του Γιώργου Παπανικολάου
Πόσες φορές σας έχει τύχει να βλέπετε κάποιον
«επώνυμο» παράγοντα στην τηλεόραση και να αναρωτιέστε πως έφτασε τόσο ψηλά, μη
έχοντας ούτε τα πιο βασικά προσόντα;
Αν η απάντηση είναι «συχνά», τότε μόλις αγγίξατε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σοβαρότερα προβλήματα της χώρας. Οι ισχυρότατες σχέσεις εξάρτησης, διαπλοκής και «γνωριμιών» που βασιλεύουν στην Ελλάδα επί δεκαετίες, δημιούργησαν ένα πλήθος «παραγόντων» που σε άλλη χώρα θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι.
Το χειρότερο όμως είναι ότι δημιούργησαν στρατιές μιμητών. Που υιοθέτησαν το συγκεκριμένο μοντέλο, εκτιμώντας -δικαιολογημένα ίσως, δεδομένων των συνθηκών- ότι πρέπει κι αυτοί να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο μίγμα αμφιλεγόμενων «προσόντων».
Από την ανωτέρω περιγραφή πολλοί θα βγάλουν το συμπέρασμα ότι αναφέρομαι σε πολιτικούς ή πολιτευτές, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους και άλλους «βέρους» εκπροσώπους του δημόσιου βίου.
Δεν είναι όμως έτσι.
Η τάση ήταν -και δυστυχώς παραμένει- γενικότερη, με σημαντική εμβέλεια στην ιδιωτική οικονομία και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία, με τη φοροδιαφυγή και την παράνομη δόμηση να δίνουν απλώς ένα «στίγμα».
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το ίδιο συνέβη και σε ελληνόπουλα που έχοντας πετυχημένες καριέρες στο εξωτερικό, επέστρεψαν στην πατρίδα μόνο και μόνο για να αφομοιωθούν, από το «κλίμα» της, ασπαζόμενοι ίσως την γνωστή αγγλοσαξονική ρήση “When in Rome, do like the Romans do”
Αν το καλοσκεφτείτε, αρχής γενομένης από τον εξαιρετικά κρίσιμο χώρο της Παιδείας, η χώρα μας άρχισε να απορρίπτει πρότυπα και αξίες που ως τότε θεωρούντο διαχρονικές, προς όφελος ενός μοντέλου που θεωρούσε αυτοσκοπό την επιτυχία με κάθε μέσο, ή δυνατόν με το μικρότερο κόπο και με βασικό όφελος την εξαργύρωση της εις χρήμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι φτάσαμε στο σημείο να καπηλεύονται τον «πατριωτισμό» ακραία κόμματα, ή ότι σπανίως βλέπουμε στα κυρίαρχα Μέσα την αναπαραγωγή μοντέλων που συνδέουν την επιτυχία με τη σκληρή δουλειά, τη μόρφωση, την προσπάθεια, κι όλα τα προηγούμενα, με την έννοια της «αυτοπραγμάτωσης».
Το μοντέλο του «καταφερτζή» του «ευέλικτου» του «δικτυωμένου», της εύκολης επιτυχίας επικράτησε με τη βοήθεια και των ΜΜΕ, ώσπου η λέξη «λαμόγιο» έφτασε να καθιερωθεί ακόμη κι ως… αστεϊσμός μεταξύ φίλων.
«Γιατί όχι» έλεγε η κρατούσα «ηθική» της καλής εποχής, «αφού όλοι τα ίδια κάνουν». Με αποτέλεσμα ακόμη και ο σπουδαγμένος στο εξωτερικό γιός αγρότη της επαρχίας να θεωρεί απολύτως φυσιολογική την πλασματική ασφάλιση του στον ΟΓΑ και την απόλαυση των μαύρων χρημάτων από τα ιδιαίτερα με τα οποία ασχολείτο επαγγελματικά.
Δυστυχώς τα αποτελέσματα τα ζούμε σήμερα. Δεν είναι μόνο ότι πολλοί από τους «κορυφαίους» μας ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία. Είναι ότι το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους που βρίσκονται σε ανώτερα ή μεσαία τμήματα της ελληνικής «πυραμίδας»,.ιδίως στο χώρο του δημόσιου βίου.
Διότι οι άξιοι, οι διαφορετικοί, εκείνοι που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με την τότε ελληνική πραγματικότητα, στην πλειονότητα τους, παραμερίστηκαν ή εξοστρακίστηκαν. Σε αρκετές περιπτώσεις σηκώθηκαν οι ίδιοι κι έφυγαν.
Γι αυτό εδώ και τρία χρόνια η «ομάδα»… σέρνεται αλλά σπανίως αλλάζει.
Διότι ο «πάγκος» είναι άδειος. Και για να γεμίσει, θα περάσει καιρός!
Αν η απάντηση είναι «συχνά», τότε μόλις αγγίξατε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σοβαρότερα προβλήματα της χώρας. Οι ισχυρότατες σχέσεις εξάρτησης, διαπλοκής και «γνωριμιών» που βασιλεύουν στην Ελλάδα επί δεκαετίες, δημιούργησαν ένα πλήθος «παραγόντων» που σε άλλη χώρα θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι.
Το χειρότερο όμως είναι ότι δημιούργησαν στρατιές μιμητών. Που υιοθέτησαν το συγκεκριμένο μοντέλο, εκτιμώντας -δικαιολογημένα ίσως, δεδομένων των συνθηκών- ότι πρέπει κι αυτοί να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο μίγμα αμφιλεγόμενων «προσόντων».
Από την ανωτέρω περιγραφή πολλοί θα βγάλουν το συμπέρασμα ότι αναφέρομαι σε πολιτικούς ή πολιτευτές, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους και άλλους «βέρους» εκπροσώπους του δημόσιου βίου.
Δεν είναι όμως έτσι.
Η τάση ήταν -και δυστυχώς παραμένει- γενικότερη, με σημαντική εμβέλεια στην ιδιωτική οικονομία και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία, με τη φοροδιαφυγή και την παράνομη δόμηση να δίνουν απλώς ένα «στίγμα».
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το ίδιο συνέβη και σε ελληνόπουλα που έχοντας πετυχημένες καριέρες στο εξωτερικό, επέστρεψαν στην πατρίδα μόνο και μόνο για να αφομοιωθούν, από το «κλίμα» της, ασπαζόμενοι ίσως την γνωστή αγγλοσαξονική ρήση “When in Rome, do like the Romans do”
Αν το καλοσκεφτείτε, αρχής γενομένης από τον εξαιρετικά κρίσιμο χώρο της Παιδείας, η χώρα μας άρχισε να απορρίπτει πρότυπα και αξίες που ως τότε θεωρούντο διαχρονικές, προς όφελος ενός μοντέλου που θεωρούσε αυτοσκοπό την επιτυχία με κάθε μέσο, ή δυνατόν με το μικρότερο κόπο και με βασικό όφελος την εξαργύρωση της εις χρήμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι φτάσαμε στο σημείο να καπηλεύονται τον «πατριωτισμό» ακραία κόμματα, ή ότι σπανίως βλέπουμε στα κυρίαρχα Μέσα την αναπαραγωγή μοντέλων που συνδέουν την επιτυχία με τη σκληρή δουλειά, τη μόρφωση, την προσπάθεια, κι όλα τα προηγούμενα, με την έννοια της «αυτοπραγμάτωσης».
Το μοντέλο του «καταφερτζή» του «ευέλικτου» του «δικτυωμένου», της εύκολης επιτυχίας επικράτησε με τη βοήθεια και των ΜΜΕ, ώσπου η λέξη «λαμόγιο» έφτασε να καθιερωθεί ακόμη κι ως… αστεϊσμός μεταξύ φίλων.
«Γιατί όχι» έλεγε η κρατούσα «ηθική» της καλής εποχής, «αφού όλοι τα ίδια κάνουν». Με αποτέλεσμα ακόμη και ο σπουδαγμένος στο εξωτερικό γιός αγρότη της επαρχίας να θεωρεί απολύτως φυσιολογική την πλασματική ασφάλιση του στον ΟΓΑ και την απόλαυση των μαύρων χρημάτων από τα ιδιαίτερα με τα οποία ασχολείτο επαγγελματικά.
Δυστυχώς τα αποτελέσματα τα ζούμε σήμερα. Δεν είναι μόνο ότι πολλοί από τους «κορυφαίους» μας ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία. Είναι ότι το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους που βρίσκονται σε ανώτερα ή μεσαία τμήματα της ελληνικής «πυραμίδας»,.ιδίως στο χώρο του δημόσιου βίου.
Διότι οι άξιοι, οι διαφορετικοί, εκείνοι που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με την τότε ελληνική πραγματικότητα, στην πλειονότητα τους, παραμερίστηκαν ή εξοστρακίστηκαν. Σε αρκετές περιπτώσεις σηκώθηκαν οι ίδιοι κι έφυγαν.
Γι αυτό εδώ και τρία χρόνια η «ομάδα»… σέρνεται αλλά σπανίως αλλάζει.
Διότι ο «πάγκος» είναι άδειος. Και για να γεμίσει, θα περάσει καιρός!
Από το www.euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου