Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

O καιρός της αυταπάτης.


Του Νικόλα Σεβαστάκη

Παραφράζοντας τη διαβόητη, στην ανοησία της, φράση του Πάολο Κοέλιο, μπορούμε να πούμε ότι όλος ο κόσμος φαίνεται να συνωμοτεί για να χάσουμε την εμπιστοσύνη μας στον ορθολογισμό. Δημοσκόποι και ειδικοί που αποτυγχάνουν οικτρά, προβλέψεις κάθε λογής που πέφτουν έξω, στοιχήματα που χάνονται. Και αυτή είναι η μία, η πιο ελαφριά εκδοχή.

 Η άλλη πλευρά είναι η εκτίναξη της κτηνώδους βίας στη μακρά σειρά των τρομοκρατικών χτυπημάτων, τώρα στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Διάφορα φαινόμενα και καθημερινά επεισόδια «συνωμοτούν», λοιπόν, για να πιστέψουμε πως ζούμε σε μια συγκυρία τελείως παράλογη και άναρχη. Για να περάσουμε στη συνοπτική απόρριψη ή στην κυνική παραίτηση, με διάφορους, χωρίς αρχές συμβιβασμούς, αφού στο κάτω-κάτω «δεν γίνεται τίποτα». 

  Η ήττα της κριτικής και ορθολογικής σκέψης γεννάει πολιτικά τέρατα. Γι' αυτό και πια έχει πολύ περισσότερο νόημα να υπερασπίζεται κανείς τα θεμελιώδη. Σε αυτήν, όμως, τη συγκυρία έχει μεγαλύτερη σημασία η επιμονή στον ορθολογισμό και στην κριτική σκέψη. Σ' εκείνον τον ορθολογισμό που θα αναγνωρίζει τα όρια, τα κενά του, τις αμηχανίες του. Όπου μπορεί κανείς να παραδεχτεί πως δεν διαθέτει απαντήσεις σε πολλά, από τη στιγμή μάλιστα που οι τεκτονικές πλάκες των ιδεολογιών έχουν μετατοπιστεί ή δημιουργούνται διαρκώς νέα σεισμικά ρήγματα. 

Πάνω σε αυτά τα σεισμικά ρήγματα παίζουν, εξάλλου, οι νέοι τυχοδιώκτες. Όσοι ιδίως δανείζονται από την Αριστερά το εγκώμιο του απλού εργαζόμενου λαού και από τη Δεξιά τη ρητορική του εθνικού μεγαλείου. Όσοι χτίζουν διασημότητα, διεγείροντας τα κοινωνικά πάθη και οργανώνοντας εκστρατείες μίσους, χωρίς ορίζοντα για το μέλλον, χωρίς ουσιαστική πρόταση. Σε αυτούς ακριβώς αφήνουμε το πεδίο ελεύθερο, χάνοντας την εμπιστοσύνη μας στην κριτική, ορθολογική σκέψη. Όπως έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν, οι ακροδεξιοί εθνικιστές συνδυάζουν το πληβειακό με το αριστοκρατικό στοιχείο. Είναι εκκεντρικοί αστοί που μπορούν να μιλούν καλά τη γλώσσα της πιάτσας. Συνενώνουν, κατά κάποιον τρόπο, τον βαθύ συντηρητισμό με γραφικές και κλοουνίστικες χειρονομίες.

 Δεν έχουν όρια, ούτε κανόνες οι νέοι τυχοδιώκτες. Εκτός από τον ναρκισσισμό τους και την αγάπη που δείχνουν στα μεγάλα κενά λόγια. Και στη μανία τους να επιδιώκουν τη σύγκρουση χωρίς καμιά ιδέα για το μετά και για τις πιθανές συνέπειες. Η τωρινή περιπέτεια του brexit, όμως, δείχνει πού μπορεί να οδηγήσει αυτό το παιχνίδι. Σε ποια σημαντικά πολιτικά αδιέξοδα.

 Η ήττα της κριτικής και ορθολογικής σκέψης γεννάει πολιτικά τέρατα. Γι' αυτό και πια έχει πολύ περισσότερο νόημα να υπερασπίζεται κανείς τα θεμελιώδη. Αναφέρω εδώ κάποια από αυτά, που μερικοί τα βρίσκουν λίγα, ξεπερασμένα ή πολύ «αστικά»: 

Την κοσμική πολιτεία που διατηρεί αποστάσεις από κάθε θρησκευτική και ομολογιακή αντίληψη. 

Την πολιτική δημοκρατία που δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με τη δημοψηφισματική «λαϊκή κυριαρχία» ή, αντίθετα, με την ηγεσία μικρών, φωτισμένων ελίτ. 

Τον πλουραλισμό. Αυτόν, όμως, τον πλουραλισμό που δεν αφήνει ασύδοτα τα ειδικά συμφέροντα ή τα σχέδια επιμέρους ομάδων και κοινοτήτων αλλά εγγυάται τη δημόσια ελευθερία και την ατομική αυτονομία όλων. 

Τη μέριμνα, τέλος, για τους λιγότερο «ανταγωνιστικούς», για τον κόσμο της κρίσης που έχει βρεθεί εκτός κοινωνικού συμβολαίου. Ο κόσμος της επισφάλειας και της εύθραυστης επιβίωσης, όπως τώρα οι χιλιάδες του Μαρινόπουλου, δεν μπορεί να είναι θέμα αδιάφορο για μια κριτική και ορθολογική σκέψη. Όσο, μάλιστα, ο ορθολογισμός θα συνδέεται αποκλειστικά με τους εξασφαλισμένους και τους εύπορους, θα κερδίζουν έδαφος οι άλλοι, οι τυχοδιώκτες του κραταιού έθνους και οι δημαγωγοί των λαϊκιστικών υποσχέσεων.

 Το πιο τρωτό σημείο μερικών οπαδών του ορθολογισμού είναι η πίστη τους στην «επιστημονικά σχεδιασμένη» πολιτική. Η ιδέα που έχουν ότι μπορεί να υπάρξει μια θετική επιστήμη της κοινωνικής οργάνωσης, ένα σοφό δημόσιο μάνατζμεντ που θα αχρηστεύσει τις παλιές μορφές πολιτικής και θρησκείας. Αυτή η πίστη έλαβε στην Ιστορία διάφορες μορφές: κομμουνιστικές, αστικές-τεχνοκρατικές, σοσιαλδημοκρατικές. Φτάνει, όμως, μέχρι πολλούς απ' τους ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πιστεύουν πως οι επιλογές των ατόμων και των λαών υπακούνε σε ορθολογικούς υπολογισμούς κόστους/οφέλους. Μέχρι που έρχονται τα όχι και τα exit που δείχνουν πόσο απρόβλεπτες είναι οι συλλογικές συμπεριφορές και πόσο πιο σύνθετο το παιχνίδι των συλλογικών παθών. Με άλλα λόγια, δεν είναι όλα οικονομία, stupid!

 Συμπέρασμα: αν όλα συνωμοτούν για να απογοητευτούμε και να αφήσουμε τα πράγματα να ακολουθήσουν τη μοίρα τους, είναι και γιατί ένας ορισμένος ορθολογισμός έκλεισε τα μάτια και σταμάτησε να παρατηρεί και να ερευνά τα φαινόμενα. Διάφοροι της «λογικής» κατακάθισαν στις δόξες του παρελθόντος, στα ευρωπαϊκά τρόπαια των καλών ημερών και των μερισμάτων ευημερίας. 

Πιο πολύ απ' όλα χρειάζεται να μην υποκύψουμε στα κύματα των παραλογισμών. Σύμφωνοι. Ας μην έχουμε, όμως, την αυταπάτη ότι η κοινή λογική θα βρει δουλειά σε εκατομμύρια ανέργους, θα σταματήσει τους τζιχαντιστές ή θα κάνει τους λαϊκούς ανθρώπους να μην ψηφίζουν πια Φάρατζ και Τραμπ.   


Πηγή: www.lifo.gr

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Με αφορμή την υπόθεση της «Μαρινόπουλος Α.Ε.»


του Κώστα Καλλίτση
Πώς έφτασε στο σημερινό σημείο μια τόσο μεγάλη αλυσίδα όπως η «Μαρινόπουλος Α.Ε.»;
Πώς εξηγείται το γεγονός ότι μια εταιρεία που εισέπραττε τοις μετρητοίς αλλά πλήρωνε επί πιστώσει, που εισέπραττε άμεσα ρευστό από τους πελάτες της και πλήρωνε εκ των υστέρων τους προμηθευτές της, έφτασε να έχει χρέη ίσα με μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ της χώρας;.. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη πολλών, το κεντρικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.
Πώς, επίσης, εξηγείται η εταιρεία να μην έχει δημοσιεύσει ισολογισμό επί τρία συναπτά έτη, να έχει αρνητική καθαρή θέση, αλλά οι τράπεζες να τη χρηματοδοτούν κανονικά (as usual...) λες και δεν έτρεχε τίποτα; Και, ενώ εδώ και πολύ καιρό περίμεναν ότι θα συμβεί κάποιο «κακό», δεν ανακοίνωναν ότι έχουν σφραγιστεί επιταγές της εταιρείας, σχεδόν αδρανείς παρακολουθούσαν την κατολίσθησή της.
Αλλά, πέραν των όποιων διαχειριστικών ευθυνών, γεννά απορίες η πρόταση της εταιρείας: Πόσο εναρμονίζεται με αυτά που νοούνται ως χρηστά συναλλακτικά ήθη, να καταρτίζεται σχέδιο διάσωσης που προβλέπει το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν σχεδόν όλοι οι άλλοι, αλλά δεν περιλαμβάνει μία και ουσιαστική δέσμευση των μετόχων της, να υποστηρίξουν την εταιρεία τους βάζοντάς της φρέσκα κεφάλαια;..
Ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη εταιρεία, με 12.500 μισθωτούς, με 1,6 δισ. ευρώ τζίρο, με 2.000 προμηθευτές, με 823 καταστήματα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της περιοχής.
Ως εκ τούτου, η αρνητική πορεία της αυτονόητα προκαλεί γενικότερους προβληματισμούς για την κρίση, για την ελληνική επιχειρηματικότητα και, ίσως, για κάποια από τα «παράδοξα» του ελληνικού καπιταλισμού.
Η αλήθεια είναι ότι από το 2008 έως τώρα έχει μπει λουκέτο σε 244.000 επιχειρήσεις, που μαζί τους έσυραν στην καταστροφή 843.000 θέσεις εργασίας και 30 δισ. ευρώ εισοδήματα. Αυτό ήταν το άμεσο κόστος που προκάλεσε η κατάρρευση του παρασιτικού μοντέλου, της οικονομικής μεγέθυνσης μέσω της κατανάλωσης με δανεικά, της επιδεικτικής αδιαφορίας για την παραγωγικότητα (είχαμε γίνει ουραγοί διεθνώς), των δραματικά καθυστερημένων παραγωγικών δομών, με κρατικοδίαιτες μεγάλες επιχειρήσεις κι ένα αρχιπέλαγος από μικρομεσαίες, εκτός αλυσίδας παραγωγής (ουσιαστικά, βιτρίνες...) που επιβίωναν κυρίως με τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Και με ένα κράτος και τις τράπεζες, μαζί να δημιουργούν την τέλεια «φούσκα», την ελληνική. Αυτή έσπασε, ο λογαριασμός ήρθε. Μαζί και τα λουκέτα.
Αυτό είναι το γενικό περιβάλλον. Αλλά δεν μπορούν να αποδοθούν όλα όσα συμβαίνουν, ευθέως και μόνο σε αυτό. Ούτε στα capital controls που, πέρα από τις γνωστές θλιβερές συνέπειές τους, συχνά γίνεται επίκλησή τους για να καλυφθούν άλλες ευθύνες. Η κρίση ήταν και είναι μια πραγματικότητα για όλους.
Υπάρχουν επιχειρήσεις με αφοσιωμένους μάνατζερ, που απλώς έπεσαν έξω – συμβαίνουν και χρεοκοπίες, ούτε αμαρτία είναι ούτε ειδικά ελληνικό φαινόμενο. Κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις έχουν τελειώσει – δεν μπορούν να επιβιώσουν. Υπάρχουν όμως και άλλες, που θα μπορέσουν να γυρίσουν σε κερδοφορία μετά μια γενναία αναδιάρθρωσή τους, εφόσον μπουν σε αυτές φρέσκα κεφάλαια. Αν αυτό δεν γίνει, θα συνεχίσουν να σέρνονται, να μολύνουν και άλλες επιχειρήσεις, να διευρύνεται η καταστροφή θέσεων εργασίας και, σε μερικούς μήνες, ίσως χρειαστεί μια νέα κεφαλαιοποίηση των τραπεζών – με bail in και όσα συνεπάγεται.
Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος εκκρεμεί επί χρόνια. Υπάρχει μια διάχυτη «απροθυμία» – παρά τα πρώτα θετικά βήματα, προσφάτως. Ισως, γιατί πίσω από αυτό το πρόβλημα βρίσκεται ένα «βαρύ» πελατειακό σύστημα, ένα διαδεδομένο και άρρωστο μοντέλο, υπερδανεισμού των επιχειρήσεων και μετατροπής των δανείων σε ατομικό πλούτο. Είτε με υπερτιμολογήσεις, οι οποίες πλούτιζαν τους επιχειρηματίες και τσάκιζαν τις επιχειρήσεις από τη γέννησή τους, είτε με καταδολίευση, με συστηματική λεηλασία των επιχειρήσεων, η οποία συνοδευόταν από αντίστοιχο, άλογο και με ενίοτε με τελείως παράδοξα κριτήρια υπερδανεισμό τους – ώστε να κλείνουν οι «μαύρες τρύπες».
Θέλω να είμαι σαφής: Στη χώρα, υπάρχουν επιχειρηματίες που προσδίδουν ουσιαστικό περιεχόμενο στην έννοια της υγιούς επιχειρηματικότητας, που αναζητούν την καινοτομία, παλεύουν μέσα στον ανταγωνισμό (δεν ζητούν προστασία από αυτόν...), σέβονται τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τηρούν τη νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Υπάρχει, ωστόσο (κακά τα ψέματα...) κι ένα άρρωστο, δήθεν επιχειρηματικό σύστημα, κακομαθημένο από κυβερνήσεις, από τράπεζες, από δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης. Η πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει ότι υπάρχουν και λειτουργούν εκείνοι οι θεσμοί που διακρίνουν την ήρα από το στάρι. Ωστε να μπορεί να ανασαίνει και να αναπτύσσεται η υγιής επιχειρηματικότητα και να αποδυναμώνεται το άρρωστο σύστημα. Αυτή είναι η ευθύνη της.
Καθημερινή 4/7/2016