυτό, δεν τόλμησες όμως να εκφράσεις την απορία σου για να μη σε
πάρει για κάναν αστοιχείωτο. «Θες ένα καλαμαράκι, Μαρία;».
Τους πρώτους μήνες δεν πίστευες στην τύχη σου. Η Ράμου -«Ράμου» την έλεγες πάντοτε- εκτός που ήτανε κουκλάρα, κλάσεις ανώτερη απ’ την πιο όμορφη έως τα τότε γκόμενά σου, ξεχείλιζε από καύλα. Το κάνατε μίνιμουμ δυο φορές τη μέρα. Και το πρωί ακόμα, με το που μισοξύπναγε, σε καβαλούσε. «Μυρίζει η ανάσα μου απ’ τον ύπνο;» ρώταγε. «Καίει η ανάσα σου!» της απαντούσες και θαύμαζες στο φως από τις γρίλιες τον αφαλό της να σου χαμογελάει σαν το μάτι του Θεού. Όταν η Ράμου έμπαινε στο μπάνιο, ο ήχος του ντους σε νανούριζε. Δεν ήσουν πρωινός τύπος, πήγαινες στο μαγαζί τα απογεύματα, το κράταγες και στις διανυκτερεύσεις. Στο πίσω δωμάτιο, στο χρηματοκιβώτιο που φυλούσατε -όπως όλα τα φαρμακεία- τη μορφίνη, είχες ανακαλύψει ένα βράδυ, άγαρμπα κρυμμένη, την εξωσυζυγική αλληλογραφία του πατέρα σου. Από τη μια τον είχες θαυμάσει τον γέρο -που όχι απλώς ξενογαμούσε αλλά αντάλλασσε και φλογερά γράμματα με μια Σαλονικιά- από την άλλη, τον είχες λυπηθεί. «Εγώ αν νοικοκυρευτώ ποτέ, δεν θα έχω ανάγκη να κερατώνω τη γυναίκα μου…» είχες δεσμευτεί.
Το «γεμολόγος» της Ράμου σήμαινε πρακτικά υπάλληλος σε κοσμηματοπωλείο στην Κηφισιά. Είχε σπουδάσει βέβαια, τα πάντα ήξερε σχετικά με τους πολύτιμους λίθους, καθήκον της όμως ήταν να κολακεύει την κάθε μαντάμ και να την πείθει να αγοράζει σκουλαρίκια με το ζώδιό της και περιδέραια με ινδουιστικά σύμβολα, «τα ίδια είχε πάρει και η Λαίδη Ντι στη Μύκονο…» τους έλεγε, εμπιστευτικά δήθεν. «Έχω δουλέψει σε παγωτατζίδικο, σε μπαρ, στον φούρνο -από δέκα χρονών- των γονιών μου. Είμαι παντός καιρού!» καμάρωνε.
Παντός καιρού και παντός τρόπου ζωής. Μπορεί ο πρώην της να ήταν ένας βλάχος πολίστας, με το που τα έφτιαξε όμως μαζί σου, ερωτεύτηκε τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και την κλασική μουσική. Γούρλωσε τα μάτια παρακολουθώντας το «Θεώρημα» του Παζολίνι, τέντωσε τα αυτιά ακούγοντάς σε να ερμηνεύεις τα «Νυχτερινά» του Σοπέν. «Σκατά το παίζω!» οργίστηκες με τον εαυτό σου και βρόντηξες το καπάκι του πιάνου. «Τι λες; Εμένα με κατασυγκίνησε… Σχεδόν με ερέθισε…» ψιθύρισε ναζιάρικα. «Πλάκα μου κάνει;» αναρωτήθηκες, μα δεν μπορούσες -ούτε κι έβλεπες τον λόγο- να αντισταθείς στο λάγνο ύφος της.
Στην πρώτη σας επέτειο, το είχατε κάνει σχεδόν οπουδήποτε: Επάνω στο πλυντήριο που αγκομαχούσε στύβοντας τα βαμβακερά, μέσα στο τρένο για Κωνσταντινούπολη, ακόμα και μπροστά στην κάμερα του υπολογιστή για να σας παίρνουν μάτι δυο διαδικτυακοί αυνάνες, εσάς, τους διαδικτυακούς επιδειξίες... Η ερωτική παραφορά είχε αρχίσει να κάμπτεται. Τα πρωινά εσύ ροχάλιζες και η Ράμου βιαζόταν να πάει στη δουλειά. Είχατε ωστόσο δέσει για τα καλά. Είχατε αναπτύξει τους δικούς σας κώδικες, τα προσωπικά σας αστεία, στην μπολονέζ εσύ έβραζες τα μακαρόνια και η Ράμου μαγείρευε τον κιμά. Σε έπιαναν καμιά φορά τάσεις φυγής – «έξω η ζωή κοχλάζει!» σκεφτόσουν «κι εμείς μες τις πιζάμες παίζουμε Μονόπολη…». Τα ίδια ίσως να σκεφτόταν κι εκείνη. «Κοίτα την όμως με πόση θηλυκότητα ρίχνει τα ζάρια…». «Κοίτα όμως τι αριστοκρατικά που γκριζάρουν τα μαλλιά του…». Εάν στα τριανταπέντε είχες κιόλας γκρίζους κροτάφους, ως τα πενήντα δεν θα σου ’χε μείνει μαύρη τρίχα. Κι όλοι θα αναρωτιόνταν τι δουλειά έχει η μουνάρα η Ράμου με αυτόν τον κοτσονάτο…
Τον πατέρα σου δεν πρόφτασε να τον γνωρίσει. Μπαμ και κάτω ο γέρος πάνω στον πάγκο του φαρμακείου, ρήξη αορτής - «δεν σωζόταν με τίποτα» παρηγόρησες τη μάνα σου και έσπευσες να καταστρέψεις την εξωσυζυγική αλληλογραφία του. Στο νεκροταφείο, η Ράμου έκλεψε καρδιές μέσα στο μαύρο φόρεμά της. Στον τραπέζι του συχώριου, δεν άφησε τον σερβιτόρο να τεμαχίσει τη συναγρίδα, η ίδια την έκοψε και τη μοίρασε στα πιάτα. «Η νύφη σαν θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει!» θαύμασαν κάτι θειές. Δεν ήταν κηδεία εκείνη, αρραβώνας ήταν. Και ας μην ήξερε κανείς -ούτε η ίδια καν η Ράμου- ότι περίμενε μωρό…
Όταν πρωτοαντίκρισες τον Λευτέρη -σας τον έφεραν νεογέννητο μέσα σε ένα πελώριο τάπερ- σε έπιασαν τα κλάματα. Όχι επειδή σου θύμισε τον πατέρα σου (μπούρδες της μάνας σου – όλα τα νεογνά δείχνουν σαν γέροι) αλλά επειδή εσύ είχες πάψει μέσα σε μια στιγμή να είσαι γιος. Από αεροπλάνο είχες μεταμορφωθεί σε πίστα απογείωσης. Από εκδρομέα, σε ξεναγό. Η ευθύνη προξενεί στους θετικούς ανθρώπους ενθουσιασμό και στους αρνητικούς κατάθλιψη. Εσύ, προς το παρόν τουλάχιστον, ανήκες ως τα μπούνια στην πρώτη κατηγορία.
Ο ερχομός του Λευτέρη υπήρξε το τελευταίο αληθινά χαρμόσυνο γεγονός στη ζωή σου. Λες και είχε εξοφλήσει οριστικά η καλή τύχη το χρέος της απέναντί σου, αρχίσανε λίγο αργότερα να σου σκάνε χαστούκια από παντού: Η μάνα σου έπαθε εγκεφαλικό – τη γλίτωσε ευτυχώς μα είχε ανάγκη από εικοσιτετράωρη βοήθεια, προσλάβατε μια κοπέλα για το μωρό και την πεθερά της για τη γιαγιά, χίλια οκτακόσια ευρώ σύνολο μηνιαίως…
Μισό χρόνο αργότερα, με το πρώτο κύμα της κρίσης, το μαγαζί της Ράμου κατέβασε ρολά. Κράτησαν μόνο το κεντρικό, στο Κολωνάκι, όπου δεν χρειάζονταν επιπλέον πωλήτρια. Με ένα μωρό που έχει μόλις πάψει να θηλάζει, κάθε άλλο παρά νιώθεις άνεργη. Η Ράμου θα ξαναγκαστρωνόταν ευχαρίστως στο καπάκι, εσύ όμως έριξες μια ματιά στον τζίρο σου και φρίκαρες -τριάντα τοις εκατό πτώση από πέρυσι και στα καλλυντικά εβδομήντα- κι έτσι την έπεισες να αρχίσει το χάπι.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, της ζήτησες να έρθει στο φαρμακείο – «εγώ είμαι γεμολόγος!» εξανέστη η Ράμου, «κι εγώ δεν μπορώ πλέον να πληρώνω υπάλληλο!» της απάντησες «μη νομίζεις ότι τρελαίνομαι να σε έχω και στη δουλειά μέσα στα πόδια μου…» θα πρόσθετες εάν είχες δώσει όρκο ειλικρίνειας. Όταν ξεκίνησε το χαράτσι, κόψατε το ρεύμα στο εξοχικό στην Κινέττα -«όπισθεν βίλας Σαπουντζάκη»- έτσι κι αλλιώς το ’χατε βαρεθεί. Κι όταν ακρίβυναν τα τέλη κυκλοφορίας, πουλήσατε το δεύτερο αυτοκίνητο. Της Ράμου δεν της κακοφάνηκε ευτυχώς, είχε παθιαστεί με την ποδηλασία, έβαζε τον Λευτέρη στο καλάθι και αλώνιζε όλο το Μαρούσι. Το επόμενο σκαλοπάτι στην «πτωχοποίηση» (τι κακόηχη λέξη!) το κατέβηκες την περασμένη μόλις εβδομάδα: Ένας συμμαθητής σου -αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού- παντρευόταν. «Ένδυμα επίσημο» έγραφε η πρόσκληση. Παλιά θα έβρισκες ευκαιρία για να ράψεις σμόκιν, ανέκαθεν σου άρεσαν τα λούσα. Τώρα ξετρύπωσες απ’ την ντουλάπα το γαμπριάτικο του πατέρα σου, πενήντα χρονών πλην εξαιρετικό ύφασμα. Το δοκίμασες – σε στένευε κάπως στους ώμους. Το πήγες, δίχως να το σκεφτείς, για μεταποίηση…
Φτύνεις, βλέποντας γύρω σου, τον κόρφο σου. Εσύ ούτε απολυμένος είσαι, ούτε δάνειο στεγαστικό πρέπει να ξεπληρώνεις, ούτε το φαρμακείο σου έχει πιάσει -όπως άλλα- αράχνες. Κάποιος -πιθανόν και ο Κάρολος Μαρξ ο ίδιος- είχε πει ότι οι κρίσεις του καπιταλισμού ευνοούν τελικά όσους τις αντέχουν. «Δεν αποκλείεται, όταν περάσει η κρίση, να είμαι σαν τον παππού μου: Ο μοναδικός φαρμακοποιός σε ολόκληρο το Μαρούσι!» συλλογίζεσαι πότε-πότε. Η αστική σου ευγένεια δεν σου επιτρέπει ασφαλώς να μοιραστείς την παραπάνω σκέψη με κανέναν… Δεν αποτελεί έτσι κι αλλιώς η κρίση το βαθύ πρόβλημά σου.
Ξύπνησες χθες το βράδυ (είχες ξεχάσεις να βγάλεις τους φακούς και σε τσούζανε), ξύπνησες και κοίταξες πρώτα την ώρα και ύστερα τη Ράμου δίπλα σου.
«Βαστιέται μια χαρά η άτιμη» σκέφτηκες, «για τριανταπεντάρα σαρώνει! Γιατί δεν μου περνάει άραγε καν απ’ το μυαλό να τη μουντάρω, να της ανοίξω τα πόδια προτού ανοίξει τα μάτια της; Γιατί έχουμε καταλήξει να το κάνουμε δυο φορές το μήνα, στην καλύτερη περίπτωση; Η συνήθεια… Πότε αφέθηκα στη συνήθεια; Πόσο καιρό έχω να ακουμπήσω το πιάνο; Απ’ τα γενέθλια του Λευτέρη, που του ’παιξα το "Happy Birthday"… Πόσο καιρό έχω να βγω από το σπίτι δίχως συγκεκριμένο προορισμό; Πότε κοίταξα, τελευταία, ξένο θηλυκό; Προχθές εκείνη την ταμία στο σούπερ-μάρκετ. Το ’πιασε και μου χαμογέλασε – περνάει ακόμα άρα η μπογιά μου… Ενώ μου έδινε τα ρέστα παραλίγο να τη ρωτήσω τι ώρα σχολάει. Παλιά δεν θα τη ρώταγα καν, θα την έστηνα απέξω, δεν θα της άφηνα επιλογή να μη με ακολουθήσει. Μα, τώρα… Εγώ μουρντάρης παντρεμένος όπως ο πατέρας μου -κι όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στις παλιές ταινίες- δεν πρόκειται να καταντήσω. Τουλάχιστον εκείνοι είχαν το ελαφρυντικό της σεξουαλικής στέρησης στα πρώτα νιάτα τους. Ξενογαμούσαν όπως έκλεβαν στο ζύγι ο ένας τον άλλον… Εμείς, αν θέλουμε να βγούμε δυνατότεροι από την κρίση και να χτίσουμε μια διαφορετική κοινωνία, δεν έχουμε το περιθώριο να είμαστε». Μα, τι λέω; Παραλογίζομαι; Την έχω ψωνίσει; Τι σχέση έχει η κρίση με το γάμο μου; Η Ράμου βασανίζεται, άραγε, από τέτοιες σκέψεις; Ή μήπως με κερατώνει στην ψύχρα όποτε της προκύπτει;». Λίγο ήθελες να την ξυπνήσεις και να τη ρωτήσεις. Μα τη λυπήθηκες, έπρεπε να βρίσκεται στο φαρμακείο στις οχτώ. «Δεν έχει σημασία» κατέληξες. «Με τη Ράμου είμαστε σύζυγοι. Φέρουμε -κάποτε αγκομαχώντας κι άλλοτε διασκεδάζοντας- φέρουμε επαξίως τον ίδιο ζυγό.».
Έβγαλες τους φακούς σου και κοιμήθηκες. Με την -πλαστή;- υπερηφάνεια του πολεμιστή που έχει μόλις μπήξει τη σημαία του σε ένα ύψωμα του εχθρού.
Τους πρώτους μήνες δεν πίστευες στην τύχη σου. Η Ράμου -«Ράμου» την έλεγες πάντοτε- εκτός που ήτανε κουκλάρα, κλάσεις ανώτερη απ’ την πιο όμορφη έως τα τότε γκόμενά σου, ξεχείλιζε από καύλα. Το κάνατε μίνιμουμ δυο φορές τη μέρα. Και το πρωί ακόμα, με το που μισοξύπναγε, σε καβαλούσε. «Μυρίζει η ανάσα μου απ’ τον ύπνο;» ρώταγε. «Καίει η ανάσα σου!» της απαντούσες και θαύμαζες στο φως από τις γρίλιες τον αφαλό της να σου χαμογελάει σαν το μάτι του Θεού. Όταν η Ράμου έμπαινε στο μπάνιο, ο ήχος του ντους σε νανούριζε. Δεν ήσουν πρωινός τύπος, πήγαινες στο μαγαζί τα απογεύματα, το κράταγες και στις διανυκτερεύσεις. Στο πίσω δωμάτιο, στο χρηματοκιβώτιο που φυλούσατε -όπως όλα τα φαρμακεία- τη μορφίνη, είχες ανακαλύψει ένα βράδυ, άγαρμπα κρυμμένη, την εξωσυζυγική αλληλογραφία του πατέρα σου. Από τη μια τον είχες θαυμάσει τον γέρο -που όχι απλώς ξενογαμούσε αλλά αντάλλασσε και φλογερά γράμματα με μια Σαλονικιά- από την άλλη, τον είχες λυπηθεί. «Εγώ αν νοικοκυρευτώ ποτέ, δεν θα έχω ανάγκη να κερατώνω τη γυναίκα μου…» είχες δεσμευτεί.
Το «γεμολόγος» της Ράμου σήμαινε πρακτικά υπάλληλος σε κοσμηματοπωλείο στην Κηφισιά. Είχε σπουδάσει βέβαια, τα πάντα ήξερε σχετικά με τους πολύτιμους λίθους, καθήκον της όμως ήταν να κολακεύει την κάθε μαντάμ και να την πείθει να αγοράζει σκουλαρίκια με το ζώδιό της και περιδέραια με ινδουιστικά σύμβολα, «τα ίδια είχε πάρει και η Λαίδη Ντι στη Μύκονο…» τους έλεγε, εμπιστευτικά δήθεν. «Έχω δουλέψει σε παγωτατζίδικο, σε μπαρ, στον φούρνο -από δέκα χρονών- των γονιών μου. Είμαι παντός καιρού!» καμάρωνε.
Παντός καιρού και παντός τρόπου ζωής. Μπορεί ο πρώην της να ήταν ένας βλάχος πολίστας, με το που τα έφτιαξε όμως μαζί σου, ερωτεύτηκε τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και την κλασική μουσική. Γούρλωσε τα μάτια παρακολουθώντας το «Θεώρημα» του Παζολίνι, τέντωσε τα αυτιά ακούγοντάς σε να ερμηνεύεις τα «Νυχτερινά» του Σοπέν. «Σκατά το παίζω!» οργίστηκες με τον εαυτό σου και βρόντηξες το καπάκι του πιάνου. «Τι λες; Εμένα με κατασυγκίνησε… Σχεδόν με ερέθισε…» ψιθύρισε ναζιάρικα. «Πλάκα μου κάνει;» αναρωτήθηκες, μα δεν μπορούσες -ούτε κι έβλεπες τον λόγο- να αντισταθείς στο λάγνο ύφος της.
Στην πρώτη σας επέτειο, το είχατε κάνει σχεδόν οπουδήποτε: Επάνω στο πλυντήριο που αγκομαχούσε στύβοντας τα βαμβακερά, μέσα στο τρένο για Κωνσταντινούπολη, ακόμα και μπροστά στην κάμερα του υπολογιστή για να σας παίρνουν μάτι δυο διαδικτυακοί αυνάνες, εσάς, τους διαδικτυακούς επιδειξίες... Η ερωτική παραφορά είχε αρχίσει να κάμπτεται. Τα πρωινά εσύ ροχάλιζες και η Ράμου βιαζόταν να πάει στη δουλειά. Είχατε ωστόσο δέσει για τα καλά. Είχατε αναπτύξει τους δικούς σας κώδικες, τα προσωπικά σας αστεία, στην μπολονέζ εσύ έβραζες τα μακαρόνια και η Ράμου μαγείρευε τον κιμά. Σε έπιαναν καμιά φορά τάσεις φυγής – «έξω η ζωή κοχλάζει!» σκεφτόσουν «κι εμείς μες τις πιζάμες παίζουμε Μονόπολη…». Τα ίδια ίσως να σκεφτόταν κι εκείνη. «Κοίτα την όμως με πόση θηλυκότητα ρίχνει τα ζάρια…». «Κοίτα όμως τι αριστοκρατικά που γκριζάρουν τα μαλλιά του…». Εάν στα τριανταπέντε είχες κιόλας γκρίζους κροτάφους, ως τα πενήντα δεν θα σου ’χε μείνει μαύρη τρίχα. Κι όλοι θα αναρωτιόνταν τι δουλειά έχει η μουνάρα η Ράμου με αυτόν τον κοτσονάτο…
Τον πατέρα σου δεν πρόφτασε να τον γνωρίσει. Μπαμ και κάτω ο γέρος πάνω στον πάγκο του φαρμακείου, ρήξη αορτής - «δεν σωζόταν με τίποτα» παρηγόρησες τη μάνα σου και έσπευσες να καταστρέψεις την εξωσυζυγική αλληλογραφία του. Στο νεκροταφείο, η Ράμου έκλεψε καρδιές μέσα στο μαύρο φόρεμά της. Στον τραπέζι του συχώριου, δεν άφησε τον σερβιτόρο να τεμαχίσει τη συναγρίδα, η ίδια την έκοψε και τη μοίρασε στα πιάτα. «Η νύφη σαν θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει!» θαύμασαν κάτι θειές. Δεν ήταν κηδεία εκείνη, αρραβώνας ήταν. Και ας μην ήξερε κανείς -ούτε η ίδια καν η Ράμου- ότι περίμενε μωρό…
Όταν πρωτοαντίκρισες τον Λευτέρη -σας τον έφεραν νεογέννητο μέσα σε ένα πελώριο τάπερ- σε έπιασαν τα κλάματα. Όχι επειδή σου θύμισε τον πατέρα σου (μπούρδες της μάνας σου – όλα τα νεογνά δείχνουν σαν γέροι) αλλά επειδή εσύ είχες πάψει μέσα σε μια στιγμή να είσαι γιος. Από αεροπλάνο είχες μεταμορφωθεί σε πίστα απογείωσης. Από εκδρομέα, σε ξεναγό. Η ευθύνη προξενεί στους θετικούς ανθρώπους ενθουσιασμό και στους αρνητικούς κατάθλιψη. Εσύ, προς το παρόν τουλάχιστον, ανήκες ως τα μπούνια στην πρώτη κατηγορία.
Ο ερχομός του Λευτέρη υπήρξε το τελευταίο αληθινά χαρμόσυνο γεγονός στη ζωή σου. Λες και είχε εξοφλήσει οριστικά η καλή τύχη το χρέος της απέναντί σου, αρχίσανε λίγο αργότερα να σου σκάνε χαστούκια από παντού: Η μάνα σου έπαθε εγκεφαλικό – τη γλίτωσε ευτυχώς μα είχε ανάγκη από εικοσιτετράωρη βοήθεια, προσλάβατε μια κοπέλα για το μωρό και την πεθερά της για τη γιαγιά, χίλια οκτακόσια ευρώ σύνολο μηνιαίως…
Μισό χρόνο αργότερα, με το πρώτο κύμα της κρίσης, το μαγαζί της Ράμου κατέβασε ρολά. Κράτησαν μόνο το κεντρικό, στο Κολωνάκι, όπου δεν χρειάζονταν επιπλέον πωλήτρια. Με ένα μωρό που έχει μόλις πάψει να θηλάζει, κάθε άλλο παρά νιώθεις άνεργη. Η Ράμου θα ξαναγκαστρωνόταν ευχαρίστως στο καπάκι, εσύ όμως έριξες μια ματιά στον τζίρο σου και φρίκαρες -τριάντα τοις εκατό πτώση από πέρυσι και στα καλλυντικά εβδομήντα- κι έτσι την έπεισες να αρχίσει το χάπι.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, της ζήτησες να έρθει στο φαρμακείο – «εγώ είμαι γεμολόγος!» εξανέστη η Ράμου, «κι εγώ δεν μπορώ πλέον να πληρώνω υπάλληλο!» της απάντησες «μη νομίζεις ότι τρελαίνομαι να σε έχω και στη δουλειά μέσα στα πόδια μου…» θα πρόσθετες εάν είχες δώσει όρκο ειλικρίνειας. Όταν ξεκίνησε το χαράτσι, κόψατε το ρεύμα στο εξοχικό στην Κινέττα -«όπισθεν βίλας Σαπουντζάκη»- έτσι κι αλλιώς το ’χατε βαρεθεί. Κι όταν ακρίβυναν τα τέλη κυκλοφορίας, πουλήσατε το δεύτερο αυτοκίνητο. Της Ράμου δεν της κακοφάνηκε ευτυχώς, είχε παθιαστεί με την ποδηλασία, έβαζε τον Λευτέρη στο καλάθι και αλώνιζε όλο το Μαρούσι. Το επόμενο σκαλοπάτι στην «πτωχοποίηση» (τι κακόηχη λέξη!) το κατέβηκες την περασμένη μόλις εβδομάδα: Ένας συμμαθητής σου -αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού- παντρευόταν. «Ένδυμα επίσημο» έγραφε η πρόσκληση. Παλιά θα έβρισκες ευκαιρία για να ράψεις σμόκιν, ανέκαθεν σου άρεσαν τα λούσα. Τώρα ξετρύπωσες απ’ την ντουλάπα το γαμπριάτικο του πατέρα σου, πενήντα χρονών πλην εξαιρετικό ύφασμα. Το δοκίμασες – σε στένευε κάπως στους ώμους. Το πήγες, δίχως να το σκεφτείς, για μεταποίηση…
Φτύνεις, βλέποντας γύρω σου, τον κόρφο σου. Εσύ ούτε απολυμένος είσαι, ούτε δάνειο στεγαστικό πρέπει να ξεπληρώνεις, ούτε το φαρμακείο σου έχει πιάσει -όπως άλλα- αράχνες. Κάποιος -πιθανόν και ο Κάρολος Μαρξ ο ίδιος- είχε πει ότι οι κρίσεις του καπιταλισμού ευνοούν τελικά όσους τις αντέχουν. «Δεν αποκλείεται, όταν περάσει η κρίση, να είμαι σαν τον παππού μου: Ο μοναδικός φαρμακοποιός σε ολόκληρο το Μαρούσι!» συλλογίζεσαι πότε-πότε. Η αστική σου ευγένεια δεν σου επιτρέπει ασφαλώς να μοιραστείς την παραπάνω σκέψη με κανέναν… Δεν αποτελεί έτσι κι αλλιώς η κρίση το βαθύ πρόβλημά σου.
Ξύπνησες χθες το βράδυ (είχες ξεχάσεις να βγάλεις τους φακούς και σε τσούζανε), ξύπνησες και κοίταξες πρώτα την ώρα και ύστερα τη Ράμου δίπλα σου.
«Βαστιέται μια χαρά η άτιμη» σκέφτηκες, «για τριανταπεντάρα σαρώνει! Γιατί δεν μου περνάει άραγε καν απ’ το μυαλό να τη μουντάρω, να της ανοίξω τα πόδια προτού ανοίξει τα μάτια της; Γιατί έχουμε καταλήξει να το κάνουμε δυο φορές το μήνα, στην καλύτερη περίπτωση; Η συνήθεια… Πότε αφέθηκα στη συνήθεια; Πόσο καιρό έχω να ακουμπήσω το πιάνο; Απ’ τα γενέθλια του Λευτέρη, που του ’παιξα το "Happy Birthday"… Πόσο καιρό έχω να βγω από το σπίτι δίχως συγκεκριμένο προορισμό; Πότε κοίταξα, τελευταία, ξένο θηλυκό; Προχθές εκείνη την ταμία στο σούπερ-μάρκετ. Το ’πιασε και μου χαμογέλασε – περνάει ακόμα άρα η μπογιά μου… Ενώ μου έδινε τα ρέστα παραλίγο να τη ρωτήσω τι ώρα σχολάει. Παλιά δεν θα τη ρώταγα καν, θα την έστηνα απέξω, δεν θα της άφηνα επιλογή να μη με ακολουθήσει. Μα, τώρα… Εγώ μουρντάρης παντρεμένος όπως ο πατέρας μου -κι όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στις παλιές ταινίες- δεν πρόκειται να καταντήσω. Τουλάχιστον εκείνοι είχαν το ελαφρυντικό της σεξουαλικής στέρησης στα πρώτα νιάτα τους. Ξενογαμούσαν όπως έκλεβαν στο ζύγι ο ένας τον άλλον… Εμείς, αν θέλουμε να βγούμε δυνατότεροι από την κρίση και να χτίσουμε μια διαφορετική κοινωνία, δεν έχουμε το περιθώριο να είμαστε». Μα, τι λέω; Παραλογίζομαι; Την έχω ψωνίσει; Τι σχέση έχει η κρίση με το γάμο μου; Η Ράμου βασανίζεται, άραγε, από τέτοιες σκέψεις; Ή μήπως με κερατώνει στην ψύχρα όποτε της προκύπτει;». Λίγο ήθελες να την ξυπνήσεις και να τη ρωτήσεις. Μα τη λυπήθηκες, έπρεπε να βρίσκεται στο φαρμακείο στις οχτώ. «Δεν έχει σημασία» κατέληξες. «Με τη Ράμου είμαστε σύζυγοι. Φέρουμε -κάποτε αγκομαχώντας κι άλλοτε διασκεδάζοντας- φέρουμε επαξίως τον ίδιο ζυγό.».
Έβγαλες τους φακούς σου και κοιμήθηκες. Με την -πλαστή;- υπερηφάνεια του πολεμιστή που έχει μόλις μπήξει τη σημαία του σε ένα ύψωμα του εχθρού.
www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου